Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Δεν υπάρχει τιμωρία




΄Εβλεπε από καιρό εκείνον τον κόσμο και ήθελε να τον περπατήσει. Να μπει στα σκοτεινά μονοπάτια του, να νιώσει τα δάχτυλα των ποδιών του να καίγονται από τις φλόγες, να γευθεί το αίμα που στάζει απ’ τις σπηλιές και να ακούσει μέχρι τα βάθη του μυαλού του να φτάνουν τα ουρλιαχτά όσων βρίσκονταν εκεί κάτω.


Πάντα τον δελέαζε όλο αυτό το σκοτεινό μυστήριο και καταριόταν τον εαυτό του που είχε ζήσει μια ζωή συμβατική χωρίς τις απολαύσεις εκείνες που θα του έδιναν το εισιτήριο για την κόλαση.


Έτσι, αποφάσισε μια μέρα να βγάλει εκείνες τις κατάλευκες φτερούγες που του έσπαγαν τα νεύρα και να φορέσει τις μαύρες τις γεμάτες πίσσα που με επιδεξιότητα είχε κλέψει πριν λίγο καιρό από τα σύνορα της επιθυμίας του.


΄Ηξερε πως έκανε κάτι για το οποίο, αν τον ανακάλυπταν, θα τον τιμωρούσαν με κάποια από εκείνες τις βαρετές τιμωρίες που υπήρχαν σ’ εκείνον τον εκνευριστικό κήπο. Να κουρεύει το γρασίδι για μερικά συνεχόμενα χρόνια, να γυαλίζει τα μήλα στις μηλιές ή να σκουπίζει την πύλη που χωρίζει το πριν και το μετά.


Μα η επιθυμία του να το ρισκάρει ήταν παραπάνω απ’ τις δυνάμεις του.


Όμως η βόλτα του στα τρίσβαθα του κόσμου της σκιάς δεν τον αποζημίωσε. Η ανάσα του βαριά. Ιώδιο στα μάτια του. Ο ιδρώτας του φωτιά που του ’καιγε το δέρμα. Τα βήματά του δεμένα με αλυσίδες. Κι είχε την αίσθηση, πως λίγο παραπάνω να έμενε εκεί θα τον κατάπινε η ομίχλη - με κείνα τα τεράστια κόκκινα μάτια που είχαν καρφωθεί στα δικά του - και οι αλυσίδες θα τον έσφιγγαν ακόμη περισσότερο και θα του κομμάτιαζαν την ψυχή.


Τώρα, η μόνη του έγνοια ήταν πώς να βγάλει το μαύρο από πάνω του και να ξαναφορέσει τις λευκές του φτερούγες. Κι όταν διαπίστωσε πως εκείνες έλειπαν από τη θέση που τις είχε αφήσει, κατάλαβε πως δεν υπάρχει τιμωρία...


...μα χρέος να εκπληρώνεις αυτά για τα οποία είσαι προορισμένος...


.


Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Λόγια της νύχτας




Μέτρησέ με. Όπως μετρούν κάτι παιδιά τ' αστέρια χωρίς ο ύπνος να τα παίρνει. Ένα για την ιδέα, δυο για το πριν, τρία για το τώρα. Δεν θέλω νούμερο όμως στο μετά. Θέλω πνοή αγέρα...


Μύρισέ με. Όπως παίρνει ανάσα η σιωπή μέσα απ' τα λιβάδια τα ξερά χωρίς να νοιάζεται άμα το κλάμα της ακουστεί. Απαλά πάνω απ' τα χείλη, στα βλέφαρα πιο κοντά κι ύστερα ξεμακραίνοντας σε μια του λαιμού καμπύλη. Δε θέλω άρωμα όμως στην καρδιά. Θέλω ήχο από φλογέρα...


Ξεφύλλισέ με. Όπως φεύγει το φως αλλάζοντας ρυθμό μέσα απ’ του σύννεφου την άκρη. Αργά πάνω στης γύμνιας τη χαρά, νωχελικά ανάμεσα από δυο λέξεις που αγαπούν, ήσυχα κάτω απ’ των λαγόνων τη ζεστασιά. Δεν θέλω γρήγορα όμως τα φιλιά. Θέλω την αίσθηση του πέρα...


Φώναξέ με. Όπως φωνάζει το πάθος τη βουή να δώσει κενό στο χρόνο να ξεγελαστεί. Δυνατά όπως όταν χύνεται η αστραπή σε λιβάδι που διψά. Ψιθυριστά όπως οι εραστές που φοβούνται μη χάσουν τη στιγμή. Ανάμεσα απ’ των χειλιών την άκρη πριν προλάβω να σου πω «γιατί». Δεν θέλω όμως αγριωπά. Θέλω ώσπου να δω την πτώση ενός διάττοντα αστέρα...


Ξεγέλασέ με. Όπως τάξιμο στο χθες πως θα μείνει στο μετά. Γελώντας από μακριά μη δω το σκοτάδι ανάμεσα απ’ των ματιών σου τα κενά. Μιλώντας μου εικονικά πίσω απ’ των πλήκτρων την αφή. Χωρίς να βλέπω του προσώπου την αυγή. Δεν θέλω ευχή στο πουθενά. Θέλω να σε νιώσω μέχρι να φύγει η μέρα...


