Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Πορεία φθίνουσα





Ξαπλωμένη στην αρένα των λέξεων. Σκόρπια φωνήεντα σε μια ονειρική συμφωνία τετελεσμένων προορισμών. Με προσδιορίζεις. Με επίθετα, με συναίσθηση, με υφέρποντα στεναγμό. Επιθυμείς να οργώσεις το αλόγιστό μου. Εκείνο που σε καλεί, σαν άλλο ταυρομάχο, να ορμήσεις για ένα κάρφωμα ακόμη. Στις πτυχές μου. Στους ορίζοντές μου. Στα κρυμμένα και στα φανερά μου μονοπάτια. Με τα μαλλιά λυτά και τα μάτια δεμένα. Καρτερώ. Σε προκαλώ με χείλη μισάνοιχτα. Αιμάτινα. Σηκώνω τα φουστάνια δείχνοντάς σου ορίζοντες. Γραμμές πέρα από τις γραμμές. Κόσμους μέσα σε κόσμους. Εκεί που θέλεις να εξαφανιστείς. Να βουτήξεις και να κολυμπήσεις. Να μάθεις, να δείξεις, να ωριμάσεις, να καρποφορήσεις.


Ταυρομάχος των οδυρμών μου μέσα στην απερίγραπτη μετουσίωση μιας πανσπερμίας φρούδων ελπίδων. Κι όμως. Σ’ αυτή την αρένα γλιστράει ακόμη κι ο ουρανός. Που χύνει φωτιά υγρή. Από μέταλλο καρδιάς ενσταλαγμένη. Ξίφος από τριαντάφυλλα που στάζουν άνοιξη οδηγημένα απ’ την ορμή του πόθου. Εκείνου που ξέρει πως αν δοθεί τίποτα δε θα μείνει ίδιο. Τίποτα δεν θα φαίνεται ατσαλάκωτο. Κι ούτε συμπληρωμένο. Άλλος ένας εαυτός πεσμένος στο κέντρο του στόχου. Βορά στους μορφασμούς αόρατων θεατών. Που εξακοντίζουν βλέμματα πόρνης ευχαρίστησης, χειροκροτώντας ακόμη έναν έρωτα που ξεψυχά στάζοντας αγρύπνια. Ντυμένοι όλοι τους τη μάσκα της απόρριψης. Μιας οικείας αίσθησης που όσο τη σιχαίνονται τόσο την κάνουν σημαία σκορπίζοντάς την με κάθε ευκαιρία σε όσους αιμορραγούν. Μια χαρακιά παραπάνω. Ακόμη μια πληγή κι ακόμη μια αφορμή για ξέσπασμα. Όλε! Όλε! Όλε! Και τα γάντια τα πολύχρωμα να σφυροκοπούν με άγρια χαρά. Ρίχνοντας στα μούτρα εκείνων που τόλμησαν να εκτεθούν, τη δική τους αδυναμία να ζήσουν. Να νιώσουν. Να φθαρούν. Κι ύστερα να κομματιαστούν πανηγυρικά κάτω απ’ τους ήχους μιας ακόμη χιλιοπαιγμένης όπερας.


Δε θα σου πεθάνω στα χέρια. Δε θα χαθείς νικητής. Θα μείνουμε κι οι δυο πεσμένοι μέσα στα καλώδια της ανυπαρξίας ενός σύμπαντος φτιαγμένο από ονειρικές συνθέσεις. Μακριά και τόσο κοντά. Κοντά και τόσο μέσα. Βαθιά και τόσο παρθενικά. Αποκαμωμένος στα λευκά μου στήθη να σε βυζαίνω χυμό από σπανιόλες νότες. Κι εσύ να ρουφάς με λαχτάρα, αιώνια διψασμένος για ένα κάτι που θα σου δώσει ώθηση να ξεφύγεις απ’ αυτό που είσαι φτιαγμένος. Από σκόνη ενός άπιαστου μέλλοντος κυνηγημένος από πρωινές ονειρώξεις του κόκκινου, με μπέρτα καλυμμένος, έτοιμος να υποκλιθείς σε μια άνιση μάχη ψυχής. Ενάντια στης πραγματικότητας τη σάπια φυλακή.


Κι εγώ...γερμένη στην παλάμη του αλήτη χρόνου, χορτασμένη βελούδινες γητειές, αποκαμωμένη μα παντοτινά πεισμωμένη για όρθια εκπνοή, θα γνέφω στις καταιγίδες, δεμένη σε στύλους πάνω από λάμες αιχμηρές και άπατες χαράδρες. Χαράδρες του νου, που στάζουν στις γραμμές του πεπρωμένου μου...


...πορεία φθίνουσα...






.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Πολύχρωμοι ήρωες






Είναι μερικοί άνθρωποι που έχουν το σεισμό μέσα τους. Κουνιούνται και τρέμουν τα άστρα. Μιλούν και φέγγει ο ουρανός. Γελάνε και παίζουν ντόμινο οι πλανήτες. Είναι κάτι αερικά που φτιάχνουν αλυσίδες δεμένες με αόρατους παλμούς. Ζωντανούς. Που σε καλούν να μπλέξεις ανάμεσά τους. Και να μη θες να ξεφύγεις με τίποτα.


Είναι μερικοί του είδους των διπόδων που αξίζει να φέρνουν τον χαρακτηρισμό τους. Τινάζουν το μαλλί και σηκώνονται κύματα. Σηκώνουν τα χέρια και κατεβαίνει ο ουρανός. Ξαπλώνουν και προσκυνά η σελήνη. Στενάζουν τα σταυροδρόμια ανάμεσα στις πτυχές των αναστεναγμών τους. Φιλάει ο αυγερινός την πούλια αντρόπιαστα μέρα μεσημέρι.


Είναι κάποιοι που αλλιώς γεννιούνται κι αλλιώς μεταμορφώνονται. Είναι κάποιοι που αποδύονται τους χαρακτηρισμούς τους και πατούν στον ουρανοξύστη των θέλω τους. Κάποιοι που τολμούν να ξεσκίσουν τις πιτσιλωτές τους βούλες και να βάλουν φτερά ρουμπινί. Βελούδινα. Προκλητικά. Να βγάζουν μάτι.


Μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει να κοιτώ το ναι που θέλει να βγει καθαρό και να τραντάξει. Να γελάσει. Να απλωθεί. Να υπάρξει. Μ’ αρέσει να χαίρομαι το είμαι αυτό που είμαι που θέλει να περπατήσει στο θα γίνω ακόμα περισσότερο. Και το κάνει. Μ’ αρέσει το έλα που λέγεται με πάθος. Με πίστη. Με δύναμη. Με προοπτική. Και μ’ αρέσει που ορισμένοι χαρακτήρες, όσο και να είναι καθ’ υπερβολήν αποτυπωμένοι σε έναν κόσμο φανταστικό…


…κάπου σου υπενθυμίζουν ότι η πραγματικότητα ζητά ήρωες για να φτιάχνει ιστορίες που αξίζει να είσαι μέρος τους…











(Το βίντεο είναι για την προώθηση του βιβλίου με τίτλο Οριάνα εξπρές που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης, με συγγραφέα την Αγγελίνα Ρωμανού. Το είδα…μου άρεσε…το διαδίδω…)

.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Εξπρές...






Είναι κάτι θεριά που έχουν μέσα τους το φως. Κάτι άνοιξες και φθινόπωρα λίγο πριν τη μεταμόρφωση. Κάτι αναλαμπές που ψάχνουν διέξοδο προς το άγνωστο, το κάτι, το πουθενά. Και θέλουν να εμφανίσουν το δικό τους τίποτα σε ένα τίποτα ακόμη. Έτσι. Για πλάκα. Για ανουσιότητα. Για μηδενισμό εις το πηλίκον. Για την καύλα της προσπάθειας.


