Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Μαζί…





Καιρό έχω να γράψω για σένα. Καιρό έχω να πάω στον καταρράκτη ή να κουρνιάξω κάτω από το δέντρο μας. Το δέντρο μας με τα χίλια φαρμάκια στα κλαδιά, θυμάσαι; Εκείνο που καθισμένοι στη ρίζα του, φιλοξενεί τα αγγίγματά μας…Εκείνο που έχει τη μυρωδιά μας...

Μη με παρεξηγείς αγαπημένε μου και μη μου θυμώνεις. Άλλωστε…ξέρεις…πως όπου και να είμαι πάντα γυρνώ να πάρω λίγη γεύση απ’ το κάποτε. Κι εσύ καταλαβαίνεις πότε θα έρθω και περιμένεις να φανερωθώ. Με υποδέχεσαι χωρίς το κάλυμμά σου και σου έρχομαι γυμνή όπως με θες. Και κερνάμε άλλη μια φορά ανάσες τη διψασμένη μας ψυχή...

Κι ύστερα…κι ύστερα απομακρυνόμαστε μέχρι ένα άλλο φεγγάρι να μας υποδεχτεί για μια ακόμη νυχτιά…Κρυφά από βλέμματα και κοντά στα αόρατά μας. Μακριά από εκείνους και μέσα στους δικούς μας εφιάλτες. Να σου στάζω λυγμό και να μου δίνεις δάκρυ. Να ρουφώ τις πληγές σου και να μου σκουπίζεις τις θαμπάδες. Να μου επιδιορθώνεις τα ραγίσματα και να σου χτίζω τα συντρίμμια…

Και μετά…να γινόμαστε πιο δυνατοί μέχρι το επόμενο σμίξιμό μας. Μ’ ένα ακόμη σπάσιμο στην καρδιά. Μ’ ένα ακόμη σεισμό στα σωθικά μας. Μ’ ένα ακόμη πικρό χαμόγελο στο ανύπαρκτο πρόσωπό μας…

Γιατί δυο φαρμάκια μαζί, αγαπημένε μου δεν φτιάχνουν ένα μόνο θάνατο. Κι εμείς έχουμε από καιρό πεθάνει μαζί…

Μαζί…


Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Ο αποσυντονισμός του μαλάκα






Σηκώθηκε που λες ο μαλάκας κι αφού έβγαλε απ’ τον κώλο του ένα κυπαρίσσι που ήταν ξεχασμένο εκεί απ’ το προηγούμενο βράδυ, έριξε μια ματιά στον δίμετρο ολόσωμο καθρέφτη του. Φτου σου παλικάρι μου πάλι αξύριστος είσαι, μονολόγησε, κι έπιασε τον μπαλτά να δρέψει δάφνες. Πάνω στο ξύρισμα ακούστηκε και το σκουπιδιάρικο στην γωνία μεταξύ της 34ης και 156ης οδού, κοντά στο μαγαζί που φτιάχνει όλο τον χρόνο ροζ κουραμπιέδες. Γαμώ τον άθεό μου μέσα, είναι δυνατόν τα σκουπιδιάρικα να σφυρίζουν την παπαλάμπραινα κάθε φορά που τρώνε χρησιμοποιημένες σερβιέτες;


Ο μαλάκας είχε αποφασίσει να είναι ήρεμος σήμερα, αλλά δυστυχώς η μέρα ξύπνησε μπρούμυτα. Κι όταν οι μέρες ξυπνάνε έτσι, μόνο κακά προμηνύουν. Κάκιστα κακά. Το λένε και οι γραφές. Θυμάστε τον μωάμεθ; Γεννήθηκε μια μέρα ανάποδη. Η τύχη του ήταν να ακούει φωνές και να σκαλίζει ταφόπλακες. Όξω από δω και μακριά.


