Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Παιχνίδια του μυαλού




Παιχνίδια του μυαλού. Παιχνίδια στο χθες και στο τώρα. Παιχνίδια στο αύριο. Παιχνίδια με νικητές και ηττημένους. Παιχνίδια χωρίς νικητές και χωρίς ηττημένους. Στο κει, στο αλλού και στο δήθεν. Στο κάποτε στο πού και στο γιατί. Και συ ανάμεσα. Να παίζεις και να σε παίζουν. Να θες και να σε θέλουν. ΄Η να νομίζεις πως θες και να κάνεις και τους άλλους να νομίζουν πως θέλουν.

Μαριονέτα στα χέρια του άγνωστου, του αέρα και του ψίθυρου. Και να παραδίδεσαι γιατί έχεις καιρό να παραδοθείς. Γιατί αν σου φύγει το σκοινί θα βρεθείς να πετάς στο άπειρο. Και λοιπόν; Μήπως είναι καλύτερο το άπειρο; Εκεί που δεν σε ορίζουν και δεν πας πουθενά; Και γιατί είναι ανάγκη να πηγαίνεις; Θέατρο της φυγής και ηθοποιός και σκηνοθέτης εσύ. Με θεατή το είναι σου που συνεχώς αλλάζει. Κάθε φορά το έργο σου είναι αλλιώς. Πουλημένη παράσταση στα χέρια του κενού. Και να βαράς παλαμάκια γιατί δεν ξέρεις να κάνεις αλλιώς.

Μέχρι που σηκώνεσαι ένα πρωινό κι αρχίζεις να κλωτσάς τα άδεια καθίσματα. Και να φυσάς τη σκόνη απ’ το πάτωμα. Και να αλλάζεις ρούχα στο ανύπαρκτο κοινό σου. Με το ίδιο σου το πρόσωπο να χαμογελά και να κλαίει ταυτόχρονα. Με τον προβολέα πάνω σου και πάνω στη σκηνή. Και στη πλατεία. Με φορεσιές να αλλάζουν γιατί οι ρόλοι σου το απαιτούν. Ποτέ ο ίδιος ρόλος. Ποτέ η ίδια φορεσιά.


Κι ένα χαμόγελο να σκάει για καληνύχτα. Και μια σελήνη κίτρινη στο χρώμα που μισείς. Και τα σκοινιά να παίζουν ακόμη και να κρέμονται και συ να νομίζεις πως ακόμα σε ορίζουν. ΄Η έτσι να νομίζουν εκείνοι που τα κρατούν. Κι αναρωτιέσαι. Αλήθεια, τα κρατούσε ποτέ κανείς; Και πότε; Και για πόσο; Μα δεν θες να πάρεις ή να δώσεις απάντηση.

Φυσάς ένα φτερό από πάνω σου και ξέρεις πως δεν θα το δει κανείς. Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να το δει. Κι αν σου λέει πως το είδε, ξέρεις πολύ καλά πως δεν θα τον πιστέψεις. Και αν κάποιος σε μάθει, θα ξέρει πως τα ίδια πράγματα δεν πρέπει να τα κάνει ποτέ. Γιατί είσαι αλλιώς. Γιατί θέλεις να γίνεις κι άλλο. Γιατί τα αερικά δεν πατούν εδώ. Πετούν στο πέρα…


(αναδημοσίευση παλαιότερης ανάρτησης γιατί τις τελευταίες μέρες τριγυρίζει στο μυαλό μου. Κι έχω την εντύπωση πως θα με γυροφέρνει για καιρό...Στο εδώ...στο εκεί...και στο τίποτα...)



Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Είσαι μεγάλη πουτάνα

Να του μιλάς και να θέλει να σε φάει. Τα μάτια του στα χείλη σου και συ να κοιτάς τριγύρω. Ναι, το ξέρεις πως σε θέλει και τον παίζεις. Τινάζεις το μαλλί και φυσάς τον καπνό ψηλά. Κοιτάς που στροβιλίζεται γύρω σου και ξάφνου ρίχνεις το βλέμμα σου δήθεν τυχαία πάνω του. Καρφωμένος στο στήθος σου και συ να το προτάσσεις. Τρόπαιο και λάβαρο μιας μάχης που από πριν ξέρεις πως την έχεις κερδισμένη. Τη μάχη της επιβολής, αυτής της καριόλας έννοιας, που δεν ξέρεις πώς και με ποιόν τρόπο θα την ξεπεράσεις. Γιατί σου έμαθαν πως τα κοριτσάκια θα τα καρφώσουν οι άντρες με τις βαρβάτες τις ψωλές και συ ως αδύναμη μαθητριούλα δεν έχεις και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να υποκύψεις.

Και τώρα μετά από τόσο καιρό, τόσα χρόνια που της έδωσες την εντύπωση-ναι της μάνας σου- πως οι άλλοι σε εκμεταλλεύονται πάντα (άσε μας καλέ!), πως εσύ δεν είχες λόγο για τίποτα (σταμάτα επιτέλους!) και πως ακολουθούσες τα βήματα πάνω στα χνάρια (σκάσε σου λέω!), να θες να προτάξεις έναν εαυτό που δεν ξέρεις από πού σου ήρθε. Από πού στο διάολο ήταν κρυμμένος και από πού στα τρία κέρατα έκανε την εμφάνισή του.

Και το ωραίο είναι πως σ’ αρέσει. Πως τη βρίσκεις και το γουστάρεις. ΄Οχι, δεν πας με τον καθέναν και δεν πας κι εύκολα, μα δεν το δείχνεις καλή μου (τι μαλακισμένη λέξη!), μα και δεν δείχνεις και τι είσαι (τι μας λες;) γιατί σιχαίνεσαι να απολογείσαι. Κι αυτός άλλος ένας από κείνους με τις ετικέτες τις έτοιμες για πάσα χρήση. «Είσαι μεγάλη πουτάνα» σου λέει και σε κοιτάει με κείνο το βλέμμα που λέει πως «απόψε θα σε γαμήσω» και συ ξέρεις πως δεν θα τον αφήσεις να προχωρήσει παραπάνω απ’ όσο θέλεις. Μα αυτός δεν το ξέρει ακόμη(ναι, είσαι πουτάνα!).

΄Ενας ουρανός πιο κει κι ένα χαζό φεγγάρι να κάνουν κόλπα της νύχτας. Κι εσύ να κάθεσαι σταυροπόδι και να λες ιστορίες. Τις λες όμορφα κι ανάθεμά σε αν ο άλλος τις ακούει. Να σε γλύψει θέλει και στο λέει το κοίταγμά του. Και το νιώθεις και τραβιέσαι και σου λέει πως παίρνεις στάση άμυνας κι εσύ να του λες «μπα όχι εδώ ο χώρος είναι στενός και δεν μπορώ να καθίσω αλλιώς» κι απ’ την άλλη να δείχνεις πως απλώνεσαι κι είσαι άνετη ενώ μέσα σου ματώνεις. Για κείνον, για τον άλλον, για μια άυλη κι ανυπόστατη ύπαρξη που θα ’θελες εκείνη τη στιγμή να ήταν δίπλα σου και να σου ’δινε το φιλί του έτσι που λέει πως θα στο δώσει σαν βρεθείτε. Κι εσύ ξέρεις πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γι’ αυτό κι αυτή η νύχτα πρέπει να περάσει έστω κι έτσι, πνιγμένη σ’ ένα κόκκινο υγρό μ’ ένα κεράσι ψεύτικο.

Και να γελάς δυνατά και να κάνεις το βλέμμα σου μισό γιατί έτσι σου βγαίνει (είσαι μεγάλη πουτάνα!) και να ανάβεις κι άλλο τσιγάρο και να τον ρωτάς για το πού πάει κι από πού έρχεται (και σιγά μην σ’ ενδιαφέρει). Κι αυτός να βάζει τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μπούτια σου (σιγά μη δεν το ’κανε) και να σε ρωτάει αν σ’ αρέσει. «Ναι, σ’ αρέσει και κοίτα τον κόσμο που κάνει τα δικά του κι εμείς εδώ στον κόσμο μας και γω να σου βάζω χέρι». Και να σκύβει πάνω σου και να σου ψιθυρίζει ξανά: «είσαι μεγάλη πουτάνα», νομίζοντας πως σε φτιάχνει. Και να δεις που θ’ αρχίσεις να το πιστεύεις και να σε κάνει να νιώσεις πως το ’χεις και μέσα σου. Κι ίσως ίσως αν βγεις με κάμποσους από δαύτους να σε κάνουν να το λες κι η ίδια, (ξέρεις, συν τοις άλλοις είμαι και πουτάνα).