Κι έρχονται στιγμές που εξαφανίζονται σε ένα άπειρο από βρόμικες ανάσες, χαριεντισμένα βλέμματα, ανείπωτες αναστολές. Φορούν δερμάτινα και βάζουν κρίκους στα στήθη. Ξυρίζουν τ’ απόκρυφα σε σχήμα κωλοδάχτυλου και εξανεμίζονται στα ουράνια βάθη. Αχ, εραστές της λήθης μου πόσο δίκιο είχατε που κρυβόσασταν κάτω από ματωμένα σεντόνια μη λάχει και δείξετε τον πόθο του τρόμου σας.


Είναι όμορφο να βλέπεις σούρουπα σε μάτια λάγνα. Ακόμη πιο όμορφο να αγγίζεις ερεθισμένες ανατολές που βγαίνουν πίσω από λόφους χαμένης ύπαρξης. Ω...δείξτε μου έναν γκρεμό ακόμη να με δείτε να τον διαβαίνω αγέρωχα και γελάστε με την πτώση της ανηθικότητάς μου. Πόσο γουστάρω να ντρέπεστε βλέποντας ακόμη έναν εαυτό που φανερώνεται μπροστά σας χωρίς να ξέρετε πώς να τον διακορεύσετε.


Μη ζητάτε ανάλατες φυγές. Μπορείτε άραγε να παρακολουθήσετε δυο κουνήματα ολογραμμάτων χωρίς ν’ αγγίξετε τη στύση σας; Θα ήθελα να παίξω με τα βασανίσματά σας. Μα θα σας τρομάξω ξανά. Και δεν ξέρω αν ακόμη ήρθε ο καιρός να κυνηγήσω...


...ακόμη μιαν ανέραστη ομίχλη...









.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Ρουά Ματ





Με ρούχα βασιλικά στέκομαι και περιμένω. Η σειρά μου δεν αργεί. Πτώση μετά τη σφαγή. Μια πτώση θεαματική την ώρα της πρώτης αστραπής. Την ώρα που οι ουρανοί ανοίγουν για μια συναυλία κρουστών στους χτύπους του φθόνου. Της εκδίκησης. Της αέναης θέλησης της επικράτησης. Και της επικρότησης. Σε λασπόνερα θα χώσω τα διαμάντια μου. Να λάμπουν σα σημάδια, σα μάτια γάτας σε δρόμους δύσβατους για τους επόμενους εξερευνητές. Για τους επόμενους μαχητές. Για τους μελλοντικούς κατακτητές των χωμάτινων λόφων μου.


Πύργοι γκρεμισμένοι, στρατιώτες λιποτάκτες, άλογα κουτσά. Κραυγές και σύντροφοι πεταμένοι σε κομμάτια μέσα σε τοπίο καταχνιάς. Θόρυβος απόκωφος και μυρωδιά καπνίλας. Ψημένα κορμιά μέσα στα στρατόπεδα του πόθου. Πνιγηρές ορμές πιεσμένες σε ρημαγμένο παρελθόν. Το μέλλον αόρατο. Στραγγαλισμένο μέσα στην ομίχλη. Φόβοι παντού. Άντρες διαμελισμένοι. Τρομαγμένοι. Οπλίτες που καταπίνουν κεραυνό ξερνώντας ανείπωτες κραυγές.


Τους κοιτώ από ψηλά έτοιμη για ένα γονάτισμα ακόμη. Έτοιμη να ρίξω ένα κορμί στη λύσσα του χρόνου. Να δώσω τη θέση μου σε μια ακόμη στημένη παρτίδα. Κάτω από προβολείς θανάτου. Μέσα σε στάλες κόκκινες. Δίπλα σε απονενοημένες ψυχές που κουράστηκαν να διαβαίνουν μονοπάτια. Ψυχές μόνες σε άλογα λειψά. Γραφές ξεθωριασμένες σε πλάκες με κάρβουνο. Εξαντλημένες από μια συνεχή κατρακύλα σε ποτάμια παραμελημένης μέθης.


Θα εκπνεύσω και θα εκπληρώσω τον σκοπό μου. ΄Ηρθε η ώρα που θα αποδυθώ τον ποτισμένο με λαγνεία μανδύα μου. Τρελή μορφή ενός τόπου στο ενδιάμεσα του νου. Ξιπασμένη πόρνη μιας περασμένης καταιγίδας. Μάρτυρας των παθών δυο στρατοπέδων παρατεταγμένων πάνω σε ξύλο γδαρμένο με σουγιά. Βασίλισσα χωρίς υπηκόους. Χωρίς υπηρέτες. Χωρίς βασίλειο. Χωρίς τιμές. Από καιρό νεκρή μέσα σε κόσμο χωρίς όραμα με καθάριο στόχο. Πότε μαύρη, πότε άσπρη, μια σκιά που χάνομαι…


… σαν ανατέλλει το απόλυτο σκοτάδι…

.
.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Κρυμμένη...





Στην κρύπτη μου μέσα με χιλιάδες ξωτικά. Άφαντα. Απ’ αυτά που ξέρουν ότι τα νιώθω μα που καταλαβαίνουν πως δε θέλω να τα βλέπω...


Κλεισμένη σε νότες εκεί στα νοτισμένα μονοπάτια μου. Ξυπόλυτη κι αυτή τη φορά με φουσκάλες στα πόδια και σκισμένα γόνατα...


Ανάβω τα κεριά μου και παίζω την ταινία μου ξανά. Βλέπω πώς μου χαμογελούσαν. Μπορώ να σου πω και τι σκεφτόταν ο καθένας. Ήξερα και πού με κοιτούσαν. Και γιατί.


Άβολα; Όχι. Αν κάποτε ένιωθα άβολα, ούτε που θυμάμαι σε ποιο χωροχρόνο ήταν. Άδεια; Δεν χρειάζεται να το ομολογήσω. Πώς είναι δυνατόν, μου είπε, να νιώθεις έτσι; Εσύ το επιλέγεις, μου είπε κάποιος άλλος. Σ’ αρέσει να αυτοκαταστρέφεσαι, ε; μου λέει μια άλλη φωνή μέσα μου...


Δε χρειάζεται να δώσω απαντήσεις. Ακόμη μια φορά στάζω τις αλμυρές μου στάλες στα χείλη και τις καταπίνω. Αναμεμειγμένες με λίγο απ’ όλα. Και λίγο απ’ όλους. Έχει σημασία η γεύση;



Και γιατί κάτι πρέπει να έχει σημασία;









.


Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Όταν θα έρθεις κυρά μου στο παζάρι!


Θα πουλήσω άντρες στο παζάρι. Σκλάβους και ευγενείς. Άρχοντες και αλήτες. Καθαρούς και βρωμιάρηδες. Ψεύτες και λιγότερο ψεύτες. Θα διαλαλώ όμως, τις μεταχειρισμένες ορέξεις τους. Γιατί αυτό το παζάρι είναι ιδιαίτερο. ΄Εχει προϊόντα από δεύτερο χέρι. Θα πουλήσω τα θα, τα θέλω, τα ναι τους. Τα ότι, τα διότι, τα γιατί τους. Τα δήθεν, τα τώρα και τα πριν τους. Θα μοιράσω και μια υποψία από το αβέβαιο μέλλον τους, τριμμένο σε σκόνη με χρώμα μενεξεδί. Που θα μυρίζει νιρβάνα, μούχλα και λίγο από επιθυμία ανεκπλήρωτη.

