Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Περί ποιότητας και άλλες αρλούμπες






Δε μ’ αρέσει ρε. Δε μ’ αρέσει. Τι να κάνουμε τώρα; Άμα θέλω κάτι, κάποιον, κάπου, κάποτε, το θέλω στα μέτρα μου. ΄Ελα τώρα που θα μου πεις να συμβιβαστώ. Ξανά; Πάλι; Όχι καλέ. Όχι και πάλι όχι. Να ξερνοβολάνε τα πετροχώραφα και γω να ψάχνω αναβράζοντα τοπία. Να σφίζει το σύμπαν αράχνες και γω να χύνω ύδωρ. Να χολοσκάνε οι άμαξες με τα δυο άλογα και γω να ψάχνω την πίσω πόρτα. Να φύγω, να εξαφανιστώ, να χαθώ και να μη ξαναφανώ. Ν’ αρμέξω τυφλοπόντικες να φτιάξω ζάχαρη. Γιατί; Για δύσκολο, το ’χεις;

Ναι, είμαι αλλού γι’ αλλού. Γιατί όταν αποφασίζω ή με αποφασίζουν να υπάρχω στο εδώ, τα κάνω σαλάτα. Κι όχι απ’ τις κοινές. Σαλάτα απ’ τις μπόλικες. Με τίγκα στο λάδι το παρθένο. Που έτσι κάνεις να το ρουφήξεις και σου φράζει τις αρτηρίες. Σου κολλάει τις ίνες. Σου μπουκώνει το σύμπαν. Ναι, έτσι συμβαίνει με τα παρθένα κάθε είδους. Αντί να τους κάνεις εσύ τη ζημιά, στην κάνουν εκείνα. Και μη μου πει κανείς πως δεν κατανοεί το νόημα του υπονοούμενου. Το κατανοείτε και το παρακατανοείτε. Γι’ αυτό χαρχαλεύετε στα άπλυτα. Ναι, εκεί που κάτι ξερά παρελθόντα παίζουν τρίλιζα με κάτι χτυποκάρδια. Όξω και μακριά.

Όχι φιλαράκε. Συνήθως δε θέλω τα λίγα. Δε μ’ αρέσει να μασάω ρίζες. Δε γουστάρω, λέμε να φτιάχνω πλεχτό και να ξεμένω από μανίκια. Θέλω το μπόλικο, το ξεχειλίζον, το περίσσιο, ντε. Να τυλίγεται γύρω απ’ το λαιμό μου να με πνίγει. Να μη μπορώ να ανασάνω. Να θέλω να βρίσκω λόγο να πω στοπ. Και να μην τον βρίσκω. Μα αυτή τη φορά θα αλλάξω γνώμη. Έτσι για λίγο. Όχι, τίποτα άλλο, μα πρέπει ντε και καλά να υπερασπίσω την ποιότητα. Ναι, αυτή τη λίγη. Που συγκρινόμενη με την ποσότητα, πάντα όσοι την έχουν μικρή –ναι, την ποσότητα- την εξυμνούν. Της πλέκουν κορδέλες. Της φοράνε λουλούδια. Την αρωματίζουν και πίσω απ’ τα αυτιά και τη στέλνουν να πλανέψει τα απλάνευτα. Με πιάνεις;

