Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Μη μου κλαις



Είχε αγοράσει μια κόκκινη λάμπα και την έβαζε στο φωτιστικό του δωματίου του όταν εκείνη πήγαινε να τον επισκεφθεί.
Της έβαζε και μουσική να ακούγεται απ’ το lap top του που το ’χε πάνω στο μοναδικό του τραπεζάκι.



Είχε μάθει να ανοίγει και σαμπάνια. Είδε στο ίντερνετ οδηγίες. Είχε αγοράσει και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Για να πίνουν μαζί όταν εκείνη αποφάσιζε να ανέβει τα σκαλιά του διαμερίσματός του.


Απόψε του ’χε πει πως θα ’ρχόταν. Και κείνος έτρεμε. Μη κάνει κάτι λάθος και της χαλάσει τη διάθεση. Μη πει κάτι που εκείνη το παρεξηγήσει και σηκωθεί να φύγει. Κι αντί για τη ζέστη της του δώσει την ψυχράδα της. Πόσο καλά ήξερε να τα κάνει και τα δυο. Εκείνος όμως ήξερε το γιατί και την δικαιολογούσε. Πάντα την δικαιολογούσε.


Ακόμη και όταν το τηλέφωνό του χτύπησε και του ’πε να μην την περιμένει...
Επειδή απόψε έβρεχε... Κι ήθελε να περπατήσει στη βροχή. Μόνη...


Ξεβίδωσε την κόκκινη λάμπα και την έκρυψε στο συρτάρι του για ακόμη μια φορά. Χώθηκε στα σκεπάσματά του. Θα την περίμενε όταν εκείνη το αποφάσιζε.


Πόσο πια να κρατάει μια βροχή;