Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Παιχνίδια εξουσίας




Μου άνοιξε την πόρτα και μπήκα στο χώρο του. Είχε φτιάξει σκοτάδι κι η μπαλκονόπορτα του ρετιρέ του, έδειχνε τα φώτα που φαίνονταν από μακριά. Οι κουρτίνες επιμελώς ανοιγμένες η μια να είναι στη μια άκρη κι η άλλη κάπου πιο πέρα. Φαινόταν και το φως απ’ το φεγγάρι που λες και είχε συνωμοτήσει να ρίχνει τις ανταύγειες του ακριβώς εκείνη την ώρα στο κέντρο του δωματίου.


Γύρω κεριά. Μικρά, μεγάλα, μεσαία. Αρωματικά, λευκά, χρωματιστά. Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί με δυο ποτήρια ήταν στο κέντρο του χαμηλού τραπεζιού μπροστά απ’ τους δυο καναπέδες Απ’ ότι διέκρινα,ο χώρος ήταν ενιαίος, μα αυτό που δέσποζε ήταν η τεράστια βιβλιοθήκη του που έπιανε όλον τον τοίχο από πάνω ως κάτω. Ένα επίπεδο ψηλότερα απ’ τον υπόλοιπο χώρο, βρισκόταν ένα διπλό μεταλλικό κρεβάτι με απαλό κίτρινο πάπλωμα και πάνω του έπεφταν δυο διάφανα πέπλα που κρέμονταν με χάρη απ’ το ταβάνι ίσαμε το πάτωμα. Η κλασική μουσική που απλωνόταν συμπλήρωνε την καλοφτιαγμένη ατμόσφαιρα.«Σκηνικό αποπλάνησης», σκέφτηκα και προχώρησα πιο μέσα.


Τον είχα γνωρίσει σε μια εκδήλωση και με κάλεσε στο σπίτι του το οποίο χρησιμοποιεί και σαν γραφείο να μιλήσουμε για μια μου δουλειά. Ως ειδικός και «μέσα στα πράγματα», φαινόταν να ξέρει αρκετά, έτσι δέχτηκα να τον συναντήσω ιδιαιτέρως. Τύπος μποέμ, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω σε μικρή ουρά. Μ’ αρέσουν κάτι τέτοιοι. Εκπέμπουν οικειότητα.


Περίμενα πως θα έκανε κάποια κίνηση τύπου φλερτ, μα δεν περίμενα πως θα το προχωρούσε τόσο γρήγορα εξ αρχής. Μιλούσαμε και με κοιτούσε στα χείλη και μετά από λίγο το βλέμμα του έτρεχε πάνω του. Μου έβαλε κρασί και μου μίλησε για τη δουλειά του. Ομολογώ πως με εντυπωσίασε απ’ τα πράγματα που είχε κάνει, το πώς έγινε γνωστός τόσο γρήγορα καθώς και το ότι είχε ταξιδέψει σχεδόν παντού. Είχε τον αέρα του «διαλέγω αυτό που μ’ αρέσει και το έχω». Κι όταν ο άλλος σου δίνει αυτή την εντύπωση, αυτόματα νιώθεις πως έχει και το πάνω χέρι. Πράγμα που καμιά φορά είναι γοητευτικό. Όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση.


Καθόμουν σταυροπόδι και ύστερα από λίγο, με σταθερά βήματα, ήρθε προς τα πίσω μου κρατώντας το ποτήρι του. Σταμάτησε απότομα την κουβέντα και πέρασε το χέρι του απαλά γύρω απ’ τον λαιμό μου. Μου τράβηξε τα μαλλιά κάνοντάς με να τον κοιτάξω. Δεν αντιστάθηκα. Με μιας έχυσε από ψηλά το μισό του κρασί μες το στήθος μου, που διακρινόταν απ’ το ανοιχτό μου φόρεμα, κι άρχισε να μου το απλώνει στις ρόγες βάζοντας το χέρι του ολοένα και πιο μέσα.


Ένιωσα το κρύο υγρό να κυλάει ανάμεσα απ’ τις χαράδρες μου κι ύστερα τη ζεστή του παλάμη να με χαϊδεύει. Τον κοιτούσα χωρίς να μιλώ, ανήμπορη να κουνηθώ, παραδομένη σε ένα χέρι που πρώτη φορά το ένιωθα πάνω μου και χωρίς καμία διάθεση να τραβηχτώ. Ένιωσα πως και να ήθελα να σηκωθώ, εκείνος θα έβρισκε τρόπο να με κάνει να σκεφτώ πως δεν θα ήταν και τόσο καλή ιδέα. Δεν μ’ ένοιαξε διόλου που το κόκκινο ποτό είχε χρωματίσει το σουτιέν και το φόρεμά μου. Λεπτομέρειες άνευ σημασίας.


