Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Φιλιά…βρόχινα…μέχρι…




Είμαι ερωτευμένη με ορισμένες λέξεις. Τη λέξη βροχή που μου ξυπνάει κι ότι αισθήσεις δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα. Που με κάνει να θέλω να μουσκεύω μέχρι το κόκαλο και να μεταδίδω αυτό το συναίσθημα παντού. Με ότι στάλες κι αν φέρνει το πέρασμά της…


Μ’ αρέσει και η λέξη αύρα. Σέρνει κάτι το ονειρικό και το άπιαστο κοντά γι’ αυτό και λατρεύω να τυλίγομαι στο νόημά της…


Είμαι ερωτευμένη και με ορισμένες γεύσεις. Το σιρόπι βύσσινο όπως στάζει στην άκρη των χειλιών μου. Να το γλύφω και να γεμίζω τα τοιχώματα της γλώσσας μου. Να παρατείνω τη γλύκα πριν την καταπιώ…



Τη γεύση από ένα ζουμερό φιλί απ’ αυτόν που με κάνει ν’ ανατριχιάζω. Που μου ξυπνάει χίλια τραγούδια στην άκρη του είναι μου. Που θέλω να λικνίζομαι κάτω απ’ τα άστρα. Που με κάνει να αγαπώ όλο τον κόσμο…


Είμαι ερωτευμένη με ήχους, με εικόνες, με αγγίγματα, βλέμματα, πνοές. Είμαι ερωτευμένη με το χθες και με το τώρα μου. Είμαι ερωτευμένη και με το μετά μου. Είμαι ερωτευμένη με το κόκκινο χρώμα μου. Είμαι ερωτευμένη και με τον επόμενο έρωτά μου…


Αυτούς μου τους έρωτες, σας αφήνω μέχρι το τέλος του Καλοκαιριού. Για να πάω να κυλιστώ σε καινούργιους και να σας τους μεταφέρω εδώ. Μέσα από τη ματιά της…έκτης μου αίσθησης…


Να περνάτε όμορφα…παθιασμένα…και κυρίως…


…ερωτιάρικα…






.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Έρωτας αλήτης




Θέλω τη μυρωδιά σου εδώ. Να μου θυμίζει. Να μου υπενθυμίζει. Να με κάνει να αγγίζω τα σεντόνια μου και να λικνίζομαι νωχελικά. Να ζουλάω το μαξιλάρι μου και να αναζητώ τη γεύση σου...


Ξαπλώνω και παρασύρομαι. Σύρομαι και φέρομαι σαν το κύμα του ανείπωτου, πηδώντας μέσα απ’ τον πυθμένα των σύννεφων και της αύρας του ονείρου. Γυμνή μες την παραζάλη μου, σου δίνω σώμα και ψυχή κι όσο θες απ’ τις στάλες μου να μεταλάβεις. Να με ρουφήξεις πιθαμή προς πιθαμή κι ύστερα να μ’ αρπάξεις απ’ όπου θες. Με δύναμη, με λαχτάρα, με αγριάδα. Με θυμό, με οργή, με αθωότητα. Να πνίξεις τη σιωπή μου και να μου δώσεις λόγο να φωνάξω...


Να ανακατευτώ με τους ψιθύρους σου, να αγγίξω τα σημάδια σου, να χωθώ στο αόρατό σου. Να ταξιδέψεις στο υπερφυσικό μου, να γίνεις ένα με το ορατό μου, να φανερώσεις την ουσία μου. Να σου βάλω να πιεις απ’ ότι πίνω κι ύστερα να σου τραγουδήσω το χρώμα που παίρνει η άμμος όταν πέφτει μέσα απ’ τα δάχτυλα των στεναγμών. Να σου φέρω έλεος για να μου δώσεις κύλισμα απ’ τον καταρράκτη του πόθου να πέσω με ορμή για να σου ενσταλάξω αγρύπνια...