Να θες να φύγεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μα να μένεις καρφωμένη εκεί. Σ’ έναν χρόνο που σου βγάζει τη γλώσσα και σε κάνει να δείχνεις μεγαλύτερη από ποτέ. Γιατί ξέρεις πως αυτό που ’χεις μέσα σου δεν πρόκειται να το δει κανείς γιατί κανείς δεν θέλει να μπει πιο μέσα. Παρά μόνο να σου βάζει χέρι κάτω απ’ το τραπέζι και να θέλει να σου σκίσει το καλσόν γιατί έτσι του είπαν πως κάνουν οι άντρες στις γυναίκες για να τις κάνουν να παραδίνονται.

«Πόσο χρόνο έχεις;» σε ρωτά και κάνει να πληρώσει. «Όσο θέλω», λες από μέσα σου, μα αυτό που σου βγαίνει είναι ένα απολογητικό ύφος του στιλ –πρέπει-να-είμαι-πίσω-ΤΩΡΑ-γιατί...γιατί...γιατί...και λες κάτι που ούτε καν το θυμάσαι μετά. Γιατί διαπιστώνεις πως ούτε αυτός είναι εκείνος που θα σε κάνει να δείξεις αυτό που είσαι (και τι είσαι νομίζεις;) μα ούτε κι αυτός που θα σε κάνει να γίνεις αυτό που θες (μεγάλη κουβέντα! Και χρειάζεσαι βοήθεια λες για να γίνεις;). Και δεν έχουν συνοχή οι σκέψεις σου και θες να βρεις όλες τις απαντήσεις τώρα αλλά ξέρεις πως απαντήσεις δεν θα πάρεις ποτέ, παρά μόνο συγκρατείς ένα αλήτικο δάκρυ που πάει να σου ξεφυτρώσει απ’ τις βαμμένες σου βλεφαρίδες. Κι ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου του για να μπεις μέσα και ξέρεις πως δεν θα τον ξαναδείς κι αυτός να ’χει το χέρι του στο πόδι σου επάνω (είσαι μεγάλη πουτάνα!) και να σταματάει στην στροφή και να σκύβει να σου δαγκώσει τα χείλη. Και συ να τον αφήνεις προς στιγμήν (ναι, μαμά!) και μετά να τραβιέσαι μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο-καλά που είναι νύχτα και δεν το βλέπει- μα εκείνος ίσως και να το νιώθει. Δεν σε νοιάζει όμως γιατί σε λίγο φτάνεις στα δυο στενά κάτω απ’ το σπίτι σου που θα του πεις πως μένεις γιατί δεν θέλεις να σε δει το αστέρι που κοιτάς πριν πας για ύπνο (σε βλέπει όμως εκείνο, χαζή, και το ξέρεις!) επειδή αυτή την ώρα θα το κοιτάζει κι εκείνος που στ’ αλήθεια θες ψιθυρίζοντας τ’ όνομά σου.