Ήρθε μπρος μου και γονάτισε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου. «Ξέρεις μικρή», μου είπε, «είσαι απ’ τις γυναίκες που χρειάζονται κάποιον να υπηρετήσουν κι είμαι σίγουρος πως αυτό δεν στο έχει βγάλει κανείς». Απόρησα όχι μόνο με το ότι είχε πέσει μέσα σ’ αυτό, μα συγχρόνως θύμωσα και λίγο για την ιδέα που είχε για μένα. Τι θα πει να υπηρετήσω κάποιον δηλαδή; Στράβωσα όταν αναλογίστηκα κάτι τέτοιο.


Χωρίς να περιμένει να πω κάτι, άνοιξε το συρτάρι που ήταν κάτω απ’ το τραπεζάκι του σαλονιού. Έβγαλε ένα δερμάτινο λουρί με μιαν αγκράφα και μια μακριά ασημένια αλυσίδα. Με μια κίνηση, μου το πέρασε απ’ το λαιμό και πριν προλάβω να αντιδράσω με τράβηξε πάνω του. Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου. Χάιδεψα το κολάρο στον λαιμό μου. Ένιωσα παράξενα. Περίεργα. Ηδονικά περίεργα. Ασκούσε μια εξουσία πάνω μου που την έβρισκα άκρως ερεθιστική μα προχωρούσε γρήγορα. Πολύ γρήγορα για τα δικά μου γούστα.


Την ώρα που έκανε να μου τραβήξει το κιλοτάκι κι είχε βάλει το χέρι μου στο φουσκωμένο του όργανο, τραβήχτηκα. Με κοίταξε με μάτια που πετούσαν φλόγες. «Δεν θα πας πουθενά γιατί σ’ αρέσει», μου είπε. Ναι, ίσως να μου άρεσε μα ταράχτηκα όταν ένιωσα πως θα μπορούσα να το συνεχίσω. «Μετά από λίγο καιρό που θα συνηθίσεις», συνέχισε, «θα έρχεσαι εδώ, και με το που θα μπαίνεις στο δωμάτιο θα γδύνεσαι, θα φοράς το λουρί και θα κάθεσαι στα γόνατά μου χωρίς καν να στο έχω πει. Και θα το θέλεις, μικρή. Θα το γουστάρεις πολύ».


Δεν ξέρω γιατί μα αυτά τα λόγια με αναστάτωσαν. Τον έσπρωξα και σηκώθηκα επάνω. ΄Εβγαλα το κολάρο και το άφησα στα μαξιλάρια του καναπέ. Έβαλα το παλτό μου και ψέλλισα κάτι. Ούτε που θυμάμαι τι. ΄Εφυγα κατεβαίνοντας απ’ τις σκάλες με την καρδιά μου να χτυπάει. Εκείνος κρατούσε την πόρτα και πρόλαβα να δω το χαμόγελό του που αγκάλιαζε όλο μου το κορμί καθώς ξεμάκραινα.


Έξω έβρεχε και γύρισα σπίτι μου με τα πόδια, σχεδόν μια ώρα δρόμο. Έγινα μούσκεμα και οι σκέψεις μου ήταν ανάκατες. Η καρδιά μου συνέχιζε τους γρήγορους κτύπους της. Δεν μπορούσα να εξηγήσω μα ούτε είχα και τη δύναμη να αναλύσω τα πολύπλοκα συναισθήματά μου. Είχα ριγήσει στην ιδέα πως αυτός ο άντρας θα μπορούσε να με κάνει ότι θέλει. Και ξέρω πως θα ζούσα μαζί του εμπειρίες που δεν είχα ως τα τώρα με κανέναν. Κι αυτό με φόβιζε. Μα...όμως...εγώ έρμαιο; Ποτέ!


Το άλλο βράδυ, μετά το μπάνιο μου, στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξα το σώμα μου αγγίζοντας τις καμπύλες μου. Φόρεσα τις μεταξωτές μαύρες κάλτσες μου με τη σιλικόνη. Έβαλα ζαρτιέρες και κούμπωσα το δαντελωτό μου σουτιέν. Χωρίς εσώρουχο. Έβαλα το στενό μου φόρεμα με το φερμουάρ και σήκωσα τα μαλλιά μου ψηλά. Λίγο άρωμα πίσω απ’ το λαιμό και ένα μπορντό μαντίλι περασμένο απ’ τον καρπό.