Μέτραγα κάτι λέξεις πριν και μου ’ρθαν λειψές. Να φτάσω, λέει, τις δεκαέξι χιλιάδες. Μη σώσουν και δεκαπενταριάσουν, λέω εγώ. Γιατί να γεμίζω τ’ άσπρα μου με πιτσιλιές, ε; Γιατί; Να ένας λόγος να υπερασπιστώ την ποιότητα. Γιατί, αγαπητέ μου, αν μετράει ο λόγος, έστω και ο γραπτός, αυτός φαίνεται στις σιωπές. Στα αποσιωπητικά. Στα μεσοδιαστήματα. Μη σου πω και στις λέξεις που δεν έχουν γραφτεί καν. Στα υπονοούμενα. Ναι, ξέρω κε καθηγητά. Η διπλωματική μου απαιτεί ορισμένο όγκο δουλειάς. Δε μου λέτε, αν τη φουσκώσω λίγο με το πιστολάκι, παίζει ρόλο; Να της κάνω και μια περμανάντ; Μια ανταύγεια, δεν θα προσθέσει το κατιτίς; Αρνούμαι! Αρνούμαι να γράψω γραμμή παραπάνω. Γιατί θα τη γεμίσω με σάχλες. Στάνταρ πράματα. Αφού δε ξέρω τι άλλο να σκαρφιστώ να γράψω. Δε βρίσκω κάτι άλλο επί του θέματος. Βαριέμαι ρε γαμώτο να εξερευνήσω παραπάνω, πώς να το πω. Δεν έχω όρεξη. Δεν έχω κέφι. Ε, δεν με καυλώνει η γαμημένη η εργασία, τι άλλο να πω πια για να με καταλάβετε; Μα γιατί όμως νιώθω ότι δε με νιώθετε κε καθηγητά; Γιατί; Εδώ το ’χω, όμως. Εδώ! Εδώ να σας κάνω μια ερωτησούλα αλλά κρατιέμαι:


Αχ...κύριέ μου...εσείς από...ποιότητα πώς πάτε;


.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Τις νύχτες φώναζαν...




Πολλές νύχτες ήταν που φώναζαν. ΄Ενιωθα λες και οι ήχοι έβγαζαν καρφιά κι έρχονταν καταπάνω μου έτοιμα να με καρφώσουν στον αόρατο σταυρό μου. ΄Ετσι ένιωθα. Κουκουλωμένη στο κρεβάτι, με την κουβέρτα να καλύπτει όλο μου το κορμί και να ανασαίνω κοφτές ανάσες μέχρι να ησυχάσουν. Αυτό, άλλοτε κρατούσε για πολλή ώρα, άλλοτε περισσότερη. Ακόμη θυμάμαι να προσπαθώ να φτιάξω το απόλυτο κενό και να χωθώ μέσα του. ΄Ισως από τότε, εμπειρικά στην αρχή- με βοήθεια στη συνέχεια- έμαθα να πέφτω σε επίπεδα του νου. ΄Αλφα...Βήτα...Γάμα. Το Θήτα ήταν το πιο επικίνδυνο. Πέφτεις σε κώμα, με είχαν προειδοποιήσει. Ούτε και ξέρω αν ποτέ ξέφυγα απ’ αυτό. ΄Ισως το τώρα μου να είναι μια κατάσταση κωματώδης. Μα δε θέλω να το σκέφτομαι αυτό. Τουλάχιστον όχι αυτή τη στιγμή.

΄Οταν ησύχαζαν οι φωνές απέμενα μόνη στο σκοτάδι. Ορισμένες φορές με έπαιρνε ο ύπνος πριν καταλαγιάσουν εντελώς. Κι όταν ξύπναγα στη σιγαλιά, ένιωθα σχεδόν ευτυχισμένη. Καθόμουν στο κρεβάτι κι ακουμπούσα στο προσκέφαλο. Δεν ήθελα να νυστάξω ξανά, μη χάσω την αίσθηση της ηρεμίας. Μα το ρολόι δίπλα μου μετρούσε χρόνο για ένα ακόμη ξημέρωμα. Που θα έφερνε μια νύχτα ακόμη. Θα κατάφερνα, άραγε, να φτιάξω τη δική μου ώρα μέσα στη νύχτα ξανά;

Τώρα δεν υπάρχουν αυτές οι φωνές. Τουλάχιστον, δεν υπάρχουν οι ίδιες φωνές. Υπάρχουν άλλες, μα νομίζω πως καταφέρνω να τις ελέγχω. Οι προσωπικές μας φωνές, άλλωστε, υπάρχουν στιγμές που ακούν τις προσταγές μας. Και λουφάζουν. ΄Εστω για λίγο. Μα λουφάζουν.

