Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Την προσοχή σας παρακαλώ






Ακουγόταν το Sweet little angel. Αυτό το τραγούδι πάντα κάτι της έκανε. ΄Ισως γιατί είχε και λίγο απ’ τ’ όνομά της μέσα. Λίγο. Πάντα κάτι λίγο...

΄Εστρωσε την φράντζα απ’ το μαλλί κι έβαλε λίγο τζελ. Κάτι την έκανε να ξινίσει τη μούρη. Πήρε το ψαλίδι και έκοψε τη μισή. ΄Εβαλε στα δυο δάχτυλα λίγο τζελ ξανά και το άπλωσε σε ότι είχε απομείνει απ’ το τσουλούφι. Με μια κίνηση το έστρωσε κατά πάνω. Πήρε το πιστολάκι και το στέγνωσε εκεί. Να δείχνει τόξο στο κάπου. Στο εκεί. Στο πέρα. Εκεί που θα πήγαινε σε λίγο. Σε λίγο...

Ακουγόταν το Sweet little angel. Blues for ever. ΄Οπως κι αυτή. Μα αυτή δεν ήταν για πάντα. Τίποτα δεν είναι για πάντα. Μισόκλεισε τα μάτια και κοίταξε ανάμεσα απ’ το κενό. Ναι, είναι ακόμη πορτοκαλί. Και λίγο από κόκκινο. Ναι, λίγο...

Τους φανταζόταν που θα την κοιτούσαν καθισμένη απέναντί τους στα χαλάσματα που τους είχε δώσει ραντεβού. Εκείνη φορώντας το τριμμένο και ξεσκισμένο στα γόνατα τζιν και το κοντό μπλουζάκι- αυτά τα ρούχα δεν τα ’βγαζε με τίποτα- και οι άλλοι φορώντας το άθλιο βλέμμα της έκπληξης. Πήρε τα κλειδιά του σπιτιού και τα ’βαλε στην κολότσεπη. Σε λίγο θα τα πέταγε απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου. Σε λίγο...

΄Εφτασε πριν απ’ τους άλλους, όπως το είχε σχεδιάσει και άναψε τσιγάρο. Στη σκέψη της το Sweet little angel. Εικόνες περνούσαν διαδοχικά απ’ το μυαλό της. Σε ότι είχε απομείνει από μυαλό. Σε ότι είχε απομείνει απ’ αυτή τη μικρή μάζα που πάλλεται και που τα τελευταία χρόνια ένιωθε πως θα έσκαγε μέσα στο κεφάλι της. Σκέψεις ασύνδετες και φωνές ανακατωμένες. Σε λίγο τέρμα επιτέλους. Σε λίγο...

Τους είδε από μακριά να έρχονται έναν έναν. Τους αναγνώριζε απ’ το περπάτημα. Ο καθένας και το δικό του. Χαμογέλασε ειρωνικά. ΄Ιδιοι έμειναν. Ίδιοι. Η στάχτη απ’ το τσιγάρο να κρέμεται και ο καπνός γύρω της. Κι εκείνοι να ’ρχονται με βήματα αργά. Για κοίτα τους. Οι άντρες της ζωής της σε σειρά ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Λίγοι; Πολλοί; Έχει σημασία; Για κείνην πάντα κάτι ήταν λίγο. Λίγο...

Ούτε που τους ρώτησε γιατί ήρθαν. Ούτε που τους ρώτησε αν μεταξύ τους μίλησαν στη διαδρομή μέχρι τα χαλάσματα όταν συναντιόντουσαν στις διασταυρώσεις του έρημου τοπίου. Και γιατί να το κάνει; Μήπως εκείνοι είχαν αναρωτηθεί το «γιατί» της; Τώρα όμως θα το μάθαιναν. Τώρα...

Κάθισε απέναντί τους με τα πόδια ανοιχτά. Τους κοίταξε αυθάδικα. Ο καθένας κρατούσε κι από έναν ίδιο φάκελο. Με τους στίχους του Sweet little angel. Γραμμένους με τον δικό της ιδιόμορφο χαρακτήρα και στο τέλος το σημείο συνάντησης και την ημερομηνία. Και κάτω κάτω στο χαρτί, αυτό που τους έκανε να αποφασίσει ο καθένας για τους δικούς του λόγους να έρθουν: ΄Ενα «ΩΣ ΕΔΩ» γραμμένο με μαύρα έντονα γράμματα. ΄Ηξεραν πως σαν αποφάσιζε να το γράψει, θα ήταν και το τέλος. Το τέλος...

Τους έκανε χάζι. «Την προσοχή σας παρακαλώ», τους πέταξε νωχελικά καρφώνοντάς τους στα μάτια. Δίπλα ήταν το όπλο της. ΄Ολοι ήξεραν πως το είχε για προστασία, ύστερα από κείνο το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή της πριν πολλά χρόνια. Το γεγονός που την έκανε να σταματήσει να κοιτά τ’ αστέρια και να βλέπει πάντα φοβισμένη τις γωνιές. Τότε που...Δεν έχει σημασία. Δεν έχει πια...

«Ξέρετε γιατί ήρθατε εδώ απόψε», ξεστόμισε ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμη. « Να με δείτε να φεύγω οριστικά. Μιας και κανείς σας δεν αποφάσισε ποτέ να φύγει οριστικά από μένα, θα το κάνω εγώ. Το περιμένατε άλλωστε πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Ακόμη μια φορά θα αποδειχθώ η πιο δυνατή». ΄Επαιζε με το όπλο στο χέρι της και τους κοιτούσε με την άκρη του ματιού της. Διασκέδαζε με την αμηχανία τους. ΄Η με την αναποφασιστικότητά τους. Την αναποφασιστικότητά τους...

«Sweet little angel», προσφώνησε έναν έναν δίνοντάς τους κι από ένα φιλί στα χείλη χωρίς να τους κοιτάζει. ΄Υστερα κάθισε ξανά απέναντί τους. ΄Εφερε το όπλο στον κρόταφο ενώ το σούρουπο έδινε τη θέση του στην νύχτα. Στη νύχτα που μέσα της μεγάλωσε. Στη νύχτα που την περπάταγε. Στη νύχτα που την έλουζε. Στη νύχτα...

«Θα με προσέξετε τώρα;»

.................

«Παρακαλώ;»

..................

..................................................................................................


Δεν μίλησε κανείς. Τι να πουν άλλωστε;