Βγήκα και πήρα ταξί. Κατέβηκα και κοίταξα προς το ρετιρέ του. Ημίφως και νότες κλασικής μουσικής που τις έφερνε ο άνεμος απ’ την ανοιχτή του μπαλκονόπορτα. Μου άνοιξε αμέσως όταν του χτύπησα την πόρτα έχοντας στα χείλη του ζωγραφισμένο το ίδιο χαμόγελο που είχε το προηγούμενο βράδυ όταν με έβλεπε να φεύγω. Προχώρησα με αργές κινήσεις στο δωμάτιο. Πήγα στο τραπεζάκι του σαλονιού κι άνοιξα το συρτάρι του. Έβγαλα το λουρί με την αλυσίδα και το πέρασα στο λαιμό μου. Κάθισα στο χαλί και έγειρα προς τα πίσω. Τον κοίταξα και χαμογέλασα.


Έκλεισε την πόρτα. Πλησίασε.


.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Σήμερα





Σηκώνομαι αργά. Νωχελικά. Με βήματα ξυπόλυτα προχωρώ. Πηγαίνω στην κουζίνα...


Το παραθύρι μου δείχνει συννεφιά. Ο αγαπημένος μου καιρός. Τραβάω την κουρτίνα και πιάνω μια ανάσα. Ανάσα του βορρά. Την φέρνω πάνω μου και τη ρουφώ. Την γεύομαι, την μυρίζω και την αφήνω να μου πάρει πίσω τα μαλλιά...


Τεντώνω τα χέρια ψηλά. Φέρνω την πλάτη πίσω. Μου βγαίνει ένας αναστεναγμός. Βάζω στην κούπα μου ζεστό μυρωδάτο καφέ και γυρνώ στο κρεβάτι. Ζεσταίνω τα χέρια μου στο καυτό μου το ποτήρι. Και φέρνω τα χείλη μου κοντά. Η γλώσσα μου καίγεται με την πρώτη γουλιά. Μ’ αρέσει να καίγομαι...


Φέρνω το πάπλωμα μέχρι επάνω. Να μου καλύψει το στήθος. Ακουμπισμένη σε δυο μαξιλάρια. Δεν ανάβω φως. Μ’ αρέσει να νιώθω την συννεφιά να σπάει ανάμεσα απ’ τις γρίλιες μου. Τις γρίλιες της ψυχής μου...


Σε λίγο η φύση ξυπνάει. Σε λίγο θα ακουστεί εκείνο το πουλάκι που έχει φτιάξει φωλιά στο δέντρο του κήπου μου. Θα ανοίξει τα πέταλά του κι ένα τριαντάφυλλο. Κι από κάπου θα ακουστεί μια πόρτα να ανοίγει. Ίσως ακουστεί και μια φωνούλα παιδική. Κι ένα τραγούδι από ένα ραδιόφωνο. Κι ένα κλάμα ίσως από μια άγρυπνη νύχτα. Η φύση σε λίγο, θα ξεκινήσει τους πρωινούς της ρυθμούς...


Σήμερα σκέφτομαι να αργήσω να κουνηθώ απ’ αυτή τη θέση. Θέλω να έχω την ζεστή μου κούπα κλεισμένη ανάμεσα απ’ τις χούφτες μου μέχρι να κρυώσει. Και μέχρι ο καφές μου να γίνει μόνο μια γουλιά. Κι αυτή τη γουλιά να προσπαθήσω να τη διασπάσω σε μικρές μικρές γουλίτσες για να καθυστερήσω κι άλλο στο να κάνω το καθετί. Σκέφτομαι πως μερικές φορές οι δικοί μου ρυθμοί θέλουν να ακολουθήσουν τη δική μου επιθυμία. Και σήμερα σκέφτομαι...


...να μη τους χαλάσω το χατίρι...


Καλημέρα...







.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Στιγμές σε μια παρένθεση





Να σας φτιάξουμε το δωμάτιο;


Όχι, δεν είναι απαραίτητο. Δεν θα φύγουμε από εδώ. Να πάμε πού; Δε χρειάζεται. Εδώ υπάρχουν όλα. Κι αν δεν υπάρχουν, φτιάχνουμε άλλα. Μα η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζονται πολλά.