Θα φτιάξω πάγκο με καρφιά και θα καρφώνω χαρακτηριστικά. Ένα βλέμμα σαγήνης, ένα στραβό χαμόγελο, μια μπάσα χροιά, ένα βήμα σταθερό. Μια τρύπα από σόλα, μισή τσέπη αδειανή, δυο τρίχες βαμμένες. Θα ρίξω σε τελάρο φυλλοκάρδια τους-κάτω τα σαπισμένα, πάνω τα πιο φρέσκα- θα βάλω σε μπολάκι τους χαμένους βόλους που έπαιζαν μικροί, θα κλείσω σε βαζάκι τους αγχωμένους οργασμούς τους.

Θα μοστράρω μια γεύση απ’ την κολόνια τους, μια αγαπημένη τους ανάμνηση και μια ζωηρή τους λέξη. Θα κρεμάσω απ’ τη σκεπή του πάγκου μου ένα ζορισμένο ξημέρωμα, μια κλαμένη νύχτα και κάτι παράνομες αγκαλιές. Κρυφά τηλεφωνήματα, εξαναγκασμένα λόγια, κινήσεις χωρίς νόημα. Και θα απλώσω με μανταλάκια δείγματα γραφής τους. Απ’ αυτή που ξέρουν να κάνουν όταν έχουν σκοπό να πηδήξουν μυαλά. Όσοι έχουν την ικανότητα να το κάνουν, δηλαδή. Κι ύστερα θα ανεμίσω τον αέρα που αφήνουν απ’ το φευγιό τους όταν αποφασίζουν χωρίς κουβέντα να εξαφανιστούν. Αυτόν, θα τον κλείσω σε πολύχρωμα μπαλόνια και θα στολίσω τη γωνιά μου. ΄Ετσι, για εφέ. Θα δίνω δώρο και καρφίτσες για να ακούγεται το λυτρωτικό μπαμ σε όσους κάνουν τέτοια αγορά. Σα τα χαστούκια που θα ήθελαν να ρίχνουν στο είδος που ονομάζεται είτε χέστης, είτε ανίδεος, είτε ανώριμος, είτε παρτάκιας, είτε οτιδήποτε άλλο που χαρακτηρίζει την μικροψυχία και την αδιαφορία τους.

Α, δεν θα είμαι ακριβή. Τα φτηνά χαρακτηριστικά, άλλωστε, είναι για μικρές τιμές. Και εγώ τους πελάτες μου τους σέβομαι. Εξάλλου, θα πουλάω αντικείμενα με ημερομηνία λήξης. Όχι υποκείμενα με εύρος ζωής. Γιατί κάποιος που θέλει να λέγεται υποκείμενο, σημαίνει πως θα έχει και υπόσταση. Και οι υποστάσεις, δεν πιάνονται. Οι ουσίες δεν εγκλωβίζονται. Η τιμή θέλει τιμή για να υπάρξει. Και τα προϊόντα μου, θα είναι για ακριβά γούστα. Ακριβά στα αισθήματα, στα συναισθήματα και στις αισθήσεις.

Θα μου πείτε και γιατί να μπει κάποιος στον κόπο να ρίξει έστω και μια ματιά στον πάγκο μου; Και γιατί να θελήσει να δώσει κάτι για να αγγίξει έστω και κάτι απ’ αυτά που πουλιούνται; Μα οι λειτουργίες μας μερικές φορές δρουν από μόνες τους. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Παίρνουμε πάντα ότι μας είναι χρήσιμο; Όχι δα. Πώς θα ζούσαμε κι εμείς οι μαζόχες που μαζεύουμε όλα αυτά απ’ τα ταξίδια μας για να τα πουλάμε ύστερα σε σκονισμένα παζάρια; Από άλλους μαζόχες που δεν θέλουν να ξεχνούν τα δικά τους και αρέσκονται στο να διαπιστώνουν πως υπάρχουν ομοιοπαθούντες. Λίγο είναι αυτό;


Δε λέω πως δεν υπάρχουν και πάγκοι που πουλούν γυναίκες και ότι αυτές ανάλογα αντιπροσωπεύουν. Σίγουρα θα υπάρχουν αντίστοιχα είδη προς πώληση καθώς και πελατεία. Οι πάγκοι έχουν απ’ όλα. Για όλα τα γούστα. Για όλες τις θλίψεις. Για όλους τους αναστεναγμούς. Για όλες τις μη εξηγήσιμες ορέξεις.

Το θέμα όμως είναι πως όσο και να ψάχνουμε, όσο χρόνο κι αν αναλώσουμε, όσο και να αναζητούμε, είτε ως πωλητές είτε ως αγοραστές, ένα πράγμα δεν θα υπάρχει στο παζάρι.


Αρχίδια! ΄Εστω και μεταχειρισμένα.


Είδος υπό εξαφάνιση βλέπεις…
.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Φρικοβροχή




Θέλω να πιάσω το έψιλον απ’ το όνομά σου και να το ξεχειλώσω. Να το ξεχειλώσω τόσο πολύ που να το κάνω χτένα για να χτενίσω τα μπερδεμένα μου μαλλιά. Και σε όσους κόμπους σκοντάφτει να σπάνε και κάμποσα δόντια. Κι ύστερα να βάλω τη χτένα κάτω απ’ τη βρύση να της ξεπλυθούν οι σκόνες, με καυτό νερό και με σαπούνι. Να σκοτωθούν και τα μικρόβια. Και να την τρίβω γερά και δυνατά και με μανία και να την αφήνω μέχρι να κοκκινίζουν τα χέρια μου απ’ την τριβή και τη ζέστη του νερού. Ίσως έτσι σπάσει και κάνα δόντι παραπάνω. Ίσως την ακούσω να βγάζει κι ένα αχ!


Θέλω να πιάσω ένα χ από το αχ σου να ματαιώσω στο σκουριασμένο βλέμμα σου όλα τα πράγματα που σε τράβηξαν απ’ τον δρόμο σου και σου φώναζαν έλα και εσύ σαν κομπάρσος στην κωμωδία άλλων, σαν
καμαρότος στην περηφάνια της πλεύσης τους, άλλαξες χρώμα και γεύση ως την σκόνη σου.


Θέλω να φέρω μιαν ηχώ να δέσει στο στερέωμα των ματιών σου μια θαλασσιά κορδέλα και να σε γονατίσω δευτερόλεπτα μετά το ηλιοβασίλεμα σα θυσίας προσφορά σε άγνωστο θεό. Να σου λατρέψω το χαμόγελο μέσα απ’ των ματιών σου το δείλι φέρνοντας μια χούφτα άμμο από μέρη ξωτικά. Και να χωθώ στην άβυσσο του δικού σου τίποτα μέχρι να ξυπνήσει το τελευταίο πνεύμα του χθες μου.


Θέλω να πάρεις από το δέρμα μου όλα σου τα βλέμματα. Να κατρακυλήσει η μοναξιά σου στον ΑχέροντΑ να μην υπάρχει η φωνή , να μην υπάρχει η σιωπή. Και να κρατάς στα χέρια σου όλα τα εγκλήματα .Προσεκτικά. Μη σπάσει ο στεναγμός και ελευθερωθούμε αλλοτριωμένοι όπως είμαστε.
Γιατί τότε , θα μας ξεβράζει η θάλασσα στα ράμφη των πουλιών. Μπροστά από ένα αρχαίο και σαρακοφαγωμένο τοτέμ.


Θέλω...μια φρικοβροχή να καλύψει το είναι μου και το θα σου. Ξεπλυμένοι ναυαγοί σε πλανήτες με αρώματα. Να γυρνάς και να φέρνεις στη χούφτα σου άστρα. Να μένω και να πλέκω κορδέλες με φύκια και να στολίζω το σύμπαν σου. Θέλουμε. Ρήματα με υπόνοια του γίγνεσθαι. Κι όχι της αρπαγής.


