Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Παραμένω


Φανερωμένη στα μάτια σου. Αγία στα όνειρά σου. Χαμηλωμένη μέχρι να με φτάνεις και ορθωμένη για να με κατακτάς. Στα χέρια σου αφήνω ένα νερολούλουδο και γδύνομαι ακόμη μια στιγμή. Της απουσίας, της ουσίας, της υφής. Της ύπαρξης εκείνης που εκπέμπει στο τούνελ της αφθαρσίας. Στα υγρά κομμάτια του μονοπατιού που αναδύουν έρωτα. Δική σου ώσπου να ξοδέψεις ρόγχο υποταγής. Και σιγουριά βγαλμένη από μύθο που ήρωα σε έχρισε. Κοντά σου ώσπου να εξαγνιστεί το βλέμμα του εφικτού μου. Και του οσοδήποτε.

Ανοίγω τα χέρια και χαϊδεύω ουρανό. Στα χείλη μου το σύννεφο φαντάζει χαρά μα τα μάτια κλείνω. Με διπλή την αίσθηση της γεύσης, παραδίνομαι. Κι αποπνέω χαραυγή. Στο στήθος μου βυζαίνει της πεταλούδας η ανάσα. Και πέταγμα γεμίζει. Στο εκεί. Στο πιο πέρα. Στο παρακάτω. Γονατίζω και φέρνω τα μαλλιά μπροστά. Να σκουπίσω το διάβα σου. Να φτιάξω γυάλινο θρόνο να υπάρξεις ως αστέρας. Κι ύστερα να με σκορπίσεις σε σκόνη να φτιάξω σύμπαν.

Την καταιγίδα ακούω σε ήχους γνώριμους. Τυλίγει ένα κορμί γυμνό στις προτροπές. Και στις αφές. Δεν είναι για χάσιμο η φτιάξη του ορίζοντα για να αναλώνεται σε μήπως. Δεν υπάρχει χωρισμός χωρίς του πόνου το αγκάθι κι ούτε αγάπη χωρίς αίμα. Να συγυρίσω θέλω το σούρουπο, να γίνει χαίτη σου. ΄Ετσι να τη βλέπω να ανεμίζει σκουπίζοντας τα ξερόκλαδα. Κι ύστερα μετανοημένη να προσφέρω το μισό μου. Εκεί που κύκλος θα γίνει για να χωρέσει το έλα σου.

Παραμένω. Κι αν βλέπεις πως φεύγω, τα μάτια άνοιξε. Τίποτα δε χάνεται.


Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Σκέφτηκες…?

photo by Dimitris Apostolou

Στα χέρια μου παρατηρώ εκείνη τη μικρή ξύλινη βοσκοπούλα. Στο τζάκι επάνω να ανασαίνει καπνούς. Να έχει τα φουστάνια της μακριά και κόκκινα τα μάγουλα. Και μου έρχεται στο νου το παραμύθι με τον καπνοδοχοκαθαριστή. Που ήθελε να τη σώσει απ’ τον άλλον, εκείνον, τον πιο πέρα που δικιά του την ήθελε. Και εκείνη επιθυμούσε να βγει έξω στη στέγη μαζί του να πιαστούν χέρι χέρι. Κι ύστερα θέλω να την πατήσω κάτω. Να την γδύσω, να την σπάσω, να τη λιώσω. Να μεταποιήσω το παραμύθι της και να το μαυρίσω. Σχεδόν ανίερο να το κάνω. Και να το θάψω σε μια στεγνή πραγματικότητα. Που οι ευχές ενσαρκώνονται σε κατάρες. Που παίρνεις αυτό που μέσα σου αποζητάς και εύχεσαι ποτέ να μη το έχεις. Γιατί όταν οι ουρανοί είναι ανοιχτοί δε σου έρχεται μόνο βροχή. Σου έρχονται και πέτρες κατακούτελα. Να σκίζουν τη σάρκα σου σε οχτακόσια δώδεκα κομμάτια και να πετιέται στα περαστικά πουλιά να την τσιμπολογούν. Εκεί να δεις τι ηδονή που έχει η λαχτάρα της τελευταίας σου πνοής. Να παρακαλάς για θάνατο κι αυτός να σου υψώνει το μεσαίο δάχτυλο χάσκοντας. Όχι μωρή πουτάνα, εδώ θα κάτσεις ακόμη.

