Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Ένα βουβό τάνγκο...




Μέχρι να λυγίσει η μέση μου με συνοδό τον άνεμο. Μέχρι να φανούν οι γάμπες μου απ’ τη σηκωμένη μου τη φούστα. Μέχρι να κολλήσουν τα μαλλιά μου στον λαιμό απ’ τον ιδρώτα που θα κυλάει βαθιά στα στήθια μου.



Μέχρι να φτάσω τρέχοντας ξυπόλυτη σ’ εκείνον τον ευκάλυπτο που μυρίζει τ’ άρωμά σου. Μέχρι να χαράξω πάνω του τ’ αρχικά σου. Μέχρι ν’ αγκαλιάσω την ομίχλη και της ψιθυρίσω μια θαλασσιά ανάσα. Μέχρι να αποχαιρετίσω μιαν ιδέα. Ένα φιλί που δεν δόθηκε. Μια ένωση που δεν υπήρξε.


Μέχρι να χορέψω σ’ εκείνο το στενό που με πήγαν τα βήματά μου, τον χορό που βγαίνει απ’ τα σωθικά μου. Με ένταση και παύσεις. Με πάθος και φόβο. Με έρωτα και απελπισία. Μέχρι να καταλάβω για ακόμη μια φορά πως δεν θέλω ακόμη να σε ξεπεράσω.


Ένα βουβό τάνγκο για σένα. Και για μένα. Μια μετάβαση ακόμη σε μια σκοτεινή χαραμάδα χωρίς χώρο για φως.

.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Πρό(σ)κληση σε δείπνο


Μ’ αρέσει το πιπέρι. Το χρησιμοποιώ κατά κόρον. ΄Ετσι και σήμερα. Δεν ήταν δυνατόν να μην είχα ρίξει μπόλικο στο κατασκεύασμά μου. Αυτή τη φορά έβαλα και λίγη τριμμένη κόκκινη πιπεριά. Για να αφήσει ένα κάψιμο γύρω απ’ τα χείλη. Για να φανερωθεί και μια φλόγα μέσα απ’ τα μάτια. Για να δω αν θα με κοιτάξει και μέσα απ’ το βλέμμα της πει όσα δεν τολμά. Αν έχει, βέβαια, να πει πράγματα που δεν τολμά. Γιατί με το είδος της δεν ήξερα αν τα παιχνίδια που ξέρω να κάνω είναι προβλέψιμα ή όχι. Κι αυτή τη φορά θα δοκίμαζα. Πάντα μ’ αρέσουν οι προ(σ)κλήσεις άλλωστε...

Είχα σβήσει τα φώτα κι είχα ανάψει κεριά στο τραπέζι. Είχα βάλει το μαύρο μου εξώπλατο φόρεμα. Αυτό με το βαθύ ντεκολτέ. Που ένα έτσι να κάνω, φαίνονται τα βουνά μου και η χαράδρα τους που απλώνεται ενδιάμεσα. Σκίσιμο στη μια μεριά για να τονίζει το σταυροπόδι μου κι ένα κορδόνι για ζώνη που καμιά φορά το αγγίζω με νόημα και το παίζω ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου. Για αποπλάνηση...

Φανερώθηκε όταν έπινα μια γουλιά απ’ το γλυκό μου το κρασί. Είχα την πλάτη γυρισμένη και κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο. Την ένιωσα μα δεν γύρισα αμέσως. Εκείνη ήρθε στον χώρο μου. Κι εγώ θα καθόριζα τους όρους του παιχνιδιού. Την κοίταξα χωρίς να στραφώ ολοκληρωτικά προς το μέρος της και της χαμογέλασα. Τι όμορφη που ήταν! Και πόσο αθώα μαζί! Μ’ ένα ριχτό λευκό πέπλο πάνω της, που τόνιζε κάθε λεπτομέρεια του σώματός της. Τα στήθη της στητά. Τα μαλλιά της ξέμπλεκα. Τα χείλη της κατακόκκινα. Κι αυτές οι φτερούγες της , πόσο επιβλητικές! Πήγα κοντά και τις χάιδεψα. Μ’ άρεσε που μ’ άφησε. Η αίσθησή τους στην παλάμη μου, μου θύμισε θάλασσα από στάχυα που γέρνουν με την πνοή του ανέμου, συνάμα με ένα ξύπνημα δίπλα σ’ ένα πρόσωπο αγαπημένο μετά από μια ατέλειωτη νύχτα έρωτα.

Λευκές κι αυτές. Οι φτερούγες ήταν λευκές. Γιατί διαολίστηκα όμως τόσο που ήθελα μαύρες να τις κάνω;

Κάθισα στο τραπέζι απέναντί της και ένιωθα το βλέμμα της να με διαπερνά. Στάθηκε στο στήθος μου και μετά στα μάτια μου. Και ξανά πίσω στο στήθος μου. Της έβαλα να πιει μα αρνήθηκε. «Αργότερα όμως, θα θες να ξεδιψάσεις» σκέφτηκα σχεδόν πονηρά. Γιατί ακόμα μετρούσα τις αντιδράσεις της. Δεν μπορείς να εξηγήσεις σ’ έναν άγγελο τη χαρά του να είσαι θνητός αν δεν δει από κοντά ορισμένα πράγματα. Ούτε και τις λύπες, άλλωστε. Από κει ψηλά, όλα φαντάζουν αλλιώς. Άλλο να τα ζεις όμως, έτσι δεν είναι; Κι ο θηλυκός άγγελος που ανέλαβα να δελεάσω, φαινόταν τόσο...αγνός. Πώς θα αντιδρούσε, άραγε;

