Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Χωρίς απο- λογισμό





Θα ξεπλύνω στον καταρράκτη των ευχών κάτι σπαρμένες επιθυμίες που κρατούσα μέσα μου για χρόνια. Η κυρά της λίμνης περιμένει να ανακατέψει ακόμη μια προσευχή στο λάκκο με τις περίσσιες φλέβες. Τόσοι και τόσοι έχουν ρίξει τα νομίσματά τους έτσι άδικα, νομίζοντας πως τα στοιχειά εξαγοράζονται. Μα τι χαζές που είναι οι θνητές ψυχές. Υπάρχουν άραγε θνητές ψυχές; Νομίζω πως αν δεν ήταν θνητές, θα κουβαλούσαν λίγη γνώση απ’ το παρελθόν. Μα, ανίκανες να ερμηνεύσουν τα φεγγάρια, εξακολουθούν να πιστεύουν στο κάλεσμα του ονειρικού και το δελεάζουν με φθαρμένη ουσία. Όχι, όχι. Δεν μπορώ να αντέξω ένα ψέμα τόσο φανερό. Χρυσή μορφή έχει η παραπλάνηση και δε μου ταιριάζει.

Γιατί εσένα που αποκαλώ θεέ μου, αφήνεις τις λίμνες να βουλιάζουν σε δάκρυα ξωτικόμορφων αερικών που αναζητούν να γίνουν πίστη;

Επιθυμώ να έρθεις κοντά μου, εσένα λέω αγαπημένε, και να μου προσφέρεις εκείνο το τριαντάφυλλο που δεν φυτρώνει πια στα σωθικά σου. Το μάρανε το φαρμάκι που του στάζεις. Ναι, εσύ το στάζεις και δεν το ’χεις καταλάβει μιας και δεν αφήνεις να ανθίσει ένα μπουμπούκι ακόμη. Ξέρεις, δεν είναι το χρώμα του που έχεις μισήσει, είναι ο εαυτός σου πλέον που φοβάται την άνοιξη. Και ίσως δεις, ότι οι αποχρώσεις που βλέπουμε εμείς είναι εκείνες που υπάρχουν κι όχι αυτές που μας δείχνουν όσοι θέλουν να μας βάλουν σε δίχτυα με διαμάντια.

Θα μπορούσα να είχα αγαπήσει ακόμη έναν εφιάλτη μα με εμπόδισε το μονό έτος. Έτσι εξηγείται γιατί με κυνηγούν τα ζυγά. Το μηδέν άραγε, πώς να το λογίσω; Ως τίποτα; Υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ του τίποτα τα μέρη; Αχ...πόσο θα ήθελα να είχαμε την ίδια σκέψη. Να βαδίζαμε, λέει, σε μια γυάλινη απόκρημνη ράχη και να έσπρωχνε ο ένας το σύννεφο του άλλου προς το αιχμηρό βουνό της θλίψης μας. Να τα βλέπαμε να κάνουν έρωτα και να ποτίζουν ειρωνεία το τελευταίο αγριολούλουδο που φυτρώνει στο κενό αέρος. Και να ανασταινόταν η φύση βάφοντας τη βροχή απ’ το άρωμα μιας εκπληρωμένης πεθυμιάς. Τι όμορφο που θα ήταν, ε;

Κι αν συμφωνείς, θα μου το πεις;

Έχω γονατίσει στο κάλεσμα που έκανα. Τρεις φορές είναι ο απολογισμός μου. Δε νιώθω επαίτης κι ούτε είχα μόνιμη γωνιά για να γνέφω. Όχι, όχι. Ούτε του δρόμου ένιωσα. Δεν ξέρω άλλωστε πώς θα ήταν αυτά τα συναισθήματα οπότε μάλλον άκυροι οι χαρακτηρισμοί. Απλά, θα ήθελα να ξέρεις – να ξέρετε – ότι εσάς είχα στο μυαλό όταν στόλιζα μέλι το κυπαρίσσι που θα φιλοξενήσει το φθαρτό μου. Αλλά δεν πειράζει...ξέρω πως πάλι θα κάνω νεύμα. Όχι για προσφορά, αλλά για δόσιμο. Κι αυτό είναι που τρομάζει. Το να βλέπει ο άλλος πως υπάρχει κάποιος που προσφέρει χωρίς να ζητά. Σου λέει, ψεύτικο θα είναι και τούτο. Κάτι άλλο κρύβεται από πίσω. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κάτι να αλλάξει. Γιατί δεν το αφήνουμε. Δεν το αφήνετε...