Και γυρνάς και ξεντύνεσαι απ’ τα σκαλιά βγάζοντας και πετώντας τις μπότες σου και ξεσκίζοντας το καλσόν σου φέρνοντάς το στα δόντια σου πάνω. Και με την παλάμη σκουπίζεις τα χείλη σου να μην έχουν τη γεύση του και να θες να πλυθείς με καυτό νερό. Και να θες να βάλεις τις πιτζάμες σου, αυτές που σε κάνουν κοριτσάκι, αυτές τις φαρδιές με τα κουμπάκια τις δυο νούμερα μεγαλύτερές σου, να θες να ξαπλώσεις και να φέρεις το σεντόνι σου μέχρι το ύψος της μύτης σου, να θες να κλείσεις τα μάτια σου σφιχτά μα οι εικόνες να διαδέχονται η μια την άλλη, να σκέφτεσαι εκείνον που τόσο καλά γνωρίζεις μα συνάμα σου είναι τόσο άγνωστος (πώς να ’σαι από κοντά;) να θες να βάλεις το δάχτυλό σου εκεί χαμηλά και να νιώσεις την υγρή σου φωλιά που σε καίει και να θες να στην δροσίσει, να νιώθεις τα χέρια του πάνω σου και να ριγάς μα ξέρεις πως η στιγμή που θα γίνεις δικιά του θα γράφεται μόνο στο μυαλό σου και στο μυαλό του και να αναστενάζεις και τα δάκρυα να τρέχουν τώρα στα μάγουλά σου (είναι η πόρτα κλειστή;) και να ζουλάς το στήθος σου (μη με κοιτάς!) και ν’ αρχίζεις να νιώθεις τον πρώτο σου παλμό να θέλει να βγει και να ελευθερωθεί και ν’ ακούς τον άλλον «είσαι μεγάλη πουτάνα!» και να δαγκώνεις τη γλώσσα σου για να πονέσεις και να χώνεις το δάχτυλό σου ακόμη βαθύτερα και να θες να ξεσπάσει η λάβα στα σεντόνια σου και να χτυπιέσαι κι όταν επιτέλους έρχεται η στιγμή της λύτρωσης να χώνεις τη φωνή σου στο μαξιλάρι σου μέσα και να φωνάζεις με όλη σου τη φιμωμένη δύναμη «ναι, ρε.. ναι...είμαι...είμαι... μεγάλη...μεγάλη... πουτάνα...»

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Πίνακας...




Ζωγράφιζα σκέψεις και βούτηξες στη θάλασσα...

...βγήκες...

...κι είδα πάνω σου τον πίνακα...

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Γαλάζιο σύννεφο

Τα μάτια του γαλάζια. «Είναι πιθανόν το πιο όμορφο που έχω πάνω μου» της είχε πει πριν τον δει. Και σαν τον είδε, καρφώθηκε στο βλέμμα του. Της θάλασσας και τ’ ουρανού όταν βρίσκονται σε ηρεμία. ΄Ηξερε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της πριν καν της προτείνει να κάνουν σχέση. Το έβλεπε στις κινήσεις του, στον τρόπο που της μιλούσε, στις σιωπές του, μα πιο πολύ το έβλεπε στα μάτια του. Δεν ήταν ανάγκη να της πει τίποτα. Ξεχείλιζαν έρωτα.

Βγήκαν για λίγες μέρες την πρώτη φορά γιατί εκείνος είχε ανέβει στην Αθήνα για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μόνο για κείνη. Μόνο για να την συναντήσει. Μόνο για να χαϊδέψει τις λέξεις που αγάπησε σ’ αυτήν. Κι έφυγε ξανά αφήνοντας πίσω του το βλέμμα του το γαλανό και πολλά ερωτηματικά. ΄Αρχισε η Ελένη να πλάθει όνειρα για το πιθανό ερωτικό τους σμίξιμο. Το φιλί του την είχε ταξιδέψει την προηγούμενη μέρα, μα οι κινήσεις του ήταν ελάχιστες. Γιατί; Να ’ταν άραγε τόσο συνεσταλμένος; Γοητευτικό αυτό για έναν άντρα, σκέφτηκε.