Θέλουμε...


...στάλες αναρριχώμενες στα φεγγάρια των θέλω μας...














Νάδα (...ντυμένος στα λευκά...)



Νεράιδα της βροχής (...στα κόκκινα φτιαγμένη...)


.


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Δεν άντεξες...





Ίσως να νόμιζες πως θα ερχόμουν περπατώντας στα ψηλά μου τα γοβάκια. Εκείνα τα κόκκινα που σου είχα περιγράψει σε μιας ζωγραφιάς το θα. Πάνω σε πόντους δώδεκα να κουνώ και να λυγιέμαι και να τρίζει το πλακάκι απ’ του στεναγμού το λίκνισμα. Και να ανεμίζει το στρίφωμά μου στου αγέρα το αναφιλητό.

Ίσως να νόμιζες πως θα ’χα τα στήθη μου σφιχτά μέσα από το χι των δώδεκα λουριών μου που θα έκλειναν μπροστά ως την κοιλιά. Και θα πετάγονταν αιχμές που θα ξεχείλιζαν στο μάτι. Κι οι θηλές μου να διαγράφονται απ’ του υφάσματος την πτυχή, πάνω κει στο γυάλισμα απ’ το μετάξι.

Ίσως πάλι να νόμιζες πως φούστα κοντή θα φόραγα ή και παντελόνι τόσο στενό που να φαινόταν το σχήμα από τα απόκρυφά μου. Να πέφτει το μάτι στα σημεία που ποθείς και που θα ήθελες να είναι όπως τα περιμένεις. Κι όταν θα περπατώ να τρίβονται οι γοφοί μου και ν’ ακούς, θαρρείς, το αχ που βγαίνει ανάμεσα τους.

Ίσως ίσως να φανταζόσουν πως ψηλά θα είχα τα μαλλιά για να φαίνεται ο ατίθασος λαιμός μου που θα τον έγερνα νωχελικά προς το μέρος το δικό σου κάθε που θα έκανες και μια μικρή σιωπή. Και κάτι τούφες να πετάγονται ατίθασα, λες και να ήθελαν να ξεφύγουν απ’ το πρέπει της γραμμής τους. Και να ήταν αυτές που θα σου έδιναν το ερέθισμα που περίμενες για να μ’ αγγίξεις. Δήθεν πως πας το χτένισμα να μου διορθώσεις.

Κι ίσως να σκεφτόσουν περιμένοντάς με, πως θα ήμουν εγώ εκείνη που καρτερούσες να φανεί απ’ τη γωνιά του δρόμου. Μια γυναίκα, ένα κορίτσι, μια λαχτάρα μέσα στη γκρίζα τη βροχή. Του Μάη το κορίτσι με το πάμε στη λαλιά.

Κι όταν έπιασε το σούρουπο, μπροστά σου φανερώθηκα. Έτσι ξαφνικά. Πίσω απ’ τον κορμό του δέντρου που στεκόσουν. Φορώντας το γυμνό μου βλέμμα και περιττά μηδέν. Κι ήμουν εγώ που χαμογέλασα στα άδεια σου τα χέρια. Έχοντας κάτω τα μαλλιά, ξυπόλυτη...σα κόρη του Απρίλη...

Κι ήσουν εσύ που έφυγες χωρίς μιλιά να βγάλεις, ανοίγοντας τα χείλια σε σύμφωνα βροντής. Έχοντας κάτω τη ματιά και έναν πνιγμό στην τσέπη. Με δύο βήματα χωρίς κι ένα γιατί να πρέπει...

Τόσο πολύ δεν άντεξες τη γύμνια της ψυχής μου...


...τόσο πολύ δεν άντεξες το θέλω που διέκρινες στην άκρη της πνοής μου...






.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραίος




Σου πάνε τα ρούχα που διάλεξες ψες. Ταιριάζουν με τη μάχη που δίνεις μέσα σου. Να δείχνεις σοβαρός μέσα σε πρόσωπο παιδικό.





Μη μου ανησυχείς. Θα λατρεύω πάντα την ηλιαχτίδα που φτιάχνει αυτή την ατίθαση ανταύγεια στα μαλλιά σου.





Και θα αφήσω για αργότερα τη σκέψη πως ίσως κάποτε με ξεπεράσεις…







.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Απότομα




Βροχή και σοκολάτα ρόφημα. Ζεστό, ενισχυμένο με baileys. Να ακούγεται η γεύση. Και να αχνίζει η ομίχλη του.

Ένα μπαλκόνι, μισό σούρουπο και δυο πλατανόφυλλα να έχουν έρθει απ’ το πουθενά. Και από κάπου, μια μυρωδιά από αρωματικό τσιγάρο.

Βλέμμα ανάμεσα απ’ τις αισθήσεις που φέρνει ότι κρύβεται πίσω απ’ τα λόγια. Στο μυαλό εικόνες άσχετες μα και τόσο σχετικές μ’ αυτό που θα ήθελες. Κι είναι κάποιες φορές, που το μόνο που θέλεις, είναι απλά…να θέλεις.

Κάτι κάγκελα φτιάχνουν ρίγες στο τοπίο. Και πεταμένες σελίδες από ένα διήγημα που σταμάτησε στο κόμμα του. Είναι κάποιες ιστορίες, που το μόνο που χρειάζονται είναι η υπόνοια του ατελείωτου. Κι αν τις σκορπάς στον αέρα, είναι σίγουρο πως θα βρουν το δρόμο τους εκεί που πρέπει να ανήκουν.

Καλτσάκια κοντά με μαύρα παπούτσια. Κι οι στάλες να μπαίνουν ενδιάμεσα απ’ τις κλωστές. Αίσθηση ουρανού που φιλάει την κίνηση. Αστραπή. Μέσα. Ρούχα κάτι μεταξύ φθινόπωρου στο μισό του και μιας εποχής που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη.

Να βάλεις στο κρεβάτι κι ένα αγόρι για το πρώτο σου παιδί. Να είναι αρσενικό. Πώς μου ήρθε αυτό τώρα στο νου; Και τρία κουφέτα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Και δίχτυ με ψωμί κι ένα ψαλίδι πίσω απ’ τα στέφανα. Δεμένα, ε; Μα, πού τα έχεις ακούσει αυτά; Τα έχεις κάνει άραγε; ΄Εχει υπάρξει εποχή που τα έχεις κάνει; Δε θυμάσαι.

Να φύγεις, μωρέ. Δεν αντέχω. Θέλω έρωτες. Τα έχεις πει αυτά; Τα έχεις σκεφθεί όμως, έτσι δεν είναι; Κι ίσως…να τα έχεις κάνει, ε; Τα έχεις κάνει. Πουτανίτσα.

Ρίχνει βροχή. Και φέρνει αρώματα. Σταματάει και κάτι ήχους άγαρμπους. Όμορφο αυτό. Γιατί οι σταθμοί βάζουν μελαγχολικά τραγούδια όταν βρέχει; Γιατί όλοι κάνουν πράγματα που περιμένεις ότι θα κάνουν; Βαρέθηκα.

Το δεύτερο εναμισόλιτρο με νερό κοντεύει να έρθει στο μισό του. Διώχνει τις τοξίνες. Κάνει καλό και στο δέρμα. Φαίνεται να λάμπει. Και αργούν κι οι ρυτίδες. Κι απ’ την άλλη, πλακώνεσαι στα τσιμπολογήματα. Ωραία γεύση που έχει το φρεσκοξεφούρνιστο ψωμί με κόκκινη πικάντικη σπιτική σάλτσα, ε; Κατευθείαν απ’ την κατσαρόλα, όμως. Εκεί είναι όλη η ουσία. Στην κίνηση.