Σου τραβώ φωτογραφίες και παίρνεις πόζες. Καθισμένος στο κρεβάτι. Με μαύρα εσώρουχα. Μ’ αρέσουν τα μαύρα εσώρουχα.


Άνεση; Τι είναι η άνεση; Κάτι που την έχεις ή κάτι που την επιδιώκεις; Κι αν δεν σου βγαίνει εύκολα εξ αρχής; Μπορεί να έρθει στη συνέχεια; Ίσως...


Πρωινό μέχρι το απόγευμα. Γουλιά γουλιά. Οι σελίδες γυρνούν. Οι ανάσες έρχονται. Και φεύγουν. Μ’ αρέσουν αυτές που γίνονται βαθύτερες. Και υπάρχουν πολλές απ’ αυτές.


Φευγιό. Όμορφη αίσθηση. Εγκαταλείπεις κι εγκαταλείπεσαι. Βγαίνεις απ’ το σώμα σου και ξαναγυρνάς. Κι όχι ίδιος με πριν.


Άγγιγμα. Γέλιο. Κι ένα αχ. Εξερεύνηση εαυτού. Αποτέλεσμα; Δε ξέρω. Ίσως να μη ξέρεις κι εσύ. Ίσως να μη θες να μάθεις περισσότερα...


Κοντά και μακριά. Αίσθηση του μη. Αίσθηση του γιατί όχι; αίσθηση του θα ήθελα να. Αίσθηση του μ’ αρέσει όπως είναι. Πολλά μαζί. Και κάτι με. Και κάτι χωρίς. Ε, και; Δε χρειάζεται όλα τα χωρίς να γίνουν με. Έτσι δεν είναι;


Ένα κομμάτι μένει εδώ. Άλλο ένα γυρνάει πίσω. Κι άλλο ένα προχωράει. Τι είναι αυτό που διασπάται έτσι σε κομμάτια; Σίγουρα άυλο. Τι όμως;


Χάδι. Κι άλλο. Χαμογέλα μου. ΄Ετσι θέλω να σε θυμάμαι. Έτσι να σε σκέφτομαι. Κι έτσι θέλω να σε βλέπω.


Όποτε...


Όπου...


Για όσο...


...χαμογέλα μου...








Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Ένα καράτι ακόμα!





Θα πατήσω πάνω στο δέκα με το ένα μου το πόδι και με το άλλο στο τέσσερα που βρίσκεται πιο πέρα. Στη μέση θα βλέπω το τρία και θα το κοιτάω από ψηλά.


Δεκατέσσερις τρίτου μου έλαχε να είναι η μέρα που η βροχή μου με έφερε σε τούτο τον τόπο και αποφάσισε να γίνω η νεράιδά της. Μοιραία λένε πως είναι όλα. Μοιραία λοιπόν είμαι κι εγώ.


Πορεύομαι με τα πέπλα μου, τα φτερά και τις αισθήσεις μου. Και κυρίως τις στάλες μου. Τις στάλες που χύνονται από πάνω μου, αναβλύζοντας εκ των έσω. Στάλες ηδονής, έρωτα, προσμονής, λατρείας, λαχτάρας, θλίψης, φόβου, σκότους. Στάλες σιωπής, φωνής, μαγείας, λάμψης, επιθυμίας. Στάλες ιδρώτα, άγχους, μελαγχολίας, καύλας, λαγνείας, χαράς, λύπης, ζωής.


Άλλοτε σταματώ. Κοιτάω το πριν. Αφουγκράζομαι το τώρα. Προσμένω το μετά. Ζωγραφίζω, γράφω, κλαίω, επικοινωνώ, γελώ, δημιουργώ. Χαϊδεύω, αγκαλιάζω, φιλώ, ερωτεύομαι, απογοητεύομαι, γοητεύομαι. Άλλοτε προχωρώ. Τρέχω, στρίβω, σκουντουφλώ. Πέφτω και τσακίζομαι. Μα σηκώνομαι ξανά. Κι άλλοτε πετώ. Ψηλά, χαμηλά, κυκλικά, στροβιλιστά, με ζικ ζακ, με προορισμό ή χωρίς.


Ακόμη ένας χρόνος στο εδώ και στο αλλού συνάμα. Άλλες φορές δύσκολο, άλλες φορές εύκολο. Πότε μόνη, πότε μαζί. Άλλοτε νηφάλια, άλλοτε θολή. Μα είμαι εγώ. Εγώ πολλές φορές. Και σήμερα,ακόμη μια παραπάνω.