Μετά από δυο μήνες ο Μανώλης ανέβηκε στην Αθήνα ξανά. Πάλι για χάρη της. Πάλι για να την δει. Και πάλι για ελάχιστο διάστημα. Λέξεις, ανάσες, αγγίγματα, μνήμες απ’ το πριν του ενός κι απ’ το πριν του άλλου. Σκέψεις για το μέλλον του ενός και το μέλλον του άλλου. Κρυφή συνωμοσία, μυστική σχεδόν, για δική τους κοινή πορεία. Ως εραστές. Ως κάτι από ζευγάρι. Ως μοίρασμα του χρόνου τους. Ο Μανώλης δεν είχε οικογένεια. Εκείνη όμως είχε. Με τον άντρα της ήταν στα χωρίσματα βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούσε να του διαθέσει τη ζωή της ολάκερη. Κι αυτός, δεν είχε κανένα πρόβλημα σ’ αυτό. ΄Εμοιαζε να μην τον νοιάζει καθόλου. Γιατί το μόνο που σκεφτόταν, ήταν οι στιγμές που θα βρισκόταν μαζί της. Στιγμές που η Ελένη ήξερε να τις κάνει μοναδικές.

Στην επαρχία που εκείνος ήταν μεγαλωμένος είχε μια ζωή μισή. Ανολοκλήρωτη. Με σκέψεις και νυχτερινά δάκρυα. Προβληματισμούς που δεν είχε μοιραστεί ποτέ με κανέναν. Γιατί κανείς δεν ήθελε να ξέρει ό,τι τον βασάνιζε. ΄Ηταν απ’ τους άντρες ο Μανώλης που οι γυναίκες πάντα τον έβλεπαν και τον βλέπουν σαν φίλο. Κι αν κάποια φαινόταν να ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν τότε κάτι γινόταν και ξαφνικά σταμάταγε. Αναίτια; Ποιος ξέρει; Και δεν έχει σημασία άλλωστε. Η Ελένη του έγινε έμμονη ιδέα όταν διαπίστωσε πως και κείνη ενδιαφέρεται για την ψυχή του. Γιατί ήταν απ’ τις γυναίκες που δίνουν νόημα στην λέξη «ψυχή». ΄Ετσι, μια νυχτιά, αποφάσισε κι έφυγε απ’ το πατρικό του που ζούσε όλα του τα χρόνια, άφησε τη δουλειά του και μετακόμισε στην Αθήνα. Για να νιώθει την ανάσα της κοντά του. Για να έχει την ελπίδα πως θα την βλέπει περισσότερο. Για να αρχίσει να νιώθει κι αυτός επιτέλους ανεξάρτητος.

Και τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Μόνο που μετά από λίγο η Ελένη σαν ήταν κοντά του, άρχισε να γίνεται απόμακρη. ΄Αρχισε να γίνεται το είδος της γυναίκας που το ήξερε πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια και που δεν το άντεχε άλλο. Που τον βάραινε. Που του σπάραζε την ψυχή. «Η γυναίκα φίλη». Γιατί; Τι έγινε ξαφνικά; Δεν ήταν άξιος των προσδοκιών της; Δεν ήταν άξιος του επιπέδου της; Δεν ήταν άξιος να μοιράζεται τον αέρα που ανέπνεε κι εκείνη; Αφού όλα έδειχναν πως θα μπορούσε να προχωρήσει κι άλλο... κι άλλο...κι άλλο...

Και πίστεψε πως εκείνος έφταιγε. Εξ’ αιτίας ενός γεγονότος που κατά τη γνώμη του δεν έπρεπε να είχε γίνει. Γιατί δεν ήταν ο εαυτός του τότε. ΄Η ίσως και να ήταν. ΄Η ίσως έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Για τον εαυτό του. Για χάρη της. Για τους δυο τους. ΄Ενα γεγονός που θα τον σημαδεύει (νομίζει) στην υπόλοιπη ζωή του. Και η γη γκρεμίστηκε κάτω απ’ τα πόδια του. Και σαν ν’ άνοιξε την αγκαλιά του και να την άφησε να φύγει. Σαν,ίσως, να ήταν αδύνατον για μέρες να κάνει κάτι για να επανορθώσει. Μα δεν γίνονται όλα όπως τα θέλουμε. Κι όταν είδε την Ελένη να κλαίει δίπλα του τον έπιασε πανικός. Κι εκείνη του είπε μια κουβέντα που δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Δεν έχει σημασία το τι ακριβώς. Αλλά ο τρόπος της, ήταν ίσως...άδικος. ΄Ετσι σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. ΄Ετσι σκεφτόταν και μετά. Κι η θάλασσα, ξεχείλιζε απ’ τα μάτια του για μέρες...