Σήμερα θα πήγαινε να ζητήσει δουλειά στον δρόμο που κατουράνε οι πράσινοι ελέφαντες. Καιρό είχε να περάσει από κείνο το πλακόστρωτο και του είχε λείψει η μυρωδιά απ’ τις μπανάνες. Θα ζήταγε να επιδιορθώνει τους γλόμπους όταν κόβανε βόλτες στα ξέφωτα για να μη κάνουν αντανάκλαση. Ρε σεις, μερικοί γλόμποι, πολύ γυαλίζουν. Το έχετε παρατηρήσει;


Οι αρπαχτές που είχε κάνει τους προηγούμενους μήνες του είχαν επιφέρει ένα ποσόν που για το μόνο που έφτανε ήταν να καθαρίζει τις πατούσες του με κατράμι. Φτηνό το κατράμι, γι’ αυτό και το προτιμούσε. Τώρα κόντευε να του τελειώσει το ρευστό κι έψαχνε να ’χει κάτι για να κουδουνίζει στις τσέπες του. Ωραία αίσθηση να κουδουνίζουν οι τσέπες σου. Κάνεις τον καμπόσο όταν περνάς απ’ τους υπονόμους. Είναι κάποιοι αρουραίοι που τρελαίνονται για ήχους μεταλλικούς. Και σε παίρνουν από πίσω. Έτσι, έχεις κάθε ευκαιρία να τους αρπάξεις απ’ την ουρά και να τους πας βουρ για το καζάνι. Και κάνουν μια σούπα. Μα μια σούπα. Ο μαλάκας έτσι έχει μεγαλώσει. Ρουφώντας.


Με το που έφτασε στον δρόμο που λέγαμε, σταμάτησε απότομα. Το φεγγάρι είχε βγάλει τρία κέρατα εκείνη την ώρα κι ένα σύννεφο ξερόχυνε πάνω σε μια αγριόπαπια. Δυο πεταλούδες άλλαζαν νύχια κι ένας πούστης έπαιρνε πίπα σ’ έναν πύθωνα. Όταν αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν μαζί, τότε είναι να κάνεις το σταυρό σου. Θα ξεπηδήσει, λένε, ο σατανάς απ’ το κατώφλι της κόλασης και θα σου βγάλει τ’ άντερα. Θα στα περάσει απ’ το λαιμό και θα σε σέρνει στα πλακάκια. Κι ύστερα θα σου κλείσει το μάτι με τσαχπινιά. Αυτό θα είναι και η μέγιστη κατάρα. Ξέρεις τι είναι να σου κλείνει ο διάλος το μάτι; Εισιτήριο για τον αχέροντα. Χωρίς επιστροφή. Κι έτσι, ο μαλάκας μας αποσυντονίστηκε.


Του ’στριψε το ελατήριο λέμε. Μπέρδεψε τα μπούτια του και γύρισαν τα μάτια του έξι γύρους γύρω απ’ τον Δία. Μα ήταν ανάγκη να φτάσει εκεί εκείνη τη στιγμή; Μα σ’ αυτόν έπρεπε να λάχει το τοιούτον τι; Δε γαμιέται. Έτσι είναι με τους μουτζωμένους όμως. Φτάνουν πάντα τη λάθος στιγμή εκεί που δεν πρέπει. Αλλιώς πώς θα ’χε η πλάση να πλάσει ακόμη ένα ανέκδοτο;


Το θέμα είναι πως ο μαλάκας, λόγω του αποσυντονισμού, ξέχασε για ποιο λόγο πήγε εκεί. Και τη δουλειά θα την έπαιρνε άλλος. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει, ήταν να ξαπλώσει στη μέση του δρόμου και να τραβήξει μια ξεγυρισμένη μαλακία.


Εμ, τι μαλάκας θα ’ταν;





.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

On fire!






Άναψέ με σου είπα...κι εσύ μ’ άκουσες...



Κουτέ...δεν ήξερες πως με τα στοιχειά δεν πρέπει να παίζει κανείς;



Σβήσε με τώρα αν μπορείς...