Κόκκινο κρασί με κανέλα. Γλυκό. Αχ! Και μια γλώσσα στα χείλη σου επάνω. Κι έρχεται και από μια ανοιχτή πόρτα ένα να έρθω κι εγώ αγκαλιά; Κι από μια άλλη πόρτα ακούγεται δυνατά ένα φεύγω χωρίς να περιμένει απάντηση. Χαμογελάς. Κι ύστερα σκέφτεσαι πως όλο αυτό…το σκέφτεσαι.

Η βροχή τελειώνει. Όπως και μια πτώση που βρίσκει έδαφος να σπάσει. Δε φταίει το έδαφος μωρέ.

Η βροχή ξανάρχεται. Και σου έρχεται να κάνεις όλα τα αντίθετα. Και κάνεις πάλι τα ίδια. Κι έχει το γούστο του.

Θέλεις να τελειώσεις κάτι απότομα και μετά σκέφτεσαι πως πρέπει το τέλος του να έρθει ομαλά. Γιατί; Για να μην αρχίσουν οι ερωτήσεις; Κι οι απογοητεύσεις; Γιατί; Μήπως όλοι οι θάνατοι έρχονται ομαλά; Σιγά. Έτσι θα το τελειώσω και τούτο εδώ δα.

Απότομα.







.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Τι θέλουν οι αγάπες;


Γεννιούνται οι αγάπες; Κάποιος σου βάζει το σπέρμα του και τις κυοφορείς; Ανοίγεις ύστερα τα πόδια και τις κρατάς στα χέρια βγάζοντας τη μορφή τους από μέσα σου; Τις έχεις αγκαλιά και τις νανουρίζεις; Τις χαϊδεύεις; Τις νταντεύεις; Τις παίζεις; Τις μεγαλώνεις;


Προσφέρονται οι αγάπες; Μεταδίδονται; Είναι κολλητικές; Αγαπιούνται οι αγάπες; Ερωτεύονται; Παχαίνουν; Αδυνατίζουν; Νιώθουν άσχημες ή όμορφες; Πεινούν; Υποφέρουν; Ζουν επειδή μας έχουν; Ή ζούμε επειδή τις έχουμε; Είναι πλασματικές οι αγάπες; Είναι αόρατες; Μιλούν; Φωνάζουν; Βρίζουν; Γαμούν οι αγάπες;

Είναι κάτι νύχτες που γράφεις για αγάπες. Είναι κάτι μέρες που εσύ ζωγραφίζεις τον ήλιο. Που εσύ διώχνεις τα σύννεφα. Εσύ βάζεις τις κίτρινες πινελιές στα φύλλα. Κι εσύ φοράς εκείνο το κραγιόν που φεγγοβολά τα θέλω σου. Κι άλλες στιγμές, πάλι, που ζυμώνεις σύννεφα, τα ψήνεις στην καρδιά σου και μοσχοβολά άρωμα βροχής. Μελαγχολικής. Και σ’ αρέσει αυτή η μελαγχολία. Σ’ αρέσει πολύ. Κι είναι φορές που τις αφήνεις να καούν λίγο παραπάνω και πονάς κι εσύ μαζί τους. Και αφήνουν τρίμματα που τα ρίχνεις στα μυρμήγκια και στα περαστικά πουλιά. Για να μη πάνε χαμένα τα υπολείμματά τους. Γιατί ακόμη κι αν νομίζεις πως είναι χαλασμένες, όλο και κάποιος θα τις βρει χρήσιμες.

Πεθαίνουν οι αγάπες; Τις θάβεις; Τους βάζεις φόρεμα λευκό και τις συνοδεύεις με λυγμούς; Φυτεύεις λουλούδια και τις ραίνεις με πέταλα; Μουρμουράς και τις λιβανίζεις; Ανάβεις και κεριά για να μη νιώθουν μόνες; Βάζεις δίπλα τους αγαπημένα αντικείμενα να έχουν στα όνειρά τους; Παίζεις και μουσική; Πες μου…μεθάς όταν τις σκέφτεσαι;

Ακούς ήχους που σου θυμίζουν αγάπες; Κλείνεις τα αυτιά σε τραγούδια που σε κάνουν να τις βλέπεις μπροστά σου; Ανοίγεις στη διαπασών το ντάπα ντούπα να φωνάξεις κι εσύ μαζί την πεθυμιά σου; Τρελαίνεσαι; Γουστάρεις να τρελαίνεσαι;

Δεν θέλουν οι αγάπες ερωτήματα. Δεν χρειάζονται αναφορές. Δεν έχουν ανάγκη από συμβουλές. Δεν θέλουν να είναι στην άκρη για πολύ. Δεν μπορούν να είναι εξαφανισμένες οριστικά. Δεν υπάρχουν αγάπες χωρίς έστω και μια υποψία αγάπης.

Οι αγάπες θέλουν χώρο. Θέλουν χρόνο. Θέλουν ουσία. Θέλουν ουρανούς να απλωθούν. Θέλουν το σύμπαν που κρύβουμε μέσα μας. Θέλουν φωνή, βροχή και κεραυνούς. Θέλουν χρώμα, πόθο και σκιές. Θέλουν θυσία, παραπτώματα και «πτώματα». Θέλουν φαντασία, έμπνευση και όραμα. Οι αγάπες…

…θέλουν
ΕΜΑΣ

…για να γεννιούνται ξανά και ξανά…


αφιερωμένο σ’ ένα κορίτσι που μας συνδέει κάτι (περίπου) κοινό…





.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Πάμε να παίξουμε;





Πάμε να παίξουμε;


Όπως όταν ήμασταν μικρές. Σ’ εκείνο το λιβάδι με τις κόκκινες ανεμώνες. Να κυλιστούμε στα χρώματα και να έχουμε από πάνω μας το γέλιο του αόρατου...


Θα βγάλω τα πέπλα της νεράιδας και θα τα αφήσω στα γυμνά σου δάχτυλα. Κι εσύ, θα γδυθείς το φόρεμα της μάγισσας και θα καλύψεις μ’ αυτό δυο χαμομήλια. Μετά θα αφήσω στα φτερά μιας πεταλούδας μια κόκκινη καλτσοδέτα. Κι εσύ θα καρφιτσώσεις μια σκιά σ’ ένα κυπαρίσσι...


Κι ύστερα θα κάνουμε σπονδή στη βροχή. Σ’ αυτή που μας γέννησε. Σ’ αυτή που μας ανάθρεψε. Σ’ αυτή που συνεχίζει να μας ζει. Σ’ αυτή που ξέρει ποιες είμαστε. Χωρίς προσδιορισμούς. Χωρίς περιορισμούς. Χωρίς πλαίσια...


Και θα μας αφήσει να γίνουμε στάλες. Να κάψουμε και να καούμε. Να δροσίσουμε και να δροσιστούμε. Να σκοτεινιάσουμε, να πετάξουμε, να ερωτευθούμε. Να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε...


Και να κλείνουμε το μάτι σε κάθε σύννεφο που ανακαλύπτει αυτό που μεταμορφωνόμαστε κάθε φορά. Χωρίς μόνο μια ιδιότητα. Χωρίς μόνο ένα επίθετο...


Μα έχοντας σταθερή τη φύση μας. Τη βροχή!


