Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Ποιος αντέχει να ξεφύγει?



Βλέπω το μήνυμα ξανά και ξανά. Απόηχος μιας άλλης γνώσης τόσο κοντινής στων βλεφάρων μου το χρώμα. Αναμένω ένα πλησίασμα ακόμη. Εκείνο που θα με κάνει να θελήσω. Εκείνο που θα με κάνει να αποδυθώ. Εκείνο που θα με σύρει αυτάρκη μέχρι την άκρη του νήματος.

Στης καλημέρας το ανάγνωσμα, το σούρουπο εμφανίζει μια καλτσοδέτα από δαντέλα. Φέρνει στο νου εικόνες φύλλων που πέφτουν και μένουν στο λαιμό. Σαν περιδέραιο στην άκρη της θάλασσας, δίπλα από αποτυπώματα γυμνής μελωδίας. Μ’ αρέσει να τριγυρνάς στο νου και να μην αποτελειώνω τις δράσεις μου. Αγαπώ το θέλημά σου που μοιάζει με εκπλήρωση απωθημένου. Λατρεύω το βήμα που θα φέρει εκείνο το παιχνίδι των καημών.

Καθώς αλλάζουν οι εποχές, παραμένω κάτοχος της φανταστικής μου ασυνεννοησίας. Γι’ αυτό ερεθίζομαι ανάμεσα απ’ τα σκέλια. Επειδή το χάδι του ανέμου τρυπώνει στις μη αποκαλυπτικές μου πτυχές. Και έχει μάθει πού να μένει περισσότερο. Ίσως εκεί που δεν θα τολμήσει κανείς να αφήσει την υγρασία αυτή που θα χαράξει μια φυλακή ακόμη. Εκείνη της πεποίθησης, ότι το αύριο είναι εδώ.

Και ποιος αντέχει να ξεφύγει από αυτό που έχει ορίσει ο ίδιος να τον κυνηγά?


.