Σκέφτηκα να την αρχίσω απ’ τα δύσκολα. Να την βουτήξω στα βαθιά. Κι ύστερα να την φέρω στα μέτρα μου. Σηκώθηκα κι έβαλα το ένα μου πόδι πάνω στην καρέκλα. Έσκυψα και έπιασα την γάμπα μου. Και σήκωσα το φουστάνι μου λίγο παραπάνω για να φανεί το κιλοτάκι που φορούσα. Το έκανα και λίγο στο πλάι για να δει το καλοξυρισμένο του περιεχόμενο. Δεν πήρε τα μάτια της από πάνω μου. Χαμογέλασε. Λένε πως οι άγγελοι δεν έχουν φύλο, μα τούτη δω είχε και παραείχε. Οι ρόγες της σκλήρυναν και την είδα να κουνιέται στη θέση της. «Κάνετε έρωτα κει πάνω»; την ρώτησα γλύφοντας με το δάχτυλό μου λίγη σάλτσα. Μου έκανε νεύμα άρνησης. «Δηλαδή δεν έχετε νιώσει τι είναι οργασμός»; την προκάλεσα περισσότερο, βάζοντας αυτή τη φορά το δάχτυλό μου στα δικά της χείλη. Τα έγλυψε και φάνηκε να της άρεσε η καυτερή γεύση του φαγητού μου. Κι ύστερα έβαλα το χέρι της πάνω μου να με αγγίξει. Την οδήγησα και πιο χαμηλά για να νιώσει ένα κορμί που μέσα του κυλά ακόμη αίμα. Να επιμείνει σ’ εκείνο το σημείο και να νιώσει πώς είναι οι συσπάσεις μου και πώς γίνεται το βλέμμα μου όταν ελευθερώνονται. Και δεν έφερε αντίρρηση. Κι όταν γεύτηκε την ανάσα μου πήρε το ποτήρι της και κατέβασε μια γερή γουλιά απ’ το κρασί μου.

Κι ύστερα έγειρε στη θέση της. Κι εγώ πήγα στη δική μου. Ήπιε όλο το περιεχόμενο του ποτηριού της κι έβαλε κι άλλο. Με κοίταγε με βλέμμα εξερευνητικό. Σαν να ήθελε να μου κάνει χίλιες ερωτήσεις και να μη ξέρει από πού να πρωταρχίσει. Τα φτερά της πότε άνοιγαν, πότε έκλειναν. Η αναπνοή της πότε αργή, πότε πιο γρήγορη. Με κάρφωσε στα μάτια. Την κάρφωσα κι εγώ. Γελάσαμε.

«Ξέρεις», συνέχισα γεμίζοντας τα ποτήρια μας ξανά, «έχω εξελίξει το κοίταγμά μου όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω να του δίνω κι άλλο νόημα κάθε φορά». Και της έδειξα. Την προέτρεψα μάλιστα να μου το κατονομάζει ανάλογα με την έκφρασή μου. Πρόστυχο. Αγνό. Λάγνο. Αδιάφορο. Θυμωμένο. Επικριτικό. Ερωτικό. Αγαπησιάρικο. Περιπαιχτικό. Συνεχίσαμε να γελάμε. Πόσο όμορφα γέλαγε! Την έκανα χάζι. Την ζήλεψα. Γέλαγε με την καρδιά της – έχεις καρδιά αγγελίνα μου;
Της είπα και δυο ιστορίες. Απ’ αυτές που αφηγούμαι τα βράδια με αναμμένη τη φωτιά. Ιστορίες για ιππότες και νεράιδες. Ιστορίες για στοιχειά και τέρατα. Ιστορίες με βία και αίμα. Ιστορίες με πόλεμο και σκοτωμούς. Ιστορίες για παιδιά που έφευγαν και χάνονταν. Και την είδα που δάκρυσε – έχεις δάκρυ άγγελέ μου;
Της ζωγράφισα και δυο βουνά. Κι έναν ήλιο ανάμεσα. Κι ένα μαύρο σύννεφο μ’ έναν κεραυνό. Για αντίφαση. Για μπέρδεμα. Για σκάλωμα. Μα φυσιολογικό της φάνηκε να έχει η φύση ιδιοτροπία. Μπορούσα όμως να ’χω και γω παρόμοια; Και της είπα για θυμούς και για καβγάδες, για γεννητούρια και χαρές, για αίματα και για πληγές. Για ξεσπάσματα και φωνές. Για γροθιές και για κλοτσιές. Για αγωνίες και εμμονές. Για φοβίες και στριγγλιές. Για χαμόγελα και ορέξεις. Για ζευγαρώματα και παντρειές. Για χωρίσματα και γιατρειές. Για σκοτάδια και αναλαμπές. Κι έσπασε το ποτήρι της σε χίλια κομμάτια – νιώθεις κάτασπρή μου;
Και πέρασε η ώρα κι έπιασε το πρώτο χάραμα. Κι ακούστηκε μια μουσική από έναν αλήτη βιολιτζή. Κι ακούστηκε κι ένα πέταγμα από κάτι λεύτερο στον ουρανό. Κι ο θηλυκός μου άγγελος γδύθηκε μπροστά μου. Έβγαλε το πέπλο της και τα δύο της φτερά. Τ’ άφησε στα πόδια μου και ζήτησε το φόρεμά μου. Της το ’δωσα και την βοήθησα να το κουμπώσει. Της χτένισα και τα μαλλιά. Κοίτα να δεις που δεν ήταν δύσκολο τελικά να θελήσει να την κάνω θνητή. Με φίλησε στα χείλη κι ήταν όλο γλύκα εκείνο το φιλί. Δελέασα έναν άγγελο να παραμείνει στη γη. Θα έπρεπε να χαίρομαι ή μήπως θα έπρεπε να βάλω τα κλάματα;