Απόψε ακούω κάτι θορύβους μα ξέρω πως σε λίγο θα σωπάσουν. Και θα έχω ακόμη μια νύχτα του κενού. Είμαι καθισμένη στο κρεβάτι μου και ακουμπώ στο προσκέφαλο. Δε χαμογελώ. Είναι μέρες τώρα που είμαι μονίμως κλαμένη. Δεν έχει σημασία το γιατί. ΄Οταν καθίσω να το σκεφθώ, έχω την εντύπωση πως είμαι συνέχεια έτσι. Ακόμη και στις χαρούμενες στιγμές μου. Μου είπε τις προάλλες μια γνωστή, Είσαι καλά; Γιατί έχω την αίσθηση πως όπου να ’ναι θα ξεσπάσεις σε κλάματα. Και να φανταστείς, εκείνη τη στιγμή κάτι έλεγα και γελούσα. ΄Οχι χαμόγελο. Μα γέλιο. Τα μάτια μου,είναι μονίμως υγρά.

Φοράω τις πιτζάμες μου τώρα. ΄Ενα νούμερο μεγαλύτερο τις παίρνω πάντα, γιατί μου αρέσει να στριφογυρίζω μέσα τους. Κουμπάκια μπροστά και σχέδιο παιδικό. Με κάτι ανέμελα παιδάκια να χοροπηδούν κρατώντας κόκκινα μπαλόνια. Είναι φορές που τις φοράω με κινήσεις ήρεμες λες και φοβάμαι μη σκάσει κάνα μπαλόνι και τρομάξει κάποιο από εκείνα τα παιδάκια. Κι άλλες πάλι, που τις βγάζω τόσο βιαστικά, που νιώθω πως τσαλάκωσα τα χαμομήλια που είναι στο φόντο του υφάσματος.

Αρκετά μετά τα μεσάνυχτα δείχνει ο χρόνος. Νιώθω να πεινάω. Δε ξέρω πόσους μήνες – μπορεί και χρόνια – έχω να φάω κανονικό φαγητό. ΄Ολο τσιμπολογήματα κάνω. Μα απόψε θέλω να σηκωθώ και να μαγειρέψω. Το σκέφτομαι εδώ και ώρα. Να φτιάξω πατάτες τηγανητές και αυγά μάτια. Είναι το αγαπημένο μου φαγητό. Δε θυμάμαι αν το έχω πει άλλη φορά. ΄Ισως και να μην έχω προλάβει να το πω. Δεν πειράζει όμως. Το λέω τώρα. Θέλω να ακούσω το λάδι να τσιτσιρίζει και να ανοίξω το παράθυρο να φύγει η κάπνα. Κι όταν ετοιμαστεί, να βάλω το φαγητό μου σ’ ένα δίσκο και να το φέρω στο κρεβάτι. Μου αρέσει να τρώω στο κρεβάτι. ΄Οπως μου αρέσει να τρώω και στο δρόμο, περπατώντας. Υπήρχαν σχέσεις μου που τους ενοχλούσε αυτό. Δεν είναι, λέει, σωστό. Κι όταν το ακούω αυτό, ξέρεις, ε; Ξέρεις...Τότε είναι που κλείνω μια φωνή ακόμη στα τρίσβαθα των μπαούλων μου.

΄Εχεις σκεφθεί να αλλάξεις ντύσιμο; Καλά, πώς μου ήρθε αυτό τώρα; Μου το ρώτησε ένας φίλος τις προάλλες. Μου έχουν ξανακάνει αυτή την ερώτηση. Πλέον χαμογελάω. Ξέρεις τι; Τις μαύρες καστόρινες μπότες μου, δεν τις βγάζω ούτε στο κρεβάτι. Και σ’ όποιον αρέσει. Ωωωωω...δε θέλω να κάνω άσχετες σκέψεις τώρα.