Κι ύστερα...ύστερα να σου παραδοθώ για να σου δώσω ότι μου απέμεινε. Και να σου ανοίξω την αυλαία να σε φωτίσω πρωταγωνιστή σ’ ένα φλαμέγκο γύρω απ’ τη φωτιά. Με ήχους βιολιού να σκίζουν τον ορίζοντα. Με τα βήματά σου να χτυπούν στους ρυθμούς μου ανεβάζοντας τον τόνο μια σκάλα παραπάνω. Να οργώνεις με το δοξάρι σου τις πτυχές μου και να λιώνω στα αναφιλητά των χαμένων οδών μου περνώντας μέσα από αμπέλια ατρύγητα. Κι εσύ να τα ζουλάς να γίνονται μέθη που θα με κάνει να ανέβω στο ψηλότερο σημείο του τώρα μας. Να δέσω στην κλωστή του φεγγαριού το κόκκινο μαντίλι μου και να το ανεμίζω στο κάλεσμα του άπιαστου, του αξεπέραστου και του ιερού...


Και να εξουθενωθούμε μουσκεμένοι σ’ ένα σημείο μαχητές, ηττημένοι εραστές, κερδισμένοι παίχτες μιας ασχημάτιστης μορφής που θα φτιάξει σύμπαν για να χωρέσει την πνοή τη δική σου και την ανάσα του φθαρτού μου την ώρα που γεννάει έναν αλήτη έρωτα...


...φτιαγμένο με εκρήξεις από χίλια βλέμματα...











.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Το μίασμα




Ήταν μια φορά ένα κάτι που κανείς δεν το είχε προσδιορίσει. Ίσως κι εκείνο να μην είχε προσδιορίσει τον εαυτό του. Μα δεν το πολυένοιαζε κιόλας. Του άρεσε να κυκλοφορεί και να κατρακυλά σε δρόμους και δρομάκια, σε στενά και στενάκια, σε δάση και μονοπάτια. Και σε ρυάκια. Πολλά ρυάκια. Ειδικά στα ρυάκια, του άρεσε να περπατάει ξυπόλυτο και να νιώθει το κρύο το καθάριο το νερό να πηγαινοέρχεται ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του…


Αυτό το κάτι γνώρισε διάφορα μέρη, ανθρώπους, ζώα, πουλιά και λουλούδια. ΄Αφησε πάνω του να πέσουν στάλες. Βροχής, βλεμμάτων, χυμών, θυμών, επιθυμιών, φωτιάς, ομίχλης. Μεγάλωνε, γινόταν ζουμερό, άλλοτε ξερακιανό, χαμογελαστό, άγριο, καταθλιπτικό, σεξουαλικό. Κι όλοι το κοιτούσαν ανάλογα με το τι εξέπεμπε στον καθένα. Το προσπερνούσαν, το άγγιζαν, του έκαναν έρωτα, το φιλούσαν, το έλιωναν, το γαμούσαν, το χάιδευαν, το μισούσαν. Κι αυτό, συνέχιζε…


Μια μέρα έτσι στο ξαφνικό, το κάτι αποφάσισε να αρχίσει να αφήνει αποτυπώματα απ’ τα μέρη που διάβαινε. Γιατί δηλαδή να αφήνουν μόνο οι άλλοι αποτυπώματα πάνω του; ΄Ηθελε να αφήνει κι αυτό. Γιατί; Πολύ απλό. Επειδή μπορούσε. ΄Ετσι κι έκανε. Μερικοί τα καλοδέχονταν αυτά τα αποτυπώματα. Άλλοι αδιαφορούσαν. Κάποιοι ήταν ενοχλημένοι. Κι άλλοι πάλι, το ωθούσαν να αφήσει περισσότερα. Πόσο αγαπούσε εκείνους που το προέτρεπαν να φτιάξει καινούργια αποτυπώματα…


Στην πορεία του ανακάλυψε και κάτι που έκανε τα κόκκινα χειλάκια του να δαγκώνονται αναμεταξύ τους. Πότε ναζιάρικα, πότε με πάθος. Πότε περιπαιχτικά, πότε δήθεν αθώα. Πότε προκλητικά, πότε δήθεν ένοχα. Μα πάντα αισθησιακά. Κι ανακάλυψε πως έγινε απρόσιτο. Αδιάβατο. Απλησίαστο. Όχι στα λόγια. Όχι. Στα λόγια ήταν όλοι πρόθυμοι να το αγαπήσουν, να το πάρουν, να το ζουλήξουν, να το λατρέψουν, να το προσκυνήσουν, να το ξεσκίσουν και να του γλύψουν τα κομμάτια κι ύστερα να το σταυρώσουν για να το κάνουν εικόνα κάτω απ’ το προσκεφάλι τους…