Με πλησίασε μιμούμενη τα βήματά μου και μου έβαλε τα δικά της τα φτερά πάνω στο γυμνό μου κορμί. Ταίριαξαν με μιας . Σαν να ήταν φτιαγμένα για τους δικούς μου ώμους. Κι άρχισα να τρέμω όταν κατάλαβα τι θα γινόταν στη συνέχεια. Ο ήλιος άρχισε να βγαίνει χαϊδεύοντάς μου το πρόσωπο. Ένα δάκρυ στέγνωσε πριν καν αρχίσει να τρέχει.


Ήταν η ώρα μου να φύγω. Χαμογέλασα πικρά κι εκείνη μου κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. ΄Εσταξε λίγο απ’ το κρασί στα χείλη μου σαν μεταλαβή για το καινούργιο μου ταξίδι. Κι έκανε μια κίνηση που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Μου τσίμπησε το δάχτυλο να στάξει αίμα και με τη στάλα του μου έβαψε τα φτερά. «Είναι δικά σου τώρα», μου είπε, και
άλλο χρώμα δεν μπορούν να έχουν».
Κι εγώ που ήθελα να της τα κάνω μαύρα...Τι χαζή που ήμουν...

Κοίταξα για τελευταία φορά τον χώρο μου κι άνοιξα τις φτερούγες. Άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά και βασανιστικά μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.

Άλλαξα ρόλο παίζοντας το ίδιο μου το παιχνίδι σ’ έναν κανόνα άνισο.

Έστω...

...τουλάχιστον έπαιξα...




(στον sidewalker που μου έδωσε την έμπνευση...)
.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Στάζω...





Άνοιξη πρωτόκλαψα μα φθινόπωρο νιώθω να είμαι. Η εποχή που στάζει. Στάζω κι εγώ...
Έλειπες κι ανέβηκα κρυφά να δω το μέρος που κοιμάσαι. Πώς είναι τα σεντόνια σου. Τα είχες στρώσει ή τα άφησες να έχουν το σχήμα του σώματός σου; Τα είχες πλύνει ή είχαν επάνω ακόμη τη μυρωδιά σου; Και το μαξιλάρι σου; Έχει κάποια απ’ τις ξανθές τρίχες των μαλλιών σου ή την είδες και την πέταξες; Μπα...ποτέ δεν έκανες κάτι τέτοιο. Γιατί να το κάνεις τώρα που μόνος σου έμεινες; (κι ας μη το ’χεις ακόμη καταλάβει). Ξάπλωσα εκεί που μερικές φορές μ’ έχεις αγκαλιάσει. Εκεί που έχεις δώσει τη στενοχώρια σου. Κι εκεί που στριφογυρνάς τα βράδια χωρίς να ξέρεις το γιατί (εγώ ξέρω). Κι έσταξα. Δάκρυ...
Περπάτησα στις στάλες κι έβαλα τα κόκκινα παπούτσια. Τα μαλλιά αφημένα και τα βήματα αργά. Για να προλαβαίνει η βροχή τις κινήσεις μου. Για να ανασαίνει τις διαθέσεις μου. Για να μου ψιθυρίζει όσα οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Εκείνους που τρέχουν να προφυλαχθούν. Από τι; Από τους χυμούς τ’ ουρανού; Γιατί; Εξατμίστηκε στο καυτό μου δέρμα. Μα ένα μέρος της απορροφήθηκε. Και μου ’δωσε ουσία απ’ το σύννεφο. Κι έσταξα. Στεναγμό...
Γλίστρησα κι έπεσα στις λάσπες. Κι έμεινα χωρίς να σηκωθώ. Έχωσα τα δάχτυλά μου βαθύτερα για να λερωθώ περισσότερο. Κυλίστηκα και γέμισα δυο χρώματα ακόμα. Μύρισα κι ένα ξερόφυλλο. Δεν είχε μυρωδιά (σε ποιον την έδωσε;). Σηκώθηκα κι ήμουν δέντρο με κλαδιά. Με μια καρδιά έξω από μένα. Να την βλέπω να χτυπά αχνά, να μεγαλώνει και να μικραίνει. Να λιώνει και να ξαναγεμίζει. Κι έσταξα. Αίμα...
Σκέφτηκα πρόσωπα. Σ’ άλλα χαμογέλασα. Σ’ άλλα θύμωσα. Σ’ άλλα αναπόλησα. Έκανα το γνωστό μου παιχνίδι. Δημιουργία υποτιθέμενων διαλόγων. Πόσο γλυκά με βασανίζει αυτό. Και πόσο επιμένω να το συνεχίζω στις στιγμές που ξεμακραίνω. Κάθε φορά κι άλλοι διάλογοι. Κάθε φορά και διαφορετικές εικόνες. Με μια εξέλιξη που με κάνει να φτιάχνω ρουφήχτρες και να χάνομαι μέσα τους. Κι ένα τέλος. Που αφήνει τελείες για πιθανή διαμόρφωση. Κι έσταξα. Προσμονή...
Έκαψα ένα λιβάνι. Απ’ αυτά που βγάζουν καπνό οράματος. Κι είδα μορφές με σκιά. Χωρίς έκφραση. Κι ούτε κατάλαβα ποιες ήταν. Κι ούτε αν ήθελαν κάτι. Κι ούτε ξέρω από πού ήρθαν. Μα ξέρω πως έμειναν εδώ. Γιατί όταν εμφανίζονται δεν μπορούν να ξεφύγουν. Κι ας φαίνονται πως διαλύονται. Τις άγγιξα. Κι έγιναν δικές μου. Κι έσταξα. Θάνατο...
Έριξα πάνω μου νερό. Να πλυθώ. Ν’ αλλάξω μορφή. Να δω το Α μου που πολλοί το θέλουν Λ. Μα εγώ Α το ’κανα πάλι. Σαν να ’μαι σε μια συνεχή αρχή. Να δω το σώμα μου γυμνό. Να γίνω έτοιμη για σένα που ’χω στο μυαλό μου. Και για σένα που μου μιλάς νομίζοντας πως μ’ έχεις καταλάβει. Και για σένα που ακόμη δεν μ’ έχεις πλησιάσει. Μα και για σένα που ακόμη δεν έχω δει. Κι έφερα πίσω τα μαλλιά μου. Να φανεί το πρόσωπό μου. Και χάιδεψα το στήθος μου. Κι έγλυψα τα χείλη μου. Κι έσταξα. Έρωτα...
Κι ύστερα ντύθηκα χαρά. Να τους γελάσω μην ανησυχήσουν. Να μ’ αγκαλιάσουν και να μου δώσουν λόγο να υπάρξω. Να τους τραγουδήσω για να αγαπήσουν και αυτή τη μέρα. Και να αναζητήσουν την επόμενη. Να κυλιστώ στο πάτωμα μαζί τους και να γίνουμε γη. Να βάλουμε φτερά και να γίνουμε άγγελοι. Και διάβολοι μαζί. Να τρέξουμε στα όνειρα και να βάψουμε τις νότες. Να δημιουργήσουμε χρόνο μόνο για μας. Κι έσταξα. Αγάπη...