Σήμερα που σβήνω ακόμη ένα κερί. Και που ανάβω ένα καινούργιο σ’ αυτό που θα έρθει. Με μια ανάσα. Με μια πνοή. Με μια ευχή. Στο τώρα μου. Στο σήμερά μου. Στο πάντα και στο ποτέ μου. Στο όλα και στο τίποτά μου. Σε μένα. Σ’ ότι κι αν είμαι...


...και στο ότι θα γίνω...








.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Θα σε περιμένω απόψε...




Θα σε περιμένω απόψε...

Όταν όλα κοιμούνται. Όταν η ησυχία έχει απλώσει τα φτερά της κι η νύχτα έχει κατεβεί για τις βόλτες της. Θα σε προσμένω στο παραθύρι καθισμένη με τα παντζούρια ανοιχτά. Στο σπίτι του ανέμου. Εκεί που όταν ανοίγω την πόρτα έρχονται οι αέρηδες και παίζουν με το κορμί μου. Εκεί που όταν σβήνω τα φώτα μπαίνει το φως του φεγγαριού και τρέμει στην αναπνοή μου...

Θα σε περιμένω απόψε...

Με δυο νότες να ηχούν. Με δυο στάλες να πέφτουν στο ποτήρι και να φτιάχνουν μια λιμνούλα. Κόκκινη γλυκιά λιμνούλα. Απ’ αυτές που μεθούν μόνο και με τη σκέψη της μέθης. Και θα φορώ το μεταξωτό μου νυχτικό. Αυτό που είναι διάφανο. Που ακουμπούν τα στήθη μου επάνω του και το χαϊδεύουν. Που το κάνουν να κινείται με κάθε μου κίνηση. Που γλύφει κάθε μου ρίγος όταν σε σκέφτομαι...

Θα σε περιμένω απόψε...

Με τα σεντόνια μου στρωμένα για να υποδεχτούν εμάς. Για να αφήσουμε τα αποτυπώματά μας, την υγρασία και τους αναστεναγμούς μας. Να κρύψουμε στις πτυχές τους, τους ψιθύρους και τις σιωπές μας. Τα ειπωμένα και τα ανείπωτά μας. Τα θέλω και τα ναι μας. Τα τώρα και τα πάντα μας. Θα ανακατέψουμε τις ώρες να μπερδέψουμε τον χρόνο να μη βρει το ξημέρωμα τη θέση του...

Θα σε περιμένω απόψε...

Ιέρεια ναού έτοιμη για θυσία. Τη δική μου θυσία. Τη δική σου. Παράδοση κι εκπνοή. Εισπνοή και δρόμος. Φως και σκοτάδι. Ζωή και θάνατος. Κι ένα τιτίβισμα αηδονιού που προϋπαντά τον μήνα που με γέννησε. Με δίπλα μου εσένα. Και πάνω μου. Και κάτω μου. Και μέσα μου...

Μείνε...

Μείνε όσο θέλεις...

Μέχρι την επόμενη φορά που...

...θα αναστηθώ για να ζήσω μαζί σου ακόμη ένα βράδυ...








.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

΄Αχρωμες φωνές




Προχώρησε προς το πηγάδι του μετά. Σκηνικό γκριζαρισμένο με πινελιές βροχής. Μουντό απόγευμα, παγωμένης άνοιξης και ανάσα θλίψης. Σαν να ήξερε πως ότι πήγαινε να συναντήσει θα την έκανε ακόμη πιο σκυθρωπή. Μα δεν έρχονται όλα όπως τα περιμένουμε. Αυτό όμως, γιατί δεν το σκεφτόταν συχνά; Γιατί;

Φορούσε το φόρεμα εκείνο που το είχε ξεχασμένο στο ξύλινο μπαούλο της. Το είχε αγοράσει σε κάποιο πανηγύρι έτσι για πλάκα. Φορέματα απ’ τα πανηγύρια δεν αγόραζε ποτέ. Όμως αυτό το φόρεμα σαν να της μίλησε. Λιτό σχέδιο, μακρύ με κουμπάκια μπροστά ίσαμε κάτω. Ένα ελαφρύ κόψιμο στη μέση και μανίκια φουσκωτά. Σαν να βγήκε από παραμύθι. Παραμύθι σκοτεινό όμως. Από κείνα που προχωράς μέσα στο δάσος και τα κλαδιά των δέντρων θέλουν να κάνουν πλεξούδα τα μαλλιά σου. Κι αυτό που καταφέρνουν είναι να τα ανακατέψουν περισσότερο και να σε κάνουν να φοβηθείς.