Θέλω να φάω τις πατατούλες μου. Και να βουτήξω και μια φέτα ψωμί στ’ αυγά μου. Κι ύστερα, θέλω να μη νιώσω τύψεις που το έκανα όλο αυτό. Θέλω να μου αρέσει κι ύστερα να το ξεχάσω. ΄Οσο περνάει όμως η ώρα, τόσο ξέρω πως ούτε κι απόψε θα το κάνω. Ναι, δεν είναι η πρώτη φορά που έχω αυτή την επιθυμία. Μάλιστα, την έχω αρκετά χρόνια.

..........................................................................................................................................

Κανονικά, αντί να γράφω τώρα, θα έπρεπε να ήμουν στην κουζίνα και να ετοίμαζα τις γεύσεις μου....

..........................................................................................................................................

Ναι....σίγουρα δεν θα το κάνω....

..........................................................................................................................................

Ξέρεις κάτι;
..........................................................................................................................................

Μου λείπεις...


.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Ό,τι δε λύεται. Ξανά.





Την πρώτη φορά που είχα πάει στον δήμιο, δεν έκανε τη δουλειά του σωστά. Αν θυμάμαι καλά, του είχα ζητήσει να μου πάρει την πνοή την ώρα που το τελευταίο σ’ αγαπώ φώναζε μέσα στις κυψέλες του νου μου. Του είχα ζητήσει να σκύψει και να πάρει απ’ ευθείας απ’ τα χείλη μου την κόκκινή μου ανάσα. Δώρο μου, σε αυτόν που μεταθανάτια πλέον, θα τον είχα ονομάσει ως λυτρωτή.

Μα κάτι πήγε λάθος. Κάτι στο τελευταίο δευτερόλεπτο ξέφυγε απ’ τα δικά του χείλη και άφησε χώρο να πετάξω. Και να μεταμορφωθώ ξανά. Έτσι, καταραμένη γύρισα σ’ έναν κόσμο απ’ τον οποίο απελπισμένα ζητούσα να φύγω. Κι έκανα πάλι τα ίδια λάθη. Σα το κουρδισμένο κάτι που του γυρνά ένα αόρατο χέρι τις στροφές για να κάνει τις ίδιες διασκεδαστικές ή απελπισμένες κινήσεις.

Τον είδα ξανά και τούτο το ξημέρωμα. Ακόνιζε και πάλι τη ματωμένη κόψη απ’ το σωτήριο εργαλείο που είχε γίνει ένα με το δυνατό του χέρι. Με γνώρισε. Μα αυτή τη φορά έπρεπε να κάνει το χρέος του καλύτερα. Δεν είχε περιθώρια να κάνει αλλιώς. Γιατί πλέον, ήμουν κάτι άλλο απ’ αυτό που του είχα παρουσιασθεί εκείνη την πρώτη τη φορά.

Κρατούσα στο χέρι τα ξωτικά μου. Είχα φροντίσει να τα δασκαλέψω καλά. Όσο και να μη με ακούνε, είναι στιγμές που ξέρουν πως μάταια θα βγάλουν λαλιά αντίρρησης. Το ένα στο ένα μου χέρι. Το άλλο, στο άλλο. Μάλιστα, το προηγούμενο βράδυ, την ώρα που κοιμόντουσαν, τους είχα πάρει τη φωνή. Μην ουρλιάξουν. Και τους είχα θολώσει και το βλέμμα. Μη δουν. Μα έπρεπε να τα έχω μαζί μου. Για να πάρουν απόφαση πως πλέον θα πορευτούν μόνα. Ευκαιρία να γίνουν και πιο υπεύθυνα. Τα ξωτικά, άλλωστε, κάποια στιγμή πρέπει να απελευθερωθούν απ’ τους δεσμούς τους διαμαντένιους. Και να πάρουν τα δικά τους φτερά. Ήρθε λοιπόν η στιγμή, που ο δήμιος θα καταλάβαινε πως δεν χωράν περιθώρια λάθους.