.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Εικόνες




Σε λόφο έξω απ’ τη χώρα. Μακριά απ’ τη φτιαγμένη βοή και πιο πέρα απ’ τα πολλά στοιχεία που θέλουν πάτημα κουμπιών για να πάρουν μπρος. Με βήματα ξυπόλητα να ακουμπούν την ανάσα της γης που ανάδιδε μυρωδιά από θυμάρι. Με την αφή του ξύλου και την αίσθηση της επισ-τροφής σε γνωστά και άγνωστα εδάφη. Στη στέγη κάτι ξέμπαρκα κεραμίδια χαμογελούσαν σε δυο χελιδόνια που τα γυρόφερναν για να στήσουν φωλιά. Ένας ορίζοντας πεταμένος στην άκρη του οπουδήποτε με τη γραμμή του άλλοτε καθαρή κι άλλοτε σκεπασμένη με ομίχλη

(κρυώνουν οι ορίζοντες;)

και κάπου εκεί ένα λευκό κουνέλι

(να κάνει ματάκια)
πίσω απ’ τους θάμνους. Στεκόταν περιμένοντας(;) την αντίδρασή μου. Μα δε με λεν Αλίκη για να το ακολουθήσω. Εγώ ζητώ τις αστραπές. Τους κεραυνούς και τις βροντές. Κι όχι κουνέλια που σε στέλνουν στα έγκατα της γης.

Ένα πέταλο από κάποιο λουλούδι σκάλωσε στο χώρισμα ανάμεσα απ’ τα στήθια μου την ώρα που φύσηξε αγέρι. Σκάλωσε εκεί σαν στολίδι που ήταν πανέμορφο αλλά καθόλου φανταχτερό. ΄Ετσι όμως είναι μερικά πράγματα, γιατί δε γίνεται αλλιώς, φαντάζουν υπέροχα γιατί είναι τόσο προσωρινά. Την επόμενη στιγμή έκανα κάποια κίνηση και έπεσε στο έδαφος όπου έγινε εντελώς ανώνυμο ανάμεσα στα δεκάδες όμοιά του.

Αρχές Αυγούστου μ’ ένα φεγγάρι να κοντεύει να γεμίσει

(με τι γεμίζουν άραγε τα φεγγάρια εκτός από φως;)

και να περπατώ γυμνή ως την άκρη της βεράντας που φιλοξενούσε τις δια-κ-οπές μου. Κάτω ο κόλπος σε μιας θάλασσας το άνοιγμα. Γυναίκα θαρρείς, που ανοίγει τα σπλάχνα της να σου δείξει τα υγρά της βάθεια. Να σε καλεί να βουτήξεις να γευθείς αλμύρα μέχρι την επόμενη ανάσα που θα θελήσεις να πάρεις. Και να μου έρχεται να θέλω να πηδήξω από το ύψος του γκρεμού μου. Με μια αίσθηση απαλλαγής. Προσμονής. Πεθυμιάς. Εξερεύνησης. Αχ, κάτι ορμέμφυτα πάθη.

(πώς καταφέρνουμε καμιά φορά να τιθασεύουμε τις δυνάμεις μας;)


Μύρισε καφές κι ένα κερασί τσιγάρο. Γνώριμη αίσθηση. Αίσθηση του κάποτε. Και μια υγρασία να ξετρυπώνει φορώντας ρούχο διάφανο. Ένα έτσι να έκανα, θα μπορούσα ν’ αρπάξω το σύννεφο που είχε σταθεί μπροστά μου και να το στύψω στη χούφτα μου να στάξει πικραμύγδαλο.

(μάζευα βατόμουρα απ’ τις μάντρες κι έβαφα τα χείλη μου να γίνω μωβ…)

Κι όταν το πρώτο άστρο έβγαινε, νόμιζα θα πέσει μπρος μου να μου κάνει τα νύχια θαλασσί. Και με φανταζόμουν να του χαϊδεύω τα μαλλιά και να του τραγουδώ.