Τι κάθομαι και λέω, ε; Στάζει μελαγχολία το λικέρ που ζεσταίνω στις καυτές στάχτες του τζακιού μου. Το έβαψα πορτοκαλί. Σου άρεσε, μάτια μου, που το είδες. Φάνηκε στο χαμόγελό σου. Τουλάχιστον βγήκε και κάτι καλό από αυτό. Για λίγο χαμογέλασες ξανά. Δε βαριέσαι.

Θα σου φύγω πάλι. Το ξέρω.

Το ξέρω...


.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Πώς λέμε άντρας;






Αραχτός με τρία κουμπιά ανοιγμένα, γυαλί ηλίου και χαμόγελο κολγκέιτ. Στενό κωλαράκι, αλυσίδα λεπτή στο χέρι, σιδερωμένα μπατζάκια, γυαλιστερά πατούμενα. Καλαμάκι σλουρπππππ-μη-χυθεί-σταγόνα-απ’-τον-εσπρέσσο-φρέντο και κίνηση για σιάξιμο στο ζελέ του μαλλιού.

Δε ξέρω γιατί μου τη δίνουν αυτού του είδους οι άντρες. Ίσως γιατί νιώθω πως στο επόμενο ραντεβού μου για χαλάουα θα είναι στο διπλανό καθισματάκι. Ή θα περιποιούνται τα νυχάκια τους στη νυχού που πάω και μου κάνει ιστούς από αράχνες με το πινελάκι της πάνω στα δικά μου. Φταίμε κι εμείς όμως ρε γμτ. Πόση ισότητα να αντέξουν πια; Πώς να μας δουν ως γυναίκες όταν χτυπάμε κάτι 14ωρα στη δουλειά και μετά δεν προλαβαίνουμε το γυμναστήριο και παραγγέλνουμε κι απέξω; Και πώς να το παίξουν κυνηγοί αφού δεν προλαβαίνουν να σκάσουν μύτη στο μπαρ και τους την πέφτουμε σα τις μύγες απροκάλυπτα; Ποια η διαφορά στα φύλα; Σου λέει, δε γαμιέται. Θα ασχοληθώ κι εγώ με την πάρτη μου. Καθαρισμός προσώπου και πιλιγκ πλάτης. Πάει το αντριλίκι μετά.

Δεν είναι που επιθυμώ κάποιον να μου ανοίγει τις πόρτες όταν μπαινοβγαίνω. Δεν είναι που γουστάρω μπινελίκια μπρουτάλ και βρόμικα νύχια. Δεν είναι που θέλω να ζέχνει βαρβατίλα. Μα είναι που θέλω όταν γέρνω πάνω σε κάποιον να νιώθω πως μπορεί να με κλείσει στην αγκαλιά του. Κι όχι να φοβάται μη του τσαλακώσω το γιακά. Θέλω όταν βάλω το χέρι μου μέσα στα μαλλιά του και του τα ανακατώσω να μη σηκωθεί έντρομος να τρέξει στον καθρέφτη, μα θέλω να πιάσει τα δικά μου και να μου χαλάσει το ίσιωμα. Να μου το κάνει πατσαβούρα και να το χαρώ. Να με κάνει να ιδρώσω και μετά να με γλύψει να πάρει το αλάτι από πάνω μου κι όχι να μου φέρει πετσέτα με ανθόνερο αφού πρώτα σκουπίσει το δικό του τρυφερό λαιμουδάκι.

Θέλω να με κάνει να γουστάρω να του μαγειρέψω. Να του φτιάξω σπεσιαλιτέ και να του στάξει η σάλτσα. Και μη τύχει και αναπηδήσει αν του πέσει πάνω στο πουκάμισο. Να την αφήσει εκεί να κάνει λεκέ και να ταιριάξει με το μεθυσμένο του το βλέμμα. Θέλω να παίξει με το μαχαίρι καρφώνοντάς το στο ψωμί και να πιει κρασί- άσπρο-πάτο. Θέλω να μου τραγουδήσει κι ένα τραγούδι φάλτσο και να πεθάνουμε στο γέλιο. Και μη με ρωτήσει αν θέλω συνέχεια και με ποιο τρόπο. Θέλω να μου πει πάμε χωρίς να με κάνει να σκεφτώ πού, πώς και γιατί. Μα αν παρατηρήσω πως βγάζοντας το παντελόνι του πάει να το αφήσει προσεκτικά διπλωμένο στην καρέκλα πριν με βουτήξει, ε τότε θα πάρει αυτό που ζητάει...