.


Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Ξέρεις...



Ξέρεις...έχω καιρό να σου πω τα δικά μου. Κι αυτό γιατί όποτε σε παίρνω τηλέφωνο με αρπάζεις απ’ τα μούτρα – ως συνήθως – και μου λες τα δικά σου. Πού δεν πήγες, τι δεν έκανες, πού πονάς, πόσο υποφέρεις, πόσο σου φωνάζει, πόσο δεν(;) του φωνάζεις. Για το πριν σου, το υποτιθέμενο τώρα σου και το ανύπαρκτο μετά σου. Κι εγώ να σ’ ακούω και πριν προλάβω να πάρω ανάσα, μου λες πως πρέπει να κλείσεις γιατί θα σου καεί το φαγητό. ΄Ισως να υποψιάζεσαι τι θα σου πω, ίσως κι όταν σου τα λέω, ξανά τα δικά σου θες να μου πεις – άλλωστε εγώ πάντα βρίσκω λύσεις, ε; - ίσως και να μη σ’ αρέσουν όσα σου λέω, ίσως σε στενοχωρώ (μα σε κάνω και να γελάς, το ξέρεις!), ίσως και να αναρωτιέσαι ή να απορείς. Γλυκιά μου μαμά...

Ξέρεις...έφτιαξα τα μαλλιά μου αλλιώς. ΄Αφησα τις ουρές χωρίς να τις κόψω και τα έβαψα στο χρώμα που δεν σ’ αρέσει. Το μαύρο του κορακιού. Τώρα μου έχουν φτάσει μέχρι τη μέση. Και βολεύουν. Είναι κι ωραίο κόλπο για να μου τα τραβούν στο σεξ επάνω. Ξέρεις, όταν είμαι στα τέσσερα κι ο άλλος είναι από πίσω μου και φαντάζεται πως καβαλάει φοράδα ή κάτι τέτοιο. Και να σπάει η πλάτη μου κατά πίσω και να με κάνει να φωνάζω περισσότερο. Ναι, αγαπημένη μου, κάνω σεξ ΚΑΙ μ’ αυτόν τον τρόπο. Περίμενες πως θα στο έλεγα; Ε, και; Στο λέω τώρα. Ικανοποιημένη; Εγώ να δεις...

Ξέρεις...δεν ξέρω αν θα χωρίσω οριστικά τελικά ή θα συνεχίσω να τον απατώ. Εσύ το ’λεγες πως ησυχία δεν έχω κι από μικρή δεν μπορώ να είμαι για πολύ μ’ έναν άντρα. Γιατί ν’ αλλάξει τώρα; Επειδή έφυγα απ’ τα τριάντα προ πολλού; Μωρ’ τι μας λες; Τι αλλάζει μετά τα τριάντα δηλαδή; Το πολύ πολύ να μπαίνουν καινούργιες ιδέες. Κι εγώ απ’ αυτές έχω μπόλικες. Να προσέχω; Πώς το πες αυτό; Λες σε μένα να προσέχω; Να γελάσω τώρα ή να το αφήσω για αργότερα; Μη μ’ αναγκάσεις να πω τι κάνω στο όνομα της όποιας προσοχής. Θα φρίξεις...

