Στο βάθος της σπηλιάς καθισμένη ανακούρκουδα στην εστία του κάτι μου μ’ ένα σκισμένο μεσοφόρι γύρω απ’ τους μηρούς. Στα χείλη, κομμένη ανάσα απομεσήμερου βουτηγμένο σε σιρόπι από βατόμουρα. Μωβ με μια υποψία κόκκινης στάλας να στάζει άγουρη αγρύπνια. Κι ένα τρέμουλο να παίζει στα βλέφαρα σα να θέλει να φέρει ονείρεμα ταξιδιάρικης τρέλας.
Γύρω ψυχές. Αναστεναγμοί του αόρατου, του άπειρου, του τίποτα. Του όλου. Και σπίθες να χορεύουν χορό υστερικό. Χορό ουράνιο. Χορό βγαλμένο απ’ του μεσαίωνα τη σκοτεινιά. Η υγρασία στις πέτρες να παίζει με την ανατριχίλα μου. Να ενώνεται με τις ράγες των χειλιών μου. Να πεθαίνει για μια ακόμη ανάσταση στου στήθους μου τις πτυχές.
Κι αυτό εκεί. Έξω. Να παρακολουθεί. Ανήμερο. Σκεπτικό. Αναποφάσιστο. Περίεργο. Ανάστατο. Και τόσο ήρεμο συγχρόνως. Σα να ελέγχει κάθε του κίνηση μα και σα να φοβάται το απρόσμενο. Το απερίγραπτο. Το ουδέν. Αγρίμι. Αγρίμι με ματιά. Κίτρινη.
Όταν ενώθηκαν οι στιγμές μας δεν τ’ άφησα. Εκεί. Καρφωμένη ανάμεσα στις κόρες του που έμοιαζαν με σχισμή ανίερης παρθένας. Γραμμές τρεμουλιαστές που ψάχνουν πάθη. Εφιάλτες. Πληγές. Αιμάτινα ξημερώματα σε βράχων εξοχές.
Κι έμεινε να με εξ-ερευνά.
Ξάπλωσα κι άνοιξα δρόμο ήσυχο. Διαβατάρικο. Προφυλαγμένο απ’ τις σκιές που κάνουν οι φόβοι όταν δε ξέρουν το αποτέλεσμα. Κι έλυσα μια αντίσταση ακόμα. Την άφησα να καεί στη θράκα βγάζοντας άρωμα καμένης προφύλαξης. Τσίκνα με ξεχασμένη βανίλια. Με μια τζούρα μήπως. Κι ένα δεμένο όχι να αναστενάζει κάτω απ’ το χώμα. Εκεί θα μείνει απόψε. Φιμωμένο. Να δώσει χώρο στην πεθυμιά του να απλωθεί με την ηδονή της επερχόμενης ενοχής. Και της ξεφτισμένης οδύνης.
Ήρθε με βήματα αργά. Σα πληγωμένος που ζητά παρηγοριά. Σα πεινασμένος που ζητά ανάσα. Σα ξεστρατισμένος που ψάχνει απάγκιο. Ένιωθε, μύριζε, ήξερε πως όπου να ’ναι θα αποκτούσε μια τρίχα ασημιά ακόμη. Εκείνη που ανοίγει μονοπάτι για να πάει το θάνατο σε μέλλον άγραφο. Απροσδιόριστο. Αναπάντητο. Και ξεχασμένο.
Βύζαξε τα στήθη μου απαλά. Ύστερα λαίμαργα. Η ματιά του πάνω μου. Μέσα μου. Βαθιά μου. Η γλώσσα του ξερό βελούδο που ολοένα γινόταν και πιο υγρό. Πιο ζωντανό. Πιο έτοιμο να ξεδιπλώσει της ψυχής του το απολειφάδι. ΄Ανοιξα τα χείλη μου κι έβγαλα έναν αναστεναγμό. Πίεσα τα στήθη μου να ξεχάσουν το δηλητήριο. Και να χύσουν μέθη. Την ήπιε.
Κύλησε το βλέμμα του στο λαιμό, στην κοιλιά, ανάμεσα απ’ τα πόδια μου. Η γλώσσα του τριγύρισε όλες τις πτυχές της σοφιστίας μου. Και του απονενοημένου μου. ΄Ανοιξε τους πόρους μου σε μια εκπνοή ακόμη. Λύτρωσης. Κάθαρσης. Αγνότητας. Κι αφέθηκα. Κι αφέθηκε.
Έφυγε όπως ήρθε. Μα με κινήσεις γρήγορες. Πιο σταθερές. Με τη δύναμη στον αέρα πως βρήκε μια σπηλιά να την πλησιάσει. Όποτε ξανάρθει, θα είμαι εκεί. Με τη φωτιά αναμμένη. Και την υγρασία στους τοίχους μου καθάρια. Το κοίταξα παίρνοντας τη στάση την αρχική. Κοντά στις σπίθες, καθισμένη ανακούρκουδα. Χαμογέλασα κι έριξα ένα ξύλο στις φλόγες. Δίπλα μου αφημένο ένα φυλακτό.
Αόρατο.
Δεν τ’ άγγιξα.
Αγρίμι...
.