Στην πράξη όμως, το κάτι μας διαπίστωσε, πως οι άλλοι το απέφευγαν επειδή φοβόντουσαν μήπως οι παραδίπλα - οι εκείνοι, οι αποκατινοί ντε- τους θεωρήσουν ίδιους μ’ αυτό. Και τότε…τότε αυτό θα ήταν γι’ αυτούς μεγάλη συμφορά. Θα χαλούσε την καλογυαλισμένη τους θαμπάδα. Το στίγμα που έχουν αφήσει. Το δικό τους το αποτύπωμα σ’ έναν κόσμο που φτιάχτηκε για να δημιουργεί ομίχλη. Σ’ έναν κόσμο που φτιάχτηκε για να γεύεται στα κρυφά. Σ’ έναν κόσμο που φτιάχτηκε για να θεωρεί παράξενο ότι συμπεριφέρεται διαφορετικά από εκείνους. Σ’ έναν κόσμο που φτιάχτηκε για να κοιτάει με μισό μάτι τη λαγνεία. Επειδή το κόκκινο φόρεμά της είναι πολύ έντονο για τα γούστα τα δικά τους…Κι επειδή το στήθος της- ναι το στήθος της- δε χωράει σε μια πλαστική παλάμη, παρά πάλλεται στη θέρμη του ονειρικού…


Κι έτσι, πήραν όλοι μαζί μια απόφαση. Κάθε που θα βλέπουν ένα τέτοιο κάτι, να προσπαθούν με κάθε τρόπο να μην αφήσουν την ανάσα τους να μπλέξει με τη δική του. Μην αφήσουν το χάδι τους να ακουμπήσει το δικό τους. Μην αφήσουν τις λέξεις του να μπλεχτούν με τις δικές του. Μη δείξουν πως αυτό το κάτι έχει κάτι που τυχόν τους αρέσει και έτσι εισπράξουν τον χλευασμό των ομοίων τους…


Είναι φορές, όμως, που αφήνουν μικρά ζαχαρωτά κάτω απ’ την πόρτα του για να του δείξουν πως το παρακολουθούν. Χωρίς όμως να τολμούν να το αντικρίσουν και να του μιλήσουν. Κι όποτε τύχει και το κάνουν, μετά, πλένουν καλά καλά τη σκέψη τους. Σκουπίζουν τα σάλια τους. Στεγνώνουν την υγρασία τους. Θεωρούν τρομερό, αποκρουστικό, απαράδεκτο, ότι η λαγνεία, ο σεξουαλισμός, οι παράξενες λέξεις και οι άγριες εκφράσεις μπορούν να συνυπάρξουν με όλες τις εκφάνσεις του είναι τους. Του είναι του…Και ανατριχιάζουν στην ιδέα μήπως η επαφή τους με αυτό το κάτι ρίξει νερά στην εικόνα που έχουν πλασάρει για τον εαυτό τους σε έναν τέλεια ανοργασμικό κόσμο που αποτελείται από αόρατους σπασμούς. Κι έτσι προτιμούν κρυφά ,μέσα από την κλειδαρότρυπα, να κοιτούν ηδονοβλεπτικά το κάτι μας πετώντας του πότε πότε κλεφτές ματιές την ώρα που εμφανίζει κομμάτια του δεμένα με κορδέλα που στάζει αναστεναγμούς…


Κι αυτό, γνωρίζοντας πως το βλέπουν, παίρνει τα ζαχαρωτά κάτω από την πόρτα του κι αντί να τα πετάξει, χαμογελά πότε λυπημένα, πότε πονηρά και πότε προκλητικά. Και…γέρνει πάνω τους. Βγάζει τη γλώσσα έξω, στην αρχή αργά αργά…περνώντας τη δυο γύρους γύρω απ’ τα χείλη για να υγρανθεί το χρώμα τους…κοιτάζοντας το κενό κατάματα…κι ακουμπώντας την απαλά απλά πάνω στη ζάχαρη…ή στο γλάσο…ή στη σοκολάτα…ή στη μαρμελάδα. Κι ύστερα, με πιο γρήγορες και δυνατές κινήσεις βγάζει όλη τη γλύκα πάνω από τα ζαχαρωτά...και μετά…την καταπίνει αγγίζοντας το λαιμό του νωχελικά, κάνοντας κινήσεις σα να χορεύει στο σεληνόφωτο που μπαίνει απ’ τις γρίλιες, πετώντας ένα ένα τα ρούχα του μέχρι να μείνει γυμνό…σκύβοντας…και δείχνοντας τ’ απόκρυφά του σε μια κοινωνία που το διαφορετικό το θεωρεί…


…μίασμα…






.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Ξε-γελάς!