Ξέρεις...ποτέ δεν μου είπες πως έπαιρνες μάτι το ημερολόγιό μου. Το ’ξερα όμως απ’ τον τρόπο που με κοίταγες και που μου πέταγες εκείνα τα υπονοούμενα. Τι φοβόσουν άραγε; Μήπως σταματήσω να γράφω; Το είχες καταφέρει για ένα διάστημα. ΄Η έτσι νόμιζες τουλάχιστον. Μα, όσα έχω γράψει μέσα μου, δεν θα μου τα διαβάσεις ποτέ. Κι ότι έχω γίνει τώρα, το χρωστώ πλέον σ’ ένα μαύρο μελάνι που χύνεται απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα. Και βγαίνουν όπως εκείνα θέλουν. Κι όχι όπως θέλω εγώ. Ευχαριστημένη; Εγώ να δεις...

Ξέρεις...θα παραιτηθώ απ’ αυτή τη δουλειά που μου ’χει φάει τη ζωή. Οι εικόνες που βλέπω έχουν ποτίσει το δέρμα μου. Ευτυχώς έχουν σμιλέψει τα μέσα μου. Τι μανία κι αυτή που έχω στο να βρίσκω καλό στο κάθε τι! Εσύ φταις γι’ αυτό. Ναι φταις. Γιατί δεν φεύγω ποτέ όταν πρέπει. Γιατί κάθομαι πάντα λίγο παραπάνω. Έστω κι αν αυτό το παραπάνω, μετράει αιώνες. Γιατί; Εσύ έχεις φύγει ποτέ από κάτι;

Ξέρεις...σ’ αγαπώ. Γιατί είσαι δικιά μου κι εγώ είμαι δικιά σου. Μ’ έβαλες στον κόσμο των ξωτικών. Στον δικό σου κόσμο. Γι’ αυτό όλα μου φαίνονται αλλιώς. Γιατί ξέρω να τους δίνω άλλη διάσταση. Χάρισμα το λες αυτό. Τι μου λες; Έχω και χαρίσματα; Από πότε; Ναι, ξέρω μου το λες συχνά και τα μάτια σου βουρκώνουν. Γιατί όμως δεν μ’ έχεις κάνει να το πιστέψω; Όχι, δεν σου θυμώνω για τίποτα κι ούτε θα το κάνω. Έχεις κι εσύ τους λόγους σου για το καθετί. Και τους ξέρω καλά. Γι’ αυτό και πάντα σε δικαιολογώ. Κι ας ξεσπάω καμιά φορά.

Ξέρεις...έκανα πάντα ότι μου έλεγες. Κι ας μην μ’ άρεσε. Με ότι επιπτώσεις κι αν είχε αυτό μέσα μου. Αφού ακόμη την έγκρισή σου ζητώ ως και στις πουτανιές μου. Και μου τη δίνεις, γαμώτο. Γιατί μου δίνεις την έγκρισή σου σε κάτι τέτοιο; Επειδή έχεις μετανιώσει που δεν έκανες εσύ; Μπα, δεν είσαι τύπος που θα μπορούσες να κάνεις πουτανιές. Εμένα γιατί μ’ έφτιαξες έτσι; (ή γιατί με ενθάρρυνες; ) Σ’ αρέσει αυτό; Αν δεν σ’ αρέσει, τότε γιατί μετά προσπαθείς να με κάνεις να νιώθω ενοχές,ε; Τι κόλπο είναι αυτό πάλι; Και πόσο καλά ξέρεις να το κάνεις...

Ξέρεις...γιορτάζεις σήμερα. Ναι, το ξέρω ότι το ξέρεις. Ξέρεις να μεταδίδεις το όνομά σου με τον τρόπο σου. Κι είναι όμορφο αυτό. Σ’ αγαπούν και οι άλλοι. Αυτό μ’ αρέσει σε σένα. Εγώ ξέρω να γίνομαι και αντιπαθητική. Εσύ δεν το ’χεις κάνει ποτέ. Μπα, δεν θα ’θελα όμως να ’μαι σαν και σένα. Μ’ αρέσει να τσιγκλάω κώλους. Ναι κώλους. Δεν θέλεις να μιλάω έτσι; Κι όμως...λέω και χειρότερα. ΄Οπως τη λέξη μουνί. ΄Ελα...πώς κάνεις έτσι; Σκάσε και πες την και συ. Γεμίζει το στόμα. Θα δεις...

Ξέρεις...δεν θέλω να μου φύγεις ποτέ. Ξέρω όμως πως κάποτε θα γίνει. Έχω φανταστεί την εικόνα σου να ’ναι ξαπλωμένη (εκεί) μα ποτέ δεν σ’ έχω φανταστεί πως θα μπορούσες να παραμείνεις έτσι. Ποτέ δεν κάθισες σ’ ένα σημείο για πολύ. Γιατί να το κάνεις τότε; Ξέρω πως θα βρεις τρόπο να ’ρχεσαι κοντά μου. Και να γυρνάς γύρω μου σα τη σβούρα. Υποσχέσου μου πως θα το κάνεις...