Ε; πάμε να παίξουμε;






.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Πουθενά




Τσιμπούρι μαύρο μεταλλαγμένο νύχια αφήστε με γαμψά βαθιά μπήγονται με δύναμη σκούρο αίμα κατρακυλά αδύνατον να υποφέρω να μένω να παραμένω να ομολογώ να ορίζω να σκέφτομαι να θέλω να ποθώ να αλλάζω να χύνομαι κάτω σε τσιμεντένια άσφαλτο με τρίχωμα καφέ πλούσιο σκύλου μεγάλου πόσο μεγάλου με λουριά που να σέρνει αυτοκίνητο αφήστε με αφήστε με αφήστε με. Κοιτάζω παιδιά γυναίκα όχι μεγάλη ξανθιά μάλλον τσιμπούρι μένει εκεί βαθιά αρέσει του αρέσει δεν καταλαβαίνει τίποτα και τρέχει ακόμη ζεστό υγρό σε άσφαλτο καυτή με ήλιο γαμημένο ήλιο που τρώει σωθικά καίει καρδιές απάθεια απάθεια απάθεια σου λέω δεν το έχω δει έτσι άλλη φορά γιατί μήπως έχω δει τόσο μεγάλο καθίκι του κερατά να τρώει να γεύεται να κάνει να μην υποφέρει;


Κι απ’ την άλλη εκείνος με τους δυο άλλους να τους έχει κάτω γονατιστούς αυτός όρθιος να μπήγει να τραβάει να φωνάζουν να πονούν πότε πίσω από τον έναν πότε μέσα στον άλλον με δύναμη με φόρα να κοιτάω να προσπερνάω ανεβασμένη σε κείνη να πιάνει στήθος η άλλη μέσα γλώσσα βαθιά μέσα μου ανοίγω την κλείνω την έχω μελαχρινή να γεύεται να μου αρέσει να θέλω να βλέπω εκείνους να φωνάζουν και να πηγαίνω αλλού σκηνικό λάσπη κάτω να κάθεται εκείνος παιδί μέσα εκείνη κορίτσι δίνει και παίρνει μιλιά όχι ναι θέλει δε θέλει δε μιλάει φοβάται χύνει κι άλλο χύνει ξανά δίπλα άλλοι ίδιοι γαμάνε ξανά ξανά ξανά απόλαυση κι όμως δεν δεν μα όμως δεν σκηνικό ξέρασμα αηδία λάσπη εκείνος σκούρο.


Αποκάλυψη ξεκλείδωμα όχι εσύ εκείνος ο δικός μου ο ίδιος ο άλλος ο διαφορετικός
ο αλλού μου που είμαι εγώ που είναι εγώ που εσύ ποτέ δεν και ούτε θα γιατί ανήκει τίποτα ψάξιμο ψάξιμο ψάξιμο αποτέλεσμα μηδέν και πάντα μηδέν γιατί τίποτα το θέλω το αγαπώ το φτιάχνω το φτιάχνει ζει ονειρεύεται το χέζει ρε το χέζει ρε το χέζει ρε και έτσι είναι γιατί έτσι κάνει του έδειξε μου έδειξε ήρθε πάνω μου με έντυσε στα μαύρα στα κόκκινα με αέρα στα μαλλιά στο βλέμμα χρώμα κόκκινα χείλη ήρθε μέσα μου πάνω μου δώρο λέει για μένα χάιδευα έμεινα έφυγα γονάτισα γύρισα γύρισα γύρισα και φεύγω ξανά ξανά ξανά μου.


Το είπα όμως το είπα το έγραψα το πουθενά στο πουθενά για πουθενά με πουθενά μου είπε δεν είδε εκεί με κοίταξε φως αυτή είναι ναι αυτή είναι εσύ είσαι αστείο καπνός στα θρύψαλά του απομεινάρια χείλη στο άρωμα σα φιλί πεθαμένο φτιάχνει όμως δεν είναι δεν είναι δεν είναι κι ούτε θα γιατί χάνεται ενδιάμεσα αστείο που είναι κλάμα κηλίδα σε τοίχο αδειανό μα ναι του το είπα φάνηκε δε ξέρω τι σκέψη ξέρει όμως ξέρει εκεί ίσως πουθενά σε στίχο σε ήχο σε βήμα εκεί εκεί μου έλα ακούς θέλεις μα…


…πουθενά…


…πουθενά…









.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Ψευδ-αισθήσεις ερώτων




Άνοιξα…


…και εισχώρησες εξερευνητικά με κινήσεις αργές…προσεκτικές…


Υγρασία και σκοτάδι. Σα να ήξερες πού βαδίζεις. Σα να περίμενες αντιστάσεις, παρακάμψεις, εμπόδια…


Άναψες φωτιά όταν λιγόστεψαν οι αναλαμπές απ’ τις πυγολαμπίδες. Πυρσό που πέταγε τις φλόγες του λίγο πιο κάτω απ’ τα μάτια σου. Και προχώρησες αποφασιστικά…


…βαθύτερα…


Ένα βήμα πίσω να αγγίξεις τοίχωμα με ζωγραφιά. Μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό σου για να πιάσεις έναν απόηχο απ’ το κάπου…


…κι ύστερα μια ώθηση ξανά μπροστά με περισσότερη φόρα…για να δείξεις στον χώρο πως θέλεις να είσαι εσύ ο κατακτητής. Να βάλεις το στίγμα της παρουσίας σου. Να χαράξεις τα αρχικά σου εκεί που δεν έφτασε κανείς. Να δημιουργήσεις λάβα που κοχλάζει…μέχρι να εκραγεί με δύναμη και να φτιάξει καυτό καπνό…


΄Εκλεισα…


…κι έσταξε παλμική γαλήνη ποτίζοντας ράχες και κατηφοριές…πάνω σε άγραφες σελίδες μυστικού δείπνου με καλεσμένους δυο εφιάλτες σε τράπεζα στρογγυλή.


Προδότες του αδιόρατου, δήθεν υπηρέτες του κεκτημένου δικαιώματος του φανταστικού…


…που απελπισμένα εξυμνούν…


…ψευδ-αισθήσεις ερώτων…








.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Ένα τίποτα ακόμα





Είχε πάνω της αυτή τη ρόμπα απ’ το πρωί που σηκώθηκε. Μικρά μωβ λουλουδάκια ατάκτως ερριμμένα (φράση που χρησιμοποιούσε συχνά ο πατέρας της και της ερχόταν στο μυαλό σε άσχετες στιγμές), πάνω σε μπεζ απαλό ύφασμα, κοντό μέχρι λίγο πάνω απ’ τα γόνατα με κουμπάκια μπροστά. Τα τρία πρώτα ήταν ανοιχτά καθώς και τα τρία τελευταία κι έμενε κουμπωμένη από τη μέση του στήθους μέχρι λίγο κάτω απ’ την κιλότα της.

Δουλειές του σπιτιού με το ραδιόφωνο να παίζει πότε λαϊκά, πότε ροκ παλιές επιτυχίες και καμιά φορά τα αγαπημένα της τζαζ. Σταθμός για όλα τα γούστα θα ήταν φαίνεται κι ότι πρέπει για παρέα στο σκούπισμα, καθάρισμα και μαγειρική. Μυρωδιά καμένου σκόρδου στην ατμόσφαιρα με καπνό από ένα τσιγάρο που σιγόκαιγε στην άκρη των χειλιών της, έτσι από συνήθεια. ΄Ενας καφές παραπέρα, συμπλήρωνε το σκηνικό δίνοντάς του την πρέπουσα κοινοτοπία σε τέτοιου είδους καταστάσεις.

Μέχρι το βράδυ ότι ήταν να γίνει, είχε γίνει. Όποιοι ήταν να μπουν στο σπίτι μπήκαν. ΄Οποιοι φώναξαν, φώναξαν. ΄Οποιοι ήταν να φύγουν, έφυγαν. Όποιοι ήταν να ανακατέψουν, ανακάτεψαν. Οικογενειακές καταστάσεις. Καθημερινά πράγματα όμορφης ή βαρετής ρουτίνας. Ζωή σε χαμηλή ταχύτητα. Ώσπου, επιτέλους, ήρθε το αργά...