Κοίτα μαμά τα ρούχα του. Κοίτα και πώς στέκεται πάνω στο περβάζι. ΄Ακρη άκρη. Δε φοβάται μη πέσει;


Δε το σκέφτεται μάτια μου. Δε το σκέφτεται…



Κόκκινο, μπλε, πράσινο. Το μαύρο μαμά δεν το φορά;


Τρομάζει τους γύρω το μαύρο, μωρό μου…



Μαμά, κοίτα που σηκώνει και τα πόδια του ψηλά. Σα να χοροπηδά. Έχει και κουδουνάκια στο αστείο του καπέλο. Τραγουδάει. Χορεύει. Κάνει και τους άλλους να χαμογελούν…


Ναι…



Μαμά…γιατί στο μάγουλό του έχει ένα δάκρυ;


Ίσως γιατί τα κουδουνάκια του κάνουν πολύ θόρυβο, ψυχή μου…



Τι σχέση έχει αυτό με το δάκρυ, μαμά;


Ίσως λυπάται που εμποδίζουν να δείξει τη σιωπή του…



Τότε…τότε γιατί δε σιωπά;


Γιατί…γιατί έτσι γεννήθηκε. Να γελάει και να κλαίει. Να είναι κοντά και μακριά. Να φοβίζει και να πλησιάζει. Να διαφέρει και να μοιάζει. Να είναι προσιτός μα και τόσο απόμακρος. Να φωνάζει και να μιλά. Και μόνος του να πλέκει στίχους για πανηγυριού χαρά. Για να τον κοιτούν τα παιδιά και να γελούν με τα σκουντουφλήματά του. Γιατί όταν σκοντάφτει ξεχνιέται. Γιατί θέλει να δει πόσοι καταλαβαίνουν τα τρικ του. Γιατί…δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Γιατί το αλλιώς θα τον σκοτώσει. Γιατί…μόνο εκείνος ξέρει το γιατί…


Μαμά…


Τι, μάτια μου;


Καμία σχέση μ’ αυτό που παρουσιάζει, δηλαδή…


Πού άκουσες αυτή την έκφραση, ψυχή μου;


Δε ξέρω…


Ξέχνα την αγάπη μου. Ξέχνα την…











( Αφιερωμένο στις καινούργιες ανάσες που γνώρισα. Γιατί όλοι μέσα μας ξέρουμε το δικό μας το γιατί. Μα λίγοι θέλουν να το δουν… Ευχαριστώ όσους είδαν κάτι απ’ το δικό μου. Ευχαριστώ που με άφησαν να δω ένα μέρος της ψυχής τους. Ίσως σε μια σελίδα να μη μπορείς να ζωντανέψεις στιγμές. Μπορείς όμως με ένα συναίσθημα να μεταφέρεις εικόνες. Αυτές που έφερα μαζί μου είναι έγχρωμες, τρισδιάστατες, μη στατικές. Κι αυτό μ’ αρέσει…)

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Κάπου στη διαδρομή χάθηκα στα μάτια σου…





Κι ήταν μια ώρα που ο ήλιος χαμογελούσε στο πρώτο άστρο του σούρουπου. Κι ήταν δυο στιγμές που το γαλάζιο έκανε νερά κάτω απ’ τις βάρκες. Κι ήταν μια νότα που μύρισε μετάξι…


Ώρα μετάβασης…ώρα σιωπής. Ώρα που τα διαστήματα ανάμεσα απ’ τις λέξεις γίνονται μεγαλύτερα. Ομίχλη στο ποτήρι μου. Διάφανο το δικό σου. Μα δεν θέλεις να μου φανείς ακόμα…


Βλέμμα τριγύρω. Αμηχανία; Η αμηχανία εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Ένας απ’ αυτούς είναι το πείσμα σου να δείξεις αυτοπεποίθηση. Κι ας ξέρεις πως μέσα σου αναρωτιέσαι. Τρέμεις. Αμφιβάλλεις. Λάθος κινήσεις; Σωστές λέξεις; Αμφίβολα νεύματα; Ανάσες αμφισβητήσιμες;