Ξέρεις...σ’ αγαπώ. Ναι, στο ξανάπα και πιο πάνω. Ε, και; Πάντα λέω το σ’ αγαπώ. Ποτέ δεν έχω μετανιώσει που το λέω, το γράφω, το δείχνω, το φωνάζω. Ξέρεις...μου λείπεις...ξέρεις...υπάρχουν στιγμές που δεν μου λείπεις...ξέρεις...νιώθω μόνη...ξέρεις...νιώθω και γεμάτη...ξέρεις...θέλω να σου βάλω τις φωνές...ξέρεις...θέλω να σου απαλύνω τις πληγές...ξέρεις...θέλω να μεγαλώσω παιδιά που να ανήκουν στον εαυτό τους κι όχι σε μένα...ξέρεις...θέλω να τα κάνω και λίγο διαφορετικά από σένα που ’χω μέσα μου...ξέρεις...

...ξέρεις...σε χρειάζομαι...για να γίνομαι πάντα κάτι παραπάνω...ξέρεις...είναι εγωιστικό αυτό που είπα...ξέρεις...ο εγωισμός δεν είναι πάντα κακός...ξέρεις...θα ’θελα να πάμε ένα ταξίδι μαζί...ξέρεις...δεν θα μπορούσα να ζω μαζί σου στο ίδιο σπίτι πια...ξέρεις...δεν μπορώ να σε ξεπεράσω...

...ξέρεις...φοβάμαι...φοβάμαι....

...και μ’ εκνευρίζεις. Ξέρεις γιατί;

...γιατί όλα τα παραπάνω...τα ξέρεις...




... πριν καν τα πω....



(Χρόνια πολλά μαμά μου! Δυνατά τη μουσική σου. ΔΥΝΑΤΑ!)

.


Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Μείον έντεκα



Ξημέρωμα Σαββάτου. Ημερομηνία δεκατρείς. Σεπτέμβρης. Χρόνια έντεκα πριν.

Φορούσες το μακρύ σου μαύρο παλτό εκείνη τη νύχτα. Σου πήγαινε γιατί ήσουν ψηλός. Περπάταγες κι ανέμιζε. Στα είκοσι εννέα σου ότι και να φορέσεις, ανεμίζει. Το ’χει η ηλικία. Άντε, σε μερικούς βοηθάει και το παράστημα. Εσύ είχες και τα δυο. Είχες κι εκείνο το χαμόγελο το λυπημένο. Μ’ αρέσουν οι άντρες με τα λυπημένα χαμόγελα. Νιώθεις πως θες να τους εξερευνήσεις. Κι ότι αν αισθανθούν άνετα, θα θελήσουν κι εκείνοι να εξερευνηθούν. Πάντα στην τρίχα όταν έβγαινες. Είχες και ρολόι με αλυσίδα. Και πορτοφόλι δερμάτινο. Κι ένα αμάξι διάολο που το ’τρεχες το αναθεματισμένο και σε πήγαινε όπου εκείνο ήθελε.

Ο αδερφός σου, άλλο στιλ. Χύμα. Με μαλλί μέχρι τη μέση. Περπάταγε κι ανέμιζε πέρα δώθε. ΄Αλλες φορές το ’πιανε ουρά. Τις αλυσίδες τις είχε πάνω του. Ρολόι με πέτσινο λουρί. Χωρίς πορτοφόλι. Και χαμόγελο που ποτέ δεν ήταν χαμόγελο. Πάντα του ’βγαινε σε γέλιο. Κι αυτός ήταν που με είχε αγκαλιά εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι του...

Κι όταν η πόρτα χτύπησε, εκείνος ήταν που σηκώθηκε. Μα σαν άλλος να είχε γίνει όταν γύρισε κοντά μου. Κάτασπρος σαν το απάτητο το χιόνι. Κι αθώος μαζί. Γι’ αυτό μου θύμισε το χιόνι. Σαν πέφτει αμόλυντο είναι παρθένο απ’ το κάθε τι. Μετά νεκρώνεται. ΄Οταν ακουμπά στη γη. Τον είδα να ντύνεται χωρίς να βγάζει άχνα. Παράξενο με πόσο αργές κινήσεις... Παράξενο...

Τι;
.....

Τι;....

Θα σε πάρω τηλέφωνο απ’ το νοσοκομείο, μου είπε. Ο αδερφός μου...


Ξημέρωμα Σαββάτου. Ημερομηνία δεκατρείς. Σεπτέμβρης. Χρόνια έντεκα πριν.


Το χαμόγελό σου, μάτια μου, το χαμόγελό σου...
«Το μονοπάτι του ουρανού, λάμπει τώρα που το πάτησες. Σκοτείνιασε όμως η καρδιά μας...». Αυτά τα λόγια σου ’χα γράψει σε κείνες τις ψυχρές τις λευκές τις πλάκες. Τι να πουν τα λόγια; Τίποτα δεν λένε τα λόγια.
Τίποτα...

Τίποτα...

.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Σαν σε όνειρο...



Θα φορέσω το μακρύ κόκκινο φουστάνι μου. Αυτό που έχω καιρό να βάλω. Αυτό που μου κάνει τα στήθη να ενώνονται τόσο σφιχτά μεταξύ τους που δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Αυτό με τα μαύρα τα κορδόνια που τα δένω μπροστά και τ’ αφήνω να κρέμονται μέχρι κάτω. Και που αφήνω μικρά μικρά παραθυράκια για να φαίνονται οι πτυχές του δέρματός μου που ξεπροβάλλουν ανάμεσα. Αυτό το φουστάνι με τη στενή τη μέση που ανοίγει στους γοφούς και μου φτάνει μέχρι τους αστραγάλους. Που όταν περπατώ κουνιέται ολόκληρο και φλερτάρει με τον άνεμο.