...Θα ’μαι από πάνω κι ας χτυπιέται!

.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Άτιτλο






Σέρνομαι. Σε λάσπης όνειρο ντυμένη στα σατέν. Μαύρο και κόκκινο ένας αχταρμάς πάνω στο υγρό μου σώμα. Στάλες έγχρωμες με φθόριο, τρέμουν και εκλιπαρούν. Για λίγο χώρο παραπάνω. Για μια σχισμή βαθύτερη. Για ένα σημάδι δαγκωμένο. Ανασαίνω ατμούς και εκπνέω νοστιμάδα. Ζουμερό απόσταγμα ονειρικού. Άγριο εφιάλτη που ξυπνά μέσα απ’ την καταιγίδα.

Κυλιέμαι. Σε μια γούβα διψασμένων αναστεναγμών. Πόθων με χλεύη. Παθών με στέρηση. Χαμών χωρίς τέρμα. Γεμίζω τα στήθη μου με φλέγμα. Σπέρμα στις ρόγες μου γυαλιστερό. Που το γλύφω με λαχτάρα. Βγάζω τη γλώσσα και τη δείχνω με θράσος. Και κάνω τους δήθεν να χύνουν βρισιές. Τους λυπάμαι. Που δε δέχονται τις λέξεις και τους ορισμούς. Ενώ θέλουν να κάνουν κι όσα δε λέγονται. Ή όσα δε θέλουν να πουν.

Δένομαι. Σε ακίδες που σπαρταρούν φαρμάκι. Με χίλιους κόμπους στα μέσα μου. Και στα έξω μου. Κοίτα με. Ξέρω τι θες να κάνεις. Όσα δεν τόλμησες ποτέ. Μα μόνο επιθυμείς. Και χώνεις την ουρά στο στόμα. Και τη ρουφάς. Δική σου είναι γι’ αυτό σιχαίνεσαι τη γεύση. Μα όποιος είναι προορισμένος να πατά στη γη είναι ανίκανος να φτάσει ένα πόντο παραπάνω. Γι’ αυτό και ψάχνει για τόξο. Να στοχεύσει στο διάστημα του άλλου. Μόνο που ποτέ, μα ποτέ, δε θα βρει το κατάλληλο βέλος. Εκείνο που στάζει αίσθηση. Εκείνο που στάζει γλύκα. Εκείνο που στάζει έρωτα. Γι’ αυτό γελώ. Γιατί εκεί που είναι κρυμμένο είναι ασφαλές απ’ τους άχρηστους παλμούς.

Κρεμιέμαι. Πάνω από καζάνι που βράζει σκιά. Τη σκιά μου. Που τη βλέπω να απλώνεται, να σχηματίζει μορφές, να κλαίει και να χτυπιέται. Να φωνάζει και να οδύρεται. Να φυλακίζει και να φυλακίζεται. Να εξαϋλώνεται. Στοιχειό να γίνεται με μέλη εύπλαστα. Πηλός στη φαντασία των νεκρών. Χορός στα χέρια των εμπνευσμένων. Φιλί στα χείλη των εραστών. Ωδή στις χορδές των ονειρευτών.

Και φεύγω. Σε κόσμο άπιαστο από βρόμικα βλέμματα. Από άγευστα τοπία. Από αδύναμα υπάρχοντα. Πετώ. Με λέξεις ηχηρές. Με α και με ε. με ι και με ω. Και με σύμφωνα. Πολλά σύμφωνα. Χωρίς συμφωνίες. Χωρίς γύρισμα της πλάτης. Μα με σκύψιμο θρασύ δείχνοντας απόκρυφα σημεία σε ξεφτισμένα χρώματα. Υψώνοντας ανήθικο στοιχείο εν τη τάξει των πραγμάτων.

Χαρείτε τη θέση που σας δίνω. Άλλωστε τον μανδύα κάτω απ’ τα παραλυμένα σας μέλη, με μια κίνηση στολίδι τον κάνω στους γυμνούς μου ώμους.


.