Πίστεψε πως δεν θα την ξανάβλεπε μα εκείνη του είπε πως θα βλέπονται. Φιλικά. ΄Η και με κάτι παραπάνω. Κάτι το ελάχιστο παραπάνω που του δίνει την ελπίδα πως ίσως κάτι γίνει στο μέλλον που θα τον κάνει να χαμογελάει ξανά ή του δίνει την ελπίδα πως έστω κι έτσι θα συνεχίσει να την βλέπει. Γιατί δεν θέλει να την βγάλει απ’ τη ζωή του ποτέ.

«Πες μου πώς με θέλεις να γίνω κι εγώ θα γίνω», της είπε μια μέρα κι εκείνη τον κοίταξε χαμογελώντας φυσώντας τον καπνό απ’ το τσιγάρο της πάνω του. Κούνησε το κεφάλι της και καρφώθηκε στο βλέμμα του το γαλάζιο που τώρα ήταν υγρό. Τι να του πει; Να του πει τι; Πως αυτά δεν γίνονται; Πως δεν μπορείς να υποδείξεις σε κάποιον πώς τον θέλεις; Πως αυτό που είμαστε βγαίνει και στην παραμικρή μας κίνηση; Δεν χωράνε προσπάθειες εύκολα σ’ αυτό. Δεν μπορείς να πεις του άλλου ν’ αλλάξει το σύννεφό του για χάρη σου. Γιατί αυτό δεν γίνεται. ΄Οσες προσπάθειες κι αν κάνεις. ΄Οση θέληση κι αν έχεις. ΄Οσο χρόνο κι αν αφιερώσεις σ’ αυτόν τον σκοπό.

«Για τον εαυτό σου ήρθες στην πόλη μου», του ψιθυρίζει κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί επιτέλους έπρεπε να σταθείς στα πόδια σου», κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί έτσι θα γίνεις πιο δυνατός», κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί....», κι εκείνος δεν την αφήνει να συνεχίσει παρά σκύβει και την φιλά. «Ελένη...», την προσφωνεί με τ’ όνομά της και σταματά. «Δεν με νοιάζει τίποτα», συνεχίζει. « Κι ας υπάρχουν στιγμές που πληγώνομαι. Κι ας υπάρχουν στιγμές που δακρύζω. Κι ας υπάρχουν στιγμές που υποφέρω. Μένω για τις στιγμές που με κάνεις να χαμογελώ. Κι αυτές θα κρατήσω».

Εκείνη είναι μουδιασμένη. Κάθε φορά που βρίσκονται μαζί είναι μουδιασμένη. Προσπαθεί να μην του δίνει λάθος μηνύματα. Προσπαθεί να του υπενθυμίζει το γιατί και το πώς. Προσπαθεί να του υπενθυμίζει όσα έχουν πει. Αλλά αυτός δεν το καταλαβαίνει. Ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει. Γιατί ξέρει πως θα συνεχίσει να ελπίζει. Γιατί θα συνεχίζει να μένει πάντοτε εκείνο το παιδί απ’ την επαρχία που όταν ξαπλώνει στα σεντόνια του σκέφτεται το άρωμά της που τον αγγίζει στον ώμο και δεν θέλει να το βγάλει από πάνω του. Εκείνο το παιδί που το βλέμμα του μοιάζει με της θάλασσας και τ’ ουρανού όταν βρίσκονται σε ηρεμία μα μέσα του έχει την φουρτούνα. Εκείνο το παιδί που ήρθε στην Αθήνα για χάρη μιας γυναίκας που δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει ποτέ...