Και θα χτενίσω τα κατάμαυρα μαλλιά μου όσο πιο ίσια μπορώ. Θα κάνω και την κόκκινη ανταύγεια μου να λάμπει περισσότερο και θα τους βάλω λακ γυαλιστερή. Κι ύστερα, ύστερα θα βάψω τα χείλη μου στο χρώμα του βατόμουρου. Κατευθείαν έτσι όπως το παίρνεις άγριο, απ’ τη μάντρα που φυτρώνει, και το βάζεις στο στόμα σου. Και στα μακριά τα νύχια μου θα ζωγραφίσω το μονόγραμμά σου με το μαύρο που σ’ αρέσει.

Και θα σου ’ρθω σ’ ένα όνειρο. Εκεί που δεν θα το περιμένεις. Εκεί που θα νομίζεις πως μ’ έχεις ξεχάσει. Κι εκεί που θα κοντεύεις να πιστέψεις πως σε ξέχασα κι εγώ. Και θα ’ρθω μέσα από σύννεφο κι ομίχλη. Μέσα από στάλες κι αέρα. Με τ’ άρωμα της θάλασσας που κάνει τη ψυχή σου να φεύγει και να ταξιδεύει. Με τα μάτια σου κλειστά και την πανοπλία σου κάτω απ’ το κρεβάτι. Το ξίφος σου παρατημένο και την ασπίδα χωμένη στη σάπια σου σπηλιά. Κι έτσι μες στο στριφογύρισμά σου θα νιώσεις τ’ όνομά μου, το βλέμμα και τους χτύπους της καρδιάς μου.

Νεκρή κι όμως τόσο ζωντανή μπροστά σου. Θαμμένη κι όμως τόσο αναστημένη μέσα σου. Μουντή κι όμως τόσο ξεκάθαρη κοντά σου. Με το βλέμμα μου στα μάτια σου. Το αθώο μου. Εκείνο που είχα μικρή. Και το μαγεμένο μου. Εκείνο που απέκτησα μεγαλώνοντας. Και θα σ’ αγγίξω έτσι όπως δεν σε είχα αγγίξει ποτέ. Χωρίς φιλί. Χωρίς χάδι. Χωρίς έρωτα. Μόνο με έναν μου ψίθυρο θα σου ταράξω τ’ όνειρο. Που δεν θα ξέρω πώς και γιατί μου βγήκε. Ποιος και πότε μου τον υπαγόρευσε. Και ούτε τι σημαίνει :

Γδύσε με....δεν αντέχω άλλο πάνω μου εσένα....

Γδύσε με....

Κι όσο ξέρεις πως δεν το εννοώ τόσο θα σου στοιχειώνω τα όνειρα...

...και τόσο θα συνεχίζω κόκκινες τις νύχτες να σου βάφω...




(στον σκοτεινό μου ιππότη...)
.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Κάθε μέρα εκατό



Κλείνω τα μάτια. Μία φορά, δύο φορές, τρεις...δεκατρείς….είκοσι…πενήντα πέντε….εξήντα οκτώ….ογδόντα μία… εκατό! Ουφ! εκατό ολόκληρες χτενισιές. Τώρα έχω τα μαλλιά μιας αληθινής πριγκίπισσας. Κοίτα τα. Γυαλίζουν και αστράφτουν. Και τι μαλακά που είναι. ΄Ισια χωρίς κόμπους. Ολόισια και χωρίς καμία τσαλακωσιά. Μμμ...

Κλείνω τα μάτια. Μαμά, έτσι πρέπει να κάνουμε κάθε βράδυ; Είναι βαρετό. ΄Εχω αρχίσει να κουράζομαι. ΄Ελα να μου τα χτενίσεις κι εσύ λίγο. Όπως όταν ήμουνα μικρή. Που με έπαιρνες στην αγκαλιά σου, πρώτα μου χάιδευες το κεφαλάκι, μετά με φιλούσες στο μάγουλο, και μετά άρχιζες να μου ξεμπερδεύεις τα μαλλιά με κείνο το τραγουδάκι. Το θυμάσαι; Πώς πήγαινε να δεις...
΄Ενα κοριτσάκι όμορφο πολύ, ένα κοριτσάκι παίζει στην αυλή, είναι το μωρό μου το γλυκό μωρό, είναι το μωρό μου που το αγαπώ…
Κλείνω τα μάτια. Μαμά πού είσαι; είμαι μόνη μου εδώ μέσα. Είναι σκοτεινά. Φοβάμαι το σκοτάδι. Πού είναι η χτένα μου; δεν θα χτενίσω τα μαλλιά μου σήμερα; Μα πρέπει να τα χτενίσω. Ποτέ δεν έχω πάει για ύπνο χωρίς να μετρήσουμε αυτές τις εκατό φορές που η χτένα κυλά απ’ την κορυφή του κεφαλιού μου μέχρι κάτω τη μέση μου. Πονάω. Ο λαιμός μου πονάει. Γιατί έπρεπε να βγάλουμε τις αμυγδαλές; Μαμά πού είσαι; Μία φορά, δύο φορές… να τη η χτένα μου. Σ’ αυτό το κίτρινο κομοδίνο. Δεν μοιάζει με το δικό μου. Το δικό μου είναι ροζ κι έχει καθρέφτη. Αυτό δεν έχει τίποτα. Είκοσι φορές… εξήντα δύο…εβδομήντα επτά…καλά, θα τα φτιάξω μόνη μου. Και μετά θα κοιμηθώ. Είμαι δυνατή εγώ.