Είχε ίσια παπούτσια. Ξεκάλτσωτη. Κάτι πληγές απ’ τα αγκάθα που προσπερνούσε στο διάβα της ήταν άνευ σημασίας. Είχε συνηθίσει να γδέρνεται στις βόλτες της. Έλεγε πως αν δεν κάνεις πληγές δεν προχωράς. Κι έμενε πιστή σ’ αυτή της την πεποίθηση. Χαμογελούσε μ’ ένα χαμόγελο παράξενο. Σαν τα χαμόγελα που ζωγραφίζονται στα πρόσωπα χωρίς να σκέφτεσαι κάτι το συγκεκριμένο. Μια απροσδιόριστη έκφραση που μπορεί να σημαίνει πολλά. Ή και τίποτα. Το βλέμμα της κοιτούσε μπροστά. Μα σαν να μην έβλεπε πού πηγαίνει. Ήξερε όμως η καρδιά της.




Το πηγάδι περίμενε στη θέση που ήταν πάντα. Σ’ ένα ξέφωτο με αγριόχορτα. Μ’ έναν τσίγκινο παλιό κουβά πεταμένο δίπλα του. Τι περίεργο. Αφού ήταν ξερό εδώ και χρόνια. Ο κουβάς έμοιαζε τόσο παράταιρος μα παρόλα αυτά δεν σου πέρναγε απ’ το μυαλό πως δεν ανήκε εδώ. Πλησίασε και κοίταξε μέσα. Σαν να έψαχνε μια αφορμή. Μια προτροπή. Μια ιδέα αστραφτερή που θα της υποδείκνυε την επόμενη κίνηση.

Και τ’ άκουσε. Αυτό που την καλούσε τόση ώρα και δεν μπορούσε να προσδιορίσει το τι, το πού και το πώς. Ψιθύρους πάντα άκουγε. Ψιθύρους απ’ το πουθενά. Μέσα απ’ τις σκιές, ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, απ’ τ’ άστρα τη νύχτα, απ’ τις ακτίνες του ήλιου το πρωί. Τώρα άκουσε τον ψίθυρο απ’ το πηγάδι. Το ένιωθε πως σήμερα έπρεπε να πάει εκεί για κάποιον σκοπό. Τώρα θα ανακάλυπτε και το γιατί.

Έσκυψε λίγο περισσότερο. Στήριξε τα χέρια και κοίταξε μέσα. Ο ψίθυρος σαν να δυνάμωσε μα ακόμη δεν άκουγε καθαρά. Λίγο ακόμη. Λίγο ακόμη πιο μέσα για να δει τι θα συμβεί. Περιέργεια; Μπα. Ένστικτο; Ίσως. Το «έλα» ακούστηκε υπόκωφο. Μα ήταν ένα «έλα» γνώριμο. Κι ας μην το είχε ξανακούσει απ’ αυτή τη φωνή. Ήταν ένα «έλα» χωρίς μυρωδιά και γεύση. Ήταν ένα «έλα» κοινό. Ένα «έλα» που δεν ήταν τόσο δυνατό ώστε να την κάνει να το ακολουθήσει. Κι αυτή ήθελε μια έκπληξη να την ταρακουνήσει.

Μια ομίχλη απλώθηκε εκεί που ήταν οι μύτες των ποδιών της και άρχισε να την τυλίγει μέχρι τη μέση. Κι ένα αγέρι φύσηξε παγωμένο και της σήκωσε το φόρεμα μέχρι ψηλά. Τα μαλλιά της ξεδιπλώθηκαν και το βλέμμα της έγινε υγρό. Έκανε μια γκριμάτσα ξινή. Το ήξερε πως αυτό το πηγάδι δεν θα της έδινε κάτι το καινούργιο.

«΄Ελα...» ακούστηκε η φωνή ξανά...

Κι έκανε πίσω. Ακούμπησε τα πέλματά της στο υγρό χώμα και σήκωσε τα μαλλιά ψηλά. Άφησε τις στάλες να πέσουν στα αναμμένα της μάγουλα. Γύρισε την πλάτη κι έφυγε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω. Κι ούτε συνέχισε να δίνει σημασία στο κάλεσμα που εξακολουθούσε τον ψίθυρό του. Απογοήτευση. Ξανά απογοήτευση.

Κανείς σοβαρός λόγος να ακολουθήσει ένα ακόμη στοιχειό.


Πόσο μάλλον αν αυτό διαλέγει να μεταμφιέζεται ως συνηθισμένη άχρωμη φωνή...


.