Δεν είναι που αποζητώ το έλα σου, μα είναι που επιμένω στο παρόν χωρίς μια δόση χαμόγελου. Υστερικό κομμάτι ενός ξεπερασμένου εαυτού χωρίς κλειδωνιά για το ανείπωτο. Να χάσκει η πόρτα της ψυχής και να μπαινοβγαίνουν αέρηδες με κόκκινα πουκάμισα. Να γραπώνονται από την κόψη του βλέμματός μου και να βαράνε παλαμάκια. Ένα για το δώσε, δύο για το δες, τρία για το σκύψε λίγο παρακάτω. Αχ τρείς στροφές να φέρω γύρω απ’ το σκοινί και να γίνω παράνοια να με κάψεις. Κι άλλες δυο κουτρουβάλες απ’ του ματιού μου το ρυθμό, να μη ξεχάσω τα χαμόγελα που αγάπησα. Όταν γίνω γη ξανά, θυμήσου με. Στοιχειό θα μείνω.

Βλέπω εκείνο το ξερόφυλλο δίπλα μου και δεν το αγγίζω. Θέλω να θυμάμαι τον ήχο που έκανε όταν ήξερα να αφήνομαι. Εκείνο το σκριιτςς που έσκαγε στην παλάμη και σήκωνε κύμα. Που έχυνε απόχρωση αναίτιας ανάσας. Που έφτιαχνε σύμπαν μες το σύμπαν για να πετούν αερικά. Δε θέλω να αλλάξει αυτός ο ήχος. Ξέρετε, τον ακούω κάθε που βραδιάζει. Σα ποντίκι που ροκανίζει το παράλογό μου. Σαν αράχνη που σπάει το καβούκι του θύματός της για να ρουφήξει ζωή. Σα σαράκι που τρώει τα σωθικά μέχρι να γίνουν πεταλούδες.

Κι ύστερα μου λες για αγάπη.

Σκέφτηκες πως θα χαθείς κι εσύ μαζί μου?

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

19



Το Ένα. Κάπου μήνας που παίζει το μάτι κάπου εκεί στο βλέφαρο. Κονταροχτυπιέται το μέσα με ό,τι κι αν είναι αυτό που κοιτά και πώς το μεταφράζει. Σημάδι, λέει. Καλό, κακό το ίδιο κάνει. Δε γαμιέται. Στην άλλη στροφή είναι η χαράδρα και με φούστα ασήκωτη τις ώρες μετρώ. Τους χτύπους, τους ήχους, τις φωνές. Σπάστα, φύγε και ξαναέλα. Χόρεψε, στάσου, ξέσπασε. Κι αυτή η τρώγλη που ροκανίζεται ολοένα και ξεφτά. Μα κοίτα κάτι ουρανούς. Θέλουν ακόμη να έχουν το χρώμα της γαλήνης και πώς να μου ταιριάξει? Ψήνω στα κάρβουνα μια σιωπή και καταπίνω το γλυφό μου. Δεν έχει γεύση ετούτος ο καημός.

Το Δυο. Ντύσου κι έλα, μου είπε μια φωνή και ξεσπάθωσα. Θυμήθηκα πως ερχόταν και δεν έφευγα εγώ. Γιατί τώρα θα πρέπει να ντυθώ για να οδέψω? Έσπασε κι εκείνος ο θερμοσίφωνας που πλένει τα λιωμένα. Γέμισε νερά η θλίψη μου και πώς να τη στεγνώσω? Με νοτισμένο τον καιρό μόνο σύννεφα ξεπλένω. Δε γίνεται σου λέω να με φτιάξεις. Σπασμένη κούκλα άνευ βιτρίνας για μπανιστήρι. Γείτονας έγινε και η αστραπή. Τουλάχιστον αυτή με ξέρει.

Το τέσσερα. Το τραγούδι μας απ’ το πρωί ακούω και δεν στέρεψα ακόμη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γιορτάσω. Χωρίς σαμπάνια σε μέρα στεγνή. Εις υγείαν του περιτυλίγματος που δεν είχες. Γι αυτό μ’ αρέσεις ακόμη. Σε γουστάρω, ξέρεις. Μα έχω χρόνια να στο πω. Ίσως, επειδή δεν έχεις φύγει. Ναι, ίσως αυτό να είναι. Που εξ’ αναβολής, ακόμη παραμένεις παιδί. Ίσως γι’ αυτό να έφυγα εγώ. Ίσως γι’ αυτό ακόμη να με ορίζεις.

Χωρίς το τρία.


Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Δεν πειράζει, λες


Και πώς να το ελέγξω? Και πώς να πω ένα στοπ και ως εδώ? Εύκολο μοιάζει μα δεν είναι. Κι αν κολλάς, κόλλησες. Σε σκέψεις, σε αιτίες, σε αφορμές. Σε αναίτια, σε άγαρμπα, σε μη ουσιώδη. Κι εκεί είναι που αποτελειώνεις ακόμη ένα σου δέρμα. Που σκοτώνεις κάθε αυθύπαρκτη ύλη που σε περιβάλει. Που αυτοκτονείς σέρνοντας τη θηλιά ως την επόμενη στροφή. Εκεί το τσιγκέλι είναι πιο σίγουρο, φαντάζεσαι, και προχωράς με βήματα βαριά για ακόμη μια χαώδη σπηλιά. Η πρώτη τρύπα κάνει τη διαφορά κι αν χωρέσεις, χώρεσες. ΄Υστερα η πτώση φαντάζει εύκολη. Δελεαστική, σχεδόν ηδονική.

Σ’ αρέσει αυτό, ε? Το έχεις ακούσει κάμποσες φορές και άλλες τόσες θες να ξεσκίσεις πρόσωπα και πράγματα. Γιατί διστάζεις? Γιατί αναβάλλεις? Γιατί κατηγορείς? Δεν είναι ο χτύπος των δώδεκα ξημερωμάτων που σε κάνει να σηκωθείς απ’ τα βαριά σκεπάσματα, μα η υποχρέωση του ανεκπλήρωτου οδυρμού που νιώθεις πως πρέπει να τον περπατήσεις. Κι είναι κι εκείνες οι φωνές που παρακαλούν για θρέψη. Και πώς ν’ αφήσεις το ένστικτο κλεισμένο στο σελοφάν της περιέργειας?

Μίλησαν για έκτακτο καιρό και γδύνομαι ώρες τώρα. Τι έκτακτο είναι αυτό που το προαναγγέλλουν μέρες και ώρες πριν? Βαρέθηκα την ανάλυση και περιμένω τη βροντή. Να με αναστήσει. Να με θεριέψει. Να με κάνει να ακουστώ στα χίλια σύμπαντα. Να φωνάξω χωρίς να εξηγώ. Με το βλέμμα της τρελής να διαλυθώ. Κι ύστερα όμοια να ξαναγεννηθώ.

Πόσο με μισώ…


Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Απάντηση


Κι ανάμεσα σε νότες ηχηρές, σέρτικους καπνούς και βαριά καμένα φαγητά, άλλο ένα απομεσήμερο φωνάζει πως θέλει να πνιγεί. Εκεί, ανάμεσα απ’ του στήθους μου τον καταρράκτη να κλειστεί και να ουρλιάξει. Σύννεφο να γίνει να χυθεί μέχρι τη χαραμάδα από τα απόκρυφά μου. Με χίμαιρα πάθους να λουστεί να γίνει χθες. Κι ύστερα, μου λες πως ένα ρίσκο είναι η ζωή και να τη ζήσω. Και με στολίζεις σύννεφα που μεθούν με άγρυπνο χυμό και στύβουν έναν ακόμη μύθο.

Ρωτάς πώς πορεύομαι και μου βγαίνει εκείνη η χλεύη, ο κυνισμός ο άτρωτος που μ’ έχει αιωνίως στημένη στο ένα πόδι κι αυτό που θέλω να ξεράσω είναι ένα ζεστό ημέρωμα που δε βρίσκει αναπαμό. Πώς να ξορκίσω την ίδια τη λεπίδα όταν με ηδονή χαράσσω τα αρχικά του Φθινοπώρου? Κάθε ουλή κι ένας αναστεναγμός. Κάθε ρούφηγμα κι ένας οργασμός ανομολόγητος.

Δεν γίνεται ξέγνοιαστη να φύγω απ’ το κόμικ ετούτο. Καουμπόισσα μελαγχολική σε άμαξα δίχως άλογα. Ασκιτσάριστο μελάνι ενός ντυμένου με ομίχλη ομοιώματος του μεταφυσικού μου εαυτού. Ναι, πλάνη μου. Ακονίζοντας ακόμη μια αλόγιστη εποχή, γδύνομαι νωχελικά μπροστά σου. Μια τιράντα για το σήμερα. Μία για εκείνο που ήμουν και δε γνώρισες. Μια πτυχή για το εντάξει. Κι άλλη μια για τα όχι μου. Αν μ’ αγγίξεις θα πεθάνεις. Αν σ’ αγγίξω, δεν θα έχω λόγο να σιωπώ. Μη μου ζητάς βροντή να γίνω αν χειμώνα δεν έχεις στην καρδιά.