Κλείνω τα μάτια. Τριάντα δύο… σαράντα πέντε… εβδομήντα εννιά. Πού βρέθηκε αυτός ο κόμπος; Παράξενο. Άλλες φορές, μετά το τριάντα, δεν σκάλωνε πουθενά η τσατσάρα. Κοίτα, κόκκινα. Γιατί τα μαλλιά μου είναι κόκκινα; Μαύρα ήταν πάντα. Πότε έγιναν κόκκινα; Μαμά, είσαι εδώ; Ποιος είναι αυτός που κοιμάται δίπλα μου; ΄Αντρας μου; Όχι. Δεν έχω άντρα εγώ. Τι μου λες τώρα. Πότε έγινε αυτό; Φοβάμαι. Μαμά, φοβάμαι. Διώξ’ τον. Δεν θέλει να χτενίσει τα μαλλιά μου. Και γιατί δεν είναι πια μακριά; Μέχρι τους ώμους μου φτάνουν μόνο.
Μαμά, πού είσαι;

Κλείνω τα μάτια.
΄Ελα χαρά μου! οι πριγκίπισσες πάντα χτενίζουν τα μαλλιά τους εκατό φορές πριν πέσουν για ύπνο. ΄Ελα να σου δείξω πώς το κάνουν. Η δική μου η μαμά έτσι με έμαθε. Να δεις που θα σου αρέσει κι εσένα αυτή η συνήθεια. Μετά θα τα πλέξουμε και πλεξούδες. Τι όμορφες που είναι οι πλεξούδες. Θα σου βάλω επάνω και χρωματιστούς φιόγκους. ΄Ελα… μία… δύο …τρεις…. Δεκαπέντε… Είδες; Δεν πονάει καθόλου. Όχι, μη μου κλαις, αφού δεν πονάει στ’ αλήθεια. Μετά τις τριάντα, τα μαλλάκια σου θα κυλούν στην χτένα σαν το νεράκι στο ποτάμι…΄Ελα μωρό μου, έλα…

Κλείνω τα μάτια. Σαράντα έξι… είκοσι… εβδομήντα επτά… δεκαοκτώ… Τι μετράω; Πόσα μετράω; Θε μου, τα μαλλιά μου είναι κοντά. Μέχρι λίγο πιο κάτω απ’ τ’ αυτιά. Μόνο. Πότε έγιναν έτσι; Γιατί έγιναν έτσι; Τι έχει να χτενίσει η χτένα μου πια; Δώδεκα… τριανταπέντε… επτά… ενενήντα… Μέχρι πόσο πρέπει να μετρήσω; Γκρι. Τα μαλλάκια μου είναι γκρι. Ποιος μου τα έκανε έτσι; Μαμά, είσαι εδώ;


Ανοίγω τα μάτια. Πού είμαι τώρα; Ο καθρέφτης με κοιτάει. Κρατάω μια χτένα. Τι να κάνω με τη χτένα; Είμαι εδώ τόση ώρα και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω μ’ αυτή τη χτένα. Μη χτυπάτε τη πόρτα. Αφήστε με ήσυχη. Θέλω να θυμηθώ τι πρέπει να κάνω μ’ αυτή τη χτένα. Ένα… δύο… τρία…

...
ένα κοριτσάκι παίζει στην αυλή, ένα κοριτσάκι όμορφο πολύ...
...είκοσι δύο...σαράντα οκτώ… ογδόντα τέσσερα… Το χέρι μου πονάει...γιατί δεν σταματάω; εβδομήντα επτά......έντεκα...τριάντα οκτώ...Αίμα είναι αυτό; Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω;

...είναι το μωρό μου το γλυκό μωρό….


...ενενήντα τρία...
Μαμά! Θα έρθεις; Πώς τελειώνει το τραγουδάκι
μαμά;
Πώς τελειώνει…;

...........

.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Μεθυσμένα ξενύχτια



Έπινα το τίποτα
σκέτο χωρίς παγάκια
και βύθιζα τις σκέψεις μου
στου νου μου τα σοκάκια

Κι ήρθε το κάτι ξαφνικά
το λόγο να ζητήσει
είδε να φεύγουν οι σκιές
μόνη να μη μ’ αφήσει

Και του ’δωσα λέξη βροντερή
λόγο για να με βρίσει
γιατί αργά ήρθε να με βρει
δίχως την πόρτα να χτυπήσει;

Το είπα αλήτικο σκαρί
και άφαντο κουφάρι
μοιάζει του είπα με σπυρί
στου πόνου το λιθάρι

Και ήταν ατημέλητο
χωρίς μπερέ κι ομπρέλα
το κοίταγα αυθάδικα
πρόστυχα για κοπέλα

Κι ήρθε και με χαστούκισε
και μου ’σκισε τα ρούχα
μα εγώ συνέχιζα στο τίποτα
να δίνω εκείνα που ’χα

Και θύμωσε το κάτι μου
με τέτοια αδιαφορία
με κοίταξε με λύπηση
κι έκανε φασαρία

Πως στα σκοτάδια πνίγομαι
χωρίς να το καλέσω

γιατί έτσι αφήνομαι;
και πόσα θα αντέξω;
Και γω του χαμογέλασα
και του ’πα με υστερία:

«ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΑ
ΜΑ ΤΟ ’ΧΑ ΠΕΙ ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ!»



.