Κάποιες στιγμές νιώθεις σίγουρος. Άλλες, όχι. Το ξέρει. Το καταλαβαίνει. Το βλέπεις. Σ’ αρέσει να το ξέρει. Δε χρειάζονται εξηγήσεις εδώ. Δεν παύει όμως αυτό το «μήπως και…» να σου ζουζουνίζει στο μυαλό…


Κι ήταν μια ζάλη που έφερε βλέμμα χαμένο. Χωμένο στα απέναντι μάτια. Υγρά είναι τα μάτια σου. Το παρατήρησα. Και ξέρουν να μιλούν. Φαίνονται τα ερωτηματικά τους. Και οι ζωγραφιές που φτιάχνουν.


Έχεις εξοικειωθεί με το ούζο;


(…Κι αν δεν έχω;)


Αναρωτιέμαι με τι έχω εξοικειωθεί. Νιώθεις άραγε απόλυτα εξοικειωμένος με το κάτι σου; Με το υγρό που χύνεις μέσα σου; Μ’ αυτό που προσφέρεις; Μ’ αυτό που δέχεσαι; Μ’ αυτό που θέλεις να φανεί; Μ’ αυτό που δεν θέλεις να φανεί μα ο άλλος το νιώθει; Ή δε θέλει να το δει;


(…Με νιώθεις; Με έχεις αναγνωρίσει; Κι αν; τότε τι…;)


Όλα σε ροή. Στον κατήφορο του ουρανού οι διαδρομές είναι λείες. Κυλούν με φόρα. Διαγράφοντας πορεία. Ρέω…


(…Πιάσε με…)


Παιχνίδι με τα μάτια. Βλέμμα στο βλέμμα. Κρατάς για ώρα. Χάνομαι μέσα σου. Παλμοί. Ακούς τους παλμούς μου; Δε μπορώ να το κάνω αυτό με τον καθέναν. Κανείς δεν θέλει να κρατήσει σφιχτά το χέρι του άλλου κοιτώντας τον στα μάτια για πολύ. Φοβούνται. Μη τύχει και φανείς πιο δυνατός. Μη τύχει και δε δείξουν πιο κυρίαρχοι. Μη τύχει…και φανούν οι απόκρυφες επιθυμίες τους…


Μ’ αρέσει που είσαι δυνατός. Αυτό σκεφτόμουν. Είσαι δυνατός. Κατάλαβες πως δεν θέλω να παίξω παιχνίδι επιβολής, μα παιχνίδι αντοχής; Μα δεν ήταν απλά και μόνο ένα παιχνίδι.
Ήταν εκπομπή…Εκπομπή…


(… Τι εξέπεμπα…;)


Δύναμη το λες να μην απαντάς. Δύναμη; Απομόνωση δική μου είναι. Κρυώνω όταν γίνεται. Κρυώνω…(…Για μένα μιλάω πάλι;). Όσο σιχαίνομαι να μιλάω για μένα, τόσο η άμυνά μου, μου βγάζει λέξεις που αναφέρονται σε μένα. Όταν το σκέφτομαι μετά, ντρέπομαι γι’ αυτό. Αφού είμαι τίποτα. Τίποτα…


(…Η ροή έχει στάσεις άραγε; Η ροή δέχεται το μαζί; Σε σκέφτομαι…)


Υγροί ορίζοντες στη διαδρομή. Θα στρίψεις ή θα πας ευθεία; Δε μιλάς. Ακούς τη σκέψη μου; Μη…μη την ακούσεις…Θυμάμαι που στην αρχή κάτι με είχες ρωτήσει και δεν απάντησα. Βλέπεις;…κι εγώ δεν απαντώ κάποιες φορές. Θέλω οι απαντήσεις μου να έρθουν αβίαστα. Και να μου το κάνεις εσύ αυτό. Εσύ…


(…Είσαι έτσι; Θέλεις να είσαι έτσι…;)


Η άκρη του δρόμου έχει συνηθίσει να δέχεται αποχαιρετισμούς. Αν μίλαγαν οι γωνιές θα γινόταν έκρηξη αισθήσεων. Συμπαντική. Ποιος άραγε θα μπορούσε να μετουσιώσει αυτό το μεγαλείο σε κάτι το απτό; Κρίμα να το πετύχαινε. Γιατί θα έχανε από μαγεία…