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Δεν κάνω χάρες εύκολα

Να γράψω λέει κάτι τρυφερό και αέρινο. Κάτι παραμυθένιο και κάτι πορτοκαλί. Κάτι κόκκινο και λίγο από γαλάζιο. Γιατί τελευταία γράφω σκληρά, αδιαπραγμάτευτα, ψυχρά και θυμωμένα.
Να του κάνω τη χάρη για να αλαφρώσω. Να μην είναι πλάκωμα, να μην είναι βαρύ, να μην είναι όπως είναι.
Χα!
Εντάξει. Θα το κάνω και γράφοντάς το θα κόβω αντιδράσεις μου. Θα το κάνω, ρε. Κοίτα.
...Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. Κοίταξε τον ήλιο που καθρεφτιζόταν στην απέραντη θάλασσα. Γυμνή ανοιγόκλεινε τις βλεφαρίδες της χαμογελώντας και η λευκή απαλή κουρτίνα να χαϊδεύει το κορμί της έτσι όπως ο πρωινός απαλός άνεμος την έσπρωχνε πάνω της. Το στήθος της στητό με τις ρόγες της να σκληραίνουν στο φιλί του αέρα. Το σώμα της σφιχτό και τα μαλλιά της ξέμπλεκα, αφημένα έτσι όπως μόλις είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τίποτα δεν την ένοιαζε. Απολύτως τίποτα. Και γιατί να την νοιάζει άλλωστε; Είχε τίποτα να κρύψει; Είχε για τίποτα ν’ αναρωτηθεί; Είχε για τίποτα να κλάψει; ΄Οχι αυτή. Όχι η συγκεκριμένη. ΄Αλλοι μπορεί να έχουν ένα σωρό αιτίες, ή στο τίποτα να βρίσκουν λόγους να σπαράζουν. Εκείνη ουδέποτε έκανε κάτι τέτοιο. Ακόμη και μες το μαύρο έβρισκε την γραμμή που θα της δείξει το φως.
Ο ήλιος σηκωνόταν αργά αργά και ανέβαινε ψηλά. Κι εκείνη καρφωμένη να τον κοιτάζει χωρίς να στρέφει το βλέμμα της από πάνω του. Εκεί έβλεπε τους τόπους που ήθελε να πάει και ήξερε πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ’βρισκε ευκαιρία να τους βρει και να τους περπατήσει.
Γιατί; Γιατί σαν είσαι ερωτευμένος, μάτια μου, δεν έχεις να σκεφτείς το πώς. ΄Εχεις να σκεφτείς το «θα». Θα κάνω αυτό και θα κάνω το άλλο, και θα γίνει ετούτο και θα γίνει και το παραπέρα. Χωρίς όχι. Μόνο ναι. Ναι! Ναι! Ναι!
Μυρωδιά από Μάρτη και κείνη στο παράθυρο ακόμη. Γιατί να φύγει σήμερα από τούτο το παράθυρο; Είναι τόσο όμορφα τα χρώματα. Χρώματα που αντικατοπτρίζουν την ψυχή της. ΄Εχει σημασία η ηλικία της; ΄Εχει η ψυχή ηλικία; ΄Οχι δα! Σαν ξέρεις να γελάς, ξέρεις και να φτιάχνεις τον κόσμο. Αυτόν που ζεις,ναι. Οι ουτοπίες είναι γι’ αυτούς που τους πέφτει βαριά η ανατολή. ΄Οσοι μπορούν να την κοιτούν κατάματα, τι να κάνουν το πέταγμα στο αλλού;
Χάιδεψε τους ώμους της κι έπιασε το στήθος της. Μια ηλιαχτίδα το φίλησε. Την άφησε να την ζεστάνει. Σαν το άγγιγμα που της κάνει εκείνος όταν βρίσκονται μαζί. ΄Η κι ακόμα όταν δεν βρίσκονται. Γιατί το άγγιγμα έχει τη μοναδική ικανότητα να υπάρχει και πριν ακόμη το νιώσεις και να μένει κι αφού το γευτείς.
΄Εβγαλε μιαν ανάσα. Λεπτή, απαλή, ήσυχη. ΄Ανοιξε διάπλατα την κουρτίνα κι έκλεισε τα μάτια. Ο Μάρτης υπάρχει ακόμη και με τα μάτια κλειστά. Είν’ όμορφα όταν...
Θα μπορούσα να το συνεχίσω. Μα ξέρεις κάτι φιλαράκο; Κατά βάθος είμαι Απρίλης!