Ένα φεγγάρι άναψε, κάποιοι πήγαν για ύπνο, μερικά φώτα έσβησαν, μισές ανάσες καληνύχτισαν κι άλλες μισές ούτε που ανέπνευσαν. Δυο τριξίματα, ένα βήξιμο κάπου μακριά κι ένα κορνάρισμα ταυτόχρονα, έφτιαξαν μια στιγμή χρόνου ανάμεσα σε μια παρένθεση. Κι η ρόμπα με τα μικρά μωβ λουλουδάκια ήταν εδώ και ώρα κολλημένη με τον ιδρώτα του γυμνού κορμιού που τη δεχόταν κι αυτή τη μέρα. Μάλιστα, είχε ανοίξει σε δυο σημεία ακόμα. Να, κάπου εκεί στη μέση...λίγο πάνω απ’ τον αφαλό. ΄Ισως και λίγο πιο κάτω...

Κάθισε στην πολυθρόνα με τα φώτα σβηστά και τις περίεργες ακτίνες απ’ έξω να πέφτουν πάνω της και να της γλύφουν την ανάσα. Μερικές τούφες κατρακυλούσαν στο λαιμό. Η γλώσσα της χάιδευε τα δυο της χείλη που ήταν στεγνά εδώ και ώρα. Διψούσαν. Μα όχι για νερό. Ούτε για κάποιο φτιαγμένο ποτό κλεισμένο σε μπουκάλι. Δε διψούσαν καν για κάτι το χειροπιαστό. Διψούσαν...για μια εικόνα. Την εικόνα που θα άφηνε να την πλησιάσει απόψε. Την εικόνα που είχε διαλέξει να συντροφέψει και τούτο της το νύχτωμα...

Άνοιξε όσα κουμπιά είχαν απομείνει σφαλισμένα, με κινήσεις απαλές μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. ΄Εφερε το ένα χέρι πίσω απ’ το λαιμό τρίβοντας απαλά το σβέρκο της που το ένιωθε πιασμένο. Κι έγειρε το κεφάλι ακουμπώντας στο προσκέφαλο της ανάπαυλάς της. Άνοιξε τα πόδια. Όμορφη σκηνή για κάποιον που θα την κοιτούσε από μπροστά. Ή από πάνω. ΄Η από πίσω. Ή από δίπλα...

Μα επέλεξε να την κοιτάξει εκείνος. Η μορφή του ήρθε άυλη μέσα απ’ τις αντανακλάσεις που έκαναν τα φώτα του δρόμου πάνω στη τζαμόπορτά της. Η μορφή του που χωρίς να είναι συγκεκριμένη (ίσως γι’ αυτό) την άναβε όποτε τον έφερνε στο νου. Και τον άφησε να της κάνει ότι εκείνος επιθυμούσε. Ότι εκείνος ήθελε. Ότι εκείνος λαχταρούσε. Κι έτσι άρχισε να τον νιώθει...

Πρώτα απαλά...ίσα να καταλαβαίνει την αύρα του να πλησιάζει τη δική της. Να ενώνεται σε μια ανατριχίλα που της σήκωνε τις απαλές τρίχες του κορμιού της, που την έκανε να ριγά σε κάθε κίνηση του λεπτοδείχτη απ’ το ρολόι του τοίχου, που της ξυπνούσε τη δίψα ακόμη περισσότερο. Που την έκανε να περνά τη γλώσσα της ξανά και ξανά πάνω στα σαρκώδη χείλη της που δεν είχαν ίχνος από κραγιόν μα που φάνταζαν προκλητικά και γεμάτα πόθο. Τον ένιωθε να έχει έρθει κοντά της γονατιστός και να της αγγίζει τα μπούτια μαλάζοντας με τα δάχτυλά του την καυτή της σάρκα. Κι ολοένα να τα ανεβάζει και πιο πάνω...

Έπιασε το ένα της στήθος και το ζούληξε με δύναμη. Κι άνοιξε τα πόδια της περισσότερο. Έβαλε το ένα πάνω στο ένα χέρι της πολυθρόνας και το άλλο επάνω στο άλλο. Κι έφερε τη λεκάνη της μπροστά...ξεδιάντροπα...προκλητικά. Να του δείξει ότι ήθελε να του δείξει όλο το πρωινό. Ότι ήθελε για να τον κάνει να την αγγίξει όπως μόνο εκείνος ήξερε να την αγγίζει. Να την κάνει να αισθανθεί τόσο γυναίκα όσο είναι στην πραγματικότητα και που δεν μπορεί να της το βγάλει άλλος κανείς...

Τον ένιωθε να την κοιτά, να την εξερευνά, να μη μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Να της δίνει ηλεκτρισμό και να την κάνει να μουδιάζει απ’ το βάθος του μυαλού της μέχρι ίσαμε το βάθος του κόλπου της. Πόσο λαχταρούσε αυτό το άγγιγμα, αυτή τη μετάδοση, αυτή την κοινή ένωση όχι μόνο των σωμάτων μα και κάτι του απροσδιόριστου που φτιάχνει το σύμπαν όποτε θέλει να σου δείξει πόσο μηδαμινός είσαι μπροστά στη μαγεία της στιγμής...

Πήρε στις δυο παλάμες το άλλο της το στήθος κι έγειρε μπροστά. Σαν να τον έβλεπε ολοζώντανο μπροστά της, του έδωσε την σκληρή ρόγα της στο στόμα του. Και τον ένιωσε να τη γεύεται αχόρταγα, σα μωρό που παίρνει την πρώτη του τροφή απ’ το πρόσωπο που του έδωσε ζωή μέσα απ’ τη ζωή της. Τον ένιωσε να τη ρουφά, να την πιπιλά, να την δαγκώνει, να την παίζει με τη γλώσσα του, βγάζοντας ήχους ανυπόμονους, βιαστικούς κι άλλοτε πιο απαλούς σα το κύμα που κάνει πίσω μετά το άγαρμπο και ορμητικό ξέσπασμά του σε βράχο της στεριάς...

Κι ύστερα...έβαλε το χέρι της πάνω στην φουσκωμένη της κλειτορίδα, χαϊδεύοντάς την κυκλικά, στην αρχή αργά κι ύστερα πιο γρήγορα μεταφέροντας την υγρασία της πάνω στα δάχτυλά της. Του χαμογέλασε δίνοντάς του στο στόμα τη γεύση της και άκουσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά καθώς της φιλούσε την παλάμη βάζοντάς την να του καλύψει όλο το πρόσωπο. Τα δάχτυλά του είχαν αρχίσει το δικό τους παιχνίδι στην υγρή της περιοχή, κάνοντάς την να βγάζει μικρούς ηδονικούς ήχους που θαρρείς πως έβγαιναν από όργανα που παίζουν οι νεράιδες στους καταρράκτες κάποιες νυχτιές με πανσέληνο...

Δεν άντεξε να καρτερά και του πήρε με μιας το κεφάλι ανάμεσα στα δυο της χέρια σπρώχνοντάς τον με δύναμη επάνω της. Εκείνος, σα να περίμενε την προτροπή της, έβαλε με σίγουρες κινήσεις τα χέρια του στους τροφαντούς της μηρούς και έχωσε τη γλώσσα του ανάμεσά της. Πινέλο ζωγράφου που βάφει καμβά με χρώματα άνοιξης. Βροχή που πέφτει σε λιβάδι διψασμένο για νάμα. ΄Ηλιος που απλώνει ακτίνες και καίει τις άσπρες πέτρες στα νησιά. Τυφώνας που κυκλώνει χωριά και τα σηκώνει στους πέντε ουρανούς. ΄Ενωση φθαρτών σωμάτων σε άφθαρτη ουσία. Χυμοί του παραδείσου με της κόλασης την κάψα. Σπασμοί ηφαίστειου σε δωμάτιο γεμάτο κόσμους...