΄Ενα καινούργιο σ’ αγαπώ ήρθε στριφογυρίζοντας πάνω μου. Το άφησα να υπάρχει. Δεν είχε νόημα να το διώξω, αφού φωτοστέφανο ήθελε να γίνει στην τελευταία μου ώρα. Έτσι κι αλλιώς, αφήνοντας μια τελευταία πνοή ακόμη, δεν θα το έπαιρνα μαζί μου. Ήξερα πολύ καλά πού θα πάω τούτη τη φορά. Κι επιστροφή δεν θα υπήρχε. Είχα φροντίσει να αρωματισθώ με της λήθης τον καημό. Σίγουρα τα αποτελέσματα σ’ αυτό το μαγικό.

Στη συνέχεια, δε θυμάμαι πολλά. Κι ούτε μπορώ να περιγράψω περισσότερα. Σημασία έχει, πως ο δήμιος πάλι κάτι δεν έκανε σωστά. Πού το κατάλαβα;

Αυτή τη φορά ένιωσα το θάνατό μου. Και πόνεσα. Άκουσα και τα ξωτικά που βουβά παρακαλούσαν. Δεν είδα καν το ξημέρωμα να ανατέλλει. Το τελευταίο κόψιμο στην άκρη του λαιμού μου ήταν άγαρμπο, γρήγορο, σπασμωδικό. Ο δήμιος, λες και εκπαιδευόταν πάνω μου. Μα γιατί; Τόσους θανάτους είχε στο ενεργητικό του. Εμένα γιατί δεν μπορούσε να με σβήσει όπως μου πρέπει;

Ας είναι, όμως. Το χρέος μου, στη δεύτερη ζωή μου το είχα κάνει. Τούτη τη φορά κατάφερα κι έδωσα υλικό σε έναν σκοτεινό κόσμο να πάρει χαμόγελο ικανοποίησης. Αυτή ήταν η καταδίκη της επιστροφής μου. Να παίζω το ρόλο της υπόκλισης σε ένα κοινό που αρέσκεται να χειροκροτεί σε κάθε παραστράτημά μου. Και το έκανα καλά. Πολύ καλά. ΄Οσο για τα δικά μου συναισθήματα;

...Ποιος νοιάζεται για ένα φάντασμα ακόμη;





Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Τα φαινόμενα απατήθηκαν






Τότε μοναχά μ’ αρέσει ο ήλιος.



Την ώρα που πεθαίνει.



Αντίο, ψέμα μου...




Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Να σβήνω...





Σα χάδι στο λαιμό σου απαλό. Σταγόνα από μέλι άγριο κι αγνό. Σα βλέμμα με χρώμα ζωντανό. Σα κύμα που σπάει στο βουνό. Σα κίνηση στο τέρμα απ’ τον γκρεμό.


Σαν άνοιγμα ερωτικό. Πεθυμιάς αερικό. Εισπνοή αγρύπνιας πάνω σε σώμα ηδονικό. Ένα θέλω, ένα έλα κι ένα εδώ.


(Μ’ αρέσει τα χείλη μου να κοιτάς...)


Αποτύπωμα αέρα με άρωμα θνητό. Σ’ ενός φεύγα το γέλιο μέσα από γυαλί θολό. Χαρά παιδιού σε χορό ονειρικό. Μέθη από οινόπνευμα σε ποτήρι αδειανό.


(Σε σκέφτομαι...)


Δάκρυ απ’ το μάγουλο στα χέρια τα δικά σου. Να έρθει ένα φιλί ν’ αγγίξει τα φτερά σου. Να γίνει εκπνοή στον κτύπο της καρδιάς σου.


Άγγιγμα απ’ τη ζωή σου. Το μαύρο απ’ την ψυχή σου. Κομμάτι του χεριού σου. Σημάδι του καημού σου.


(...)


Άσε να σε απαλύνω. Μόνο να μη σ’ αφήνω. Τη γεύση σου να πίνω. Να θες και να σου δίνω. Να έρχεσαι κι εγώ...


...να σβήνω...