(το τραγούδι της ερήμου…)

Θυμήθηκα σκηνές, είδα φωνές, άγγιξα μυρωδιές, γεύθηκα νεύματα, φόρεσα πνοές. Έδωσα έναν ξυπόλυτο χορό, πρόσφερα δυο κομμάτια αναστεναγμού κι έσφιξα λίγη ζωή πάνω μου, ίσα για να της δώσω ακόμη έναν χτύπο απ’ της καρδιάς μου τα βάθη. Με τη λαχτάρα της μάνας γης που θέλει να δει τα κλωνάρια της να γίνονται κορμοί γεροί ν’ αντέχουν στα σκαμπανεβάσματα που κάνει το σύμπαν όταν θέλει να παίξει.

Κι έφτιαξα χρώμα καινούργιο. Όχι απ’ αυτό που παίρνει το δέρμα όταν αντιδρά σ’ έναν σαδιστή ήλιο, αλλά το χρώμα που παίρνει η ψυχή όταν ανακατώνεται με τις αισθήσεις.

Και γύρισα...ίδια και διαφορετική. Προσδιορισμένη και απροσδιόριστη. Χαμένη και κερδισμένη. Μ’ ένα χωρίς κι ένα μαζί. Ικανοποιημένη και ανικανοποίητη. Και με μια ακόμη από-φαση στων χειλιών μου την άκρη...


Να κρατήσω εκείνον τον παράδεισο που έφερα μαζί μου στην ψυχή...


...κι εκείνη την κόλαση στο αναστημένο μου το βλέμμα...







.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Κοινή συνθήκη




Η μια σκέψη ήταν να φύγω. Να πέσω μπροστά σου στην άκρη της προβλήτας και να αφήσω πίσω μου το τελευταίο διάφανο πέπλο που μου απέμεινε.


Να χρωματίσω με κραυγή το ηλιοβασίλεμα και να στάξει μέλι στα χείλη σου. Να γευθείς απόσταξη χαμένων παραδείσων. Και να μείνεις να αναρωτιέσαι γιατί πρόλαβα να χαθώ απ’ την έβδομη ζωή μου χωρίς αντίο.


Με τη δεύτερη σκέψη, άρπαξα τη μέση σου κι έφερα μια γύρα γύρω απ’ τον κόσμο. Σου κόπηκε η λέξη που πήγες να ψελλίσεις κι έβγαλες μαύρα φτερά που τα φόρεσες στις βάρκες. Χάθηκαν στο πέλαγο κι ο μόλος έμεινε αδειανός. Μόνο κάτι δίχτυα φανέρωναν ότι κάποτε ίσως και να είχε υπάρξει μυρωδιά αναστεναγμών από κουρασμένους ψαράδες.


Σου έδωσα αέρα και συνήλθες. Μα δεν ήσουν ο ίδιος που ήξερα. Φοβήθηκες το βλέμμα μου και μεταμορφώθηκες σε φυλακή του εαυτού σου. Ξέρεις τι χρώμα παίρνουν τα μάτια σου πίσω από υγρά μπουντρούμια; Το χρώμα που έχει η σκιά όταν πάνω της γδέρνονται ανεκπλήρωτα κάτι. Γέλασα δυνατά και σε πέταξα από πάνω μου σα βρώμικο νερό. Σε έφτυσα σα μικρόβιο που κολυμπούσε στο στομάχι μου και σάπιζε τις λίμνες μου.


΄Ισως, ανύποπτε ιχνηλάτη μου, γυρίσεις κάποτε απαλλαγμένος από ενοχές για να σκοντάψεις στο ηλιοβασίλεμα που ξέχασες στη χούφτα μου. Μα δε θα είμαι εδώ να σου διευκολύνω το σκαρφάλωμα, γιατί νιώθω πως οι ζωές που μου έχουν απομείνει θα μοιραστούν στης γης τα τερτίπια. Κι εσύ πλέον κατάντησες…


…τόσο κοινή συνθήκη…






.