Τον ένιωσε να βγάζει πίδακα καυτό και να της ποτίζει το κορμί. Να ξεσπάει φωνάζοντας το όνομά της. Να γίνεται ποτάμι ανάμεσα στις χαράδρες της. Του έδωσε το ξέσπασμα της μέρας της, φτιάχνοντας χώρο ανάμεσα σε δυο μέρες μιας ακόμη εβδομάδας. Ανάμεσα σε χρόνους που μετρούν οι άνθρωποι μα τις γεύονται οι αναλαμπές. Ανάμεσα σε ήχους χορών χωρίς καθορισμένα βήματα. Και έγιναν μια λίμνη κοινή που είχε νου, λαλιά και σιωπή όση αρμόζει στο τίποτα για να συνεχίσει να φτιάχνει...

...ένα τίποτα ακόμα...


.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Τα blues της καρδιάς σου...





Είμαι εδώ...


...στον φάλτσο ήχο του γαλάζιου σύννεφου που σε καλύπτει...

...στην καύτρα του τσιγάρου που κρέμεται απ’ των χειλιών σου την άκρη...

...στο καυτό υγρό που καταπίνεις γουλιά γουλιά...

...στης σκέψης σου τον γκρίζο αναστεναγμό...


Είμαι εδώ...


...χαϊδεύω ότι δεν μπορεί ο νους σου να αγγίξει...

...κοιτώ εκεί που το αχνό σου βλέμμα δεν φτάνει...

...λικνίζομαι στης μισής σκιάς σου το χάδι...


Είμαι εδώ...


...για να σου θυμίζω τις κόκκινες στιγμές που δεν ζεις...

...για να σου δείχνω μια χαραμάδα απ’ το παράνομο ξημέρωμά σου...

...για να σου δίνω λίγη γεύση από ένα παράλληλο «τώρα»...


Είμαι εδώ...


...για να εξακολουθώ να υπάρχω...σαν εικόνα φυγής των ήχων που ανέστησαν το πεπρωμένο σου...

...για να ανακατώνομαι μέσα στις προτροπές των καμένων «έλα» και των αδύναμων «φύγε» σου...

...για να γδύνομαι τους ρυθμούς των μονότονων ωροδεικτών σου...


Και θα εξακολουθώ να είμαι εδώ...


...χυμένη πάνω στο άμορφό σου τίποτα...


...ξαπλωμένη πάνω στην ανατριχίλα των ονείρων σου...

...ακουμπημένη πάνω στη ροή της ζωογόνας φλέβας σου...


...ώσπου να τελειώσουν τα blues που παίζουν οι χτύποι της καρδιάς σου...





.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

΄Ενα φλαμέγκο ακόμα




Θα βάλω φόρεμα στο χρώμα της φωτιάς. Αυτό που μάταια προσπαθεί να κλείσει το στήθος μου σε δυο χούφτες, δίνοντάς του αιτία κι αφορμή να ξεχειλίσει ατίθασα απ’ όπου βρίσκει. Εκείνο το φόρεμα που ανοίγει στους γοφούς και σηκώνεται σε κάθε μου κίνηση. Σα να περιστρέφεται δορυφορικά γύρω απ’ τους πλανήτες μου. Σα να γλύφει δέρμα και να λούζεται με ιδρώτα. Σα να αναζωογονείται με το φύσημα του αγέρα.

Θα σηκώσω και τα μαλλιά μου ψηλά. Αφήνοντας μερικές τούφες να πέφτουν ανάκατα στους ώμους. Να μου μπαίνουν στα μάτια, να κυλούν στο λαιμό και να μπλέκονται στα χείλη μου. Και να τις αφήνω απείραχτες να κάνουν τα κόλπα τα δικά τους. Τα κόλπα που τους υπαγορεύει κάθε μου στεναγμός.

Θα βάλω και το σκούρο μου κραγιόν. Εκείνο που έχει το χρώμα του πηχτού αίματος. Που είναι σα να έχω δαγκώσει τα χείλη μου να βγάλουν το χυμό του πάθους. Κι από πάνω θα το περάσω με γυαλάδα από σιρόπι βύσσινο.

Και θα πάω ξυπόλυτη κάτω απ’ το φως του δέκατου τρίτου φεγγαριού. Εκείνου που αντανακλά τα βράδια μου. Τις σκιές μου. Τους ψιθύρους μου. Και κάτι πεταμένα μου κομμάτια.

Κι όταν όλα ησυχάσουν θα κάνω τα πρώτα βήματα ενός ακόμη φλαμέγκο. Που θα έχει κλεισμένο μέσα του δάκρυ αλατισμένο από θύμισες που ακόμα αιμορραγούν. Μα που σιγά σιγά ξεθωριάζουν. Ενός φλαμέγκο που στα επόμενα βήματά μου θα παίρνει ρυθμό αλόγιστο. Ανεξέλεγκτο. Ασχεδίαστο. Κι απρόβλεπτο. Και θα γίνεται στρόβιλος που παρασέρνει όλα μου τα πριν τα τώρα και τα μετά. Φτιάχνοντας μια καταιγίδα από γρήγορες ανάσες, ακατάληπτες φωνές και απότομες στροφές, παρασέρνοντας κάθε σωματίδιο που βρίσκεται κοντά μου να συμμετάσχει σε έναν χορό χωρίς λόγια. Σε έναν χορό που κάθε καινούργιο βήμα του...

...θα φτιάχνει ένα καινούργιο πεπρωμένο...

...μοναχικά δυναμικό...




.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Εγώ...εσύ...και κάτι ψιλά!





Όχι μάτια μου. Δεν αντέχω άλλο…

Μα…

Δεν έχει μα! Εσύ με έβαλες στη διαδικασία να κάνω σκέψεις. Να αρχίσω να ταξιδεύω. Να αρχίσω να θέλω. Δεν είχα πάει εγώ γυρεύοντας…

Ναι, αλλά…

Δεν έχει αλλά! Εσύ μου έστειλες λέξεις. Εσύ μου ζωγράφισες εικόνες. Εσύ μου χάρισες εκείνο το κόκκινο τριαντάφυλλο. Κι εγώ…χάιδεψα το νόημά τους. Και…διέκρινα το υπονοούμενό τους…

Όμως…

Δεν έχει όμως! Εσύ με κοίταξες όπως θέλω να με κοιτάζουν. Εσύ με πήγες βόλτα σε κείνο τον βράχο που ήξερες πως μου αρέσει. Κι εσύ ήσουν που χωρίς να στο ζητήσω μου έδειξες το φεγγάρι να κάνει νερά στην πανσέληνο του μυαλού μου…Κι εγώ τα δέχτηκα. Και σε άφησα να καταλάβεις πως έχω αρχίσει να νιώθω…

Εγώ δεν…

Δεν έχει εγώ δεν!

Αφού...

Δεν έχει αφού!

Θα με αφήσεις επιτέλους να μιλήσω;

Και να πεις τι; Τι μπορείς να...

Ποιος σου είπε πως εγώ ήθελα κάτι περισσότερο;

Μα...

Δεν έχει μα!

Ναι αλλά...

Δεν έχει ναι αλλά!

Όμως...

Δεν έχει όμως!

..............

...............

Δηλαδή...τώρα...τι;

Δε ξέρω...

...΄Ηξερες ποτέ;

Μυστήρια είσαι. Το ξέρεις;