Έσκυψες κοντά μου. Αμίλητος πάλι. Ένα νεύμα. Ένας σπασμός στα χείλη. Ένα γρήγορο βλέμμα. Υγρό ακόμη…


Υγρά και τα χείλη σου. Υγρά… φίλα με…


(…Φίλα με…)


Ξανά…




(...Ξανά…)







.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Κλειδί




Κάτω απ’ το κρεβάτι μου κοιμάται ένας δράκος. Στον ύπνο του οι φλόγες του γίνονται καπνός και φτιάχνουν ομίχλη. Απ’ τα ρουθούνια του βγαίνουν σπίθες και πετούν σα πυγολαμπίδες στη σκοτεινιά. Με τραβάει στα μονοπάτια του και χωρίς δεύτερη σκέψη αφήνομαι. Αντιμετωπίζουμε μαζί επίδοξους ήρωες που έχουν για σκοπό να απελευθερώσουν την κλειδωμένη τους ψυχή η οποία έχει τη μορφή κάποιας πριγκίπισσας πίσω από κάγκελα δυσπρόσιτων πύργων. Είμαι καθισμένη πάνω στη ράχη του και κρατιέμαι γερά απ’ το λαιμό του. Γελάω όπως τότε που ήμουν παιδί. Αβίαστα. Χωρίς να χρειάζομαι λόγους ιδιαίτερους. Και κυρίως απαιτητικούς…


Έχω στη γλώσσα μου μια βρισιά. Την πιπιλάω και περιμένω να την πω με πάθος, με στόμφο, με προφορά. Σε όσους γουστάρουν να την ακούσουν από μένα. Σε όσους λεν πως είμαι καύλα όταν θυμώνω. Σε όσους με τσιγκλάνε για να σηκώνω τα μαλλιά μου ψηλά και να φτύνω τις λέξεις μου σα κουκούτσια από βερίκοκα. Με δύναμη, με φόρα, με ήχο…


Στο στηθόδεσμό μου κοιμάται ένα ξωτικό. Γουργουρίζει ήσυχο μέχρι να ξυπνήσει από ένα σφίξιμο. Καρδιάς, χεριού, φτερού, δεν έχει σημασία. Μα σα ξυπνήσει παίρνει μορφή αιθέρια. Που σε κάνει να μετανιώνεις που το ξύπνησες απροετοίμαστος. Ο κόσμος των αοράτων, δεν είναι για όλους. Κι αν κάποιος νιώσει διάφανος, αρχίζει να τρέμει. Το ξωτικό μου διασκεδάζει με κάτι τέτοια. Κι εγώ το χαϊδεύω. Εκεί…ανάμεσα απ’ τη γραμμή που σχηματίζουν τα στήθια μου…


Μέσα μου είναι ένας σεισμός. Ένας δαίμονας. Κι ένας θεός. Ένα ηφαίστειο. Ένα χρώμα. Και μια βροντή. Παλεύουν για το ποιο θα πρωτοβγεί. Ποιο θα ελευθερωθεί. Ποιο θα βγάλει τη γλώσσα στην καινούργια μέρα που ξημερώνει. Παλεύουν γιατί είναι όλα τους απαιτητικά. Θέλουν ίσο μερίδιο μα ακαθόριστο χρόνο στην ύπαρξή τους. Κι ανάλογα με το ποιο επικρατεί, με μεταμορφώνει. Γίνομαι τρέμουλο, σκορπάω φόβο, δημιουργώ ζωή. Ντύνομαι φωτιά, στάζω κόκκινο, ρίχνω κεραυνό…


Γύρω μου ακούω φωνές. Λένε πως είμαι πρόστυχη. Τρομαχτική. Θερμή. Πως είμαι κοριτσάκι. Έκφυλη. Αγνή. Με λένε νεράιδα. Μάγισσα. Μικρή. Θεωρούν πως είμαι τίποτα. Τα πάντα. Ή λειψή. Πως είμαι αδιάφορη, λάγνα, ερωτική…


Πάνω μου πέφτουν βόλια. Χλεύης, σπέρματος, χυμών. Πόθων, επίκρισης, θυμών. Με λούζουν βούρκο, αγίασμα, βροχή. Χρώματα, γεύσεις και πνοή...


Πολύπλοκη με φώναξε κάποιος και επιβλητική. Απλησίαστη. Και προσιτή…


Μα κάπου… έχω κρυμμένο το κλειδί…










.