Πλησίασέ με. Όπως κάνει το αθώο πριν την ονομασία του αλλάξει σε κάτι ενοχικό. Σαν όραμα μέσα σε όνειρο ζεστό. Βροχής σταγόνα σε σώμα αδειανό. Ξενύχτι άγαρμπο μετά από μεθύσι ερωτικό. Δεν θέλω χαμένο αναστεναγμό που τρώει τα σωθικά. Θέλω έναν ατέλειωτο χορό


σε μια έρημη καλντέρα...








.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Μυρωδιά από καμένο ξύλο



Περπατούσε μαζί του σε μια απ’ αυτές τις βόλτες. Σαββατόβραδο και κρύο. Δεν υπάρχει άλλη μέρα για να βρίσκονται μαζί πια. Κι αυτό σπάνια. Βράδυ. Κομμένες λέξεις, σιωπές κι ανείπωτα. Κι ένα φεγγάρι μάρτυρας του πριν και του τώρα.

Μύρισε στην ανάσα της καμένο ξύλο και της ήρθε εικόνα απ’ τα παλιά. Τότε που μικρή ήταν στου πατέρα της το χωριό για διακοπές. Τ’ αστέρια φάνταζαν στον μαύρο ουρανό σαν μικρές λαμπερές χάντρες. Και πότε πότε έπεφτε ένα για να προλάβει να κάνει το κορίτσι μιαν ευχή.

Ήσυχα που ήταν στο χωριό. Το γεφύρι που ένωνε δυο δρόμους ανάμεσα στα ξερόχορτα της φάνταζε τεράστιο. Μα πόσο μικρό, όταν πιο μεγάλη το διάβαινε αργά αργά. Κι οι καμινάδες άπλωναν τον καπνό τους με αυτό το τόσο οικείο και όμορφο άρωμα που την παραπέμπει από τότε σ’ εκείνα τα μέρη. Καμένο ξύλο.

Θυμήθηκε που μυροφόρα ντυνόταν το Πάσχα και σκόρπαγε βιολέτες όταν πέρναγε ο επιτάφιος. Τότε έκανε το σήμα του σταυρού με νόημα. Μεγαλώνοντας, το έκανε από συνήθεια. Τι υπάρχει για να πιστέψεις πια όταν ένα ένα καταρρίπτονται;

Η φωνή του την επανέφερε στην πραγματικότητα. «΄Ομορφο αυτό το ρολόι...» μονολόγησε κοιτώντας μια βιτρίνα. Πότε είχαν σταματήσει και δεν το πήρε είδηση; Το χέρι της ήταν περασμένο στο μπράτσο του και τον άκουσε ξανά: «΄Ομορφο αυτό το ρολόι, ε;».

Να ’ταν ο ήχος της φωνής του, να ’ταν η παύση του πριν ξαναμιλήσει, να ’ταν... τι να ’ταν αυτό που την έκανε να νιώσει απέραντη ζεστασιά γι’ αυτόν τον άντρα; Σκηνές πέρασαν απ’ το μυαλό της σαν την αστραπή που σκίζει τον ουρανό απρόσμενα εκεί που είναι πεντακάθαρος. Εικόνες του πριν. Λέξεις ειπωμένες και βλέμματα βουρκωμένα. Μα και στιγμές με χαμόγελα. «Του αρέσει», σκέφτηκε. «Τι όμορφα που είπε αυτή του την επιθυμία. ΄Αρα, υπάρχει κάτι που ακόμη μπορεί να του αρέσει...».

΄Εγειρε το κεφάλι της επάνω του και τον φίλησε στον λαιμό. Χαμογέλασε. «Κρύα που είναι η μύτη σου», της είπε και προχώρησαν. Πιο κάτω ένα σουβλατζίδικο. «Να τρώγαμε κάτι;» τη ρώτησε. «Είναι αργά...και δεν είμαι ντυμένη. ΄Αβαφη βγήκα, με τα αθλητικά...».

«Είσαι όμορφη...», της είπε. «Είσαι όμορφη...».

Τον έσφιξε περισσότερο πάνω της. Προχώρησαν. Κι άλλη μυρωδιά από καμένο ξύλο στην ατμόσφαιρα. Ακόμη ένα βήμα παραπέρα. Τον κοίταζε με την άκρη του ματιού της. Η ανάσα του ήρεμη. Εκείνη κρατιόταν μη στάξει δάκρυ. «Σ’ αγαπώ», σκέφτηκε, μα δεν του το είπε.

«Σ’ αγαπώ»...

Θα μπορέσει, άραγε, να πει ξανά αυτή τη λέξη;




(αφιερωμένο σε δυο ψυχές που κάποτε είχαν συναντήσει η μια την άλλη...)








.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Δεν την παλεύω




Είναι όπως όταν θες να προσπαθείς να πιάσεις ένα άστρο κάνοντας κούνια...


Λίγο πιο ψηλά και τα κατάφερες μικρή μου...λίγο πιο ψηλά και θα το πιάσεις στη χούφτα σου...


Είναι όπως όταν θες να προσπαθείς να συγκρατήσεις τη βροχή στα δάχτυλά σου...


Λίγο ακόμη να ενώσεις τα χέρια και θα έχεις μπόλικη, ψυχή μου...


Είναι όπως όταν θες να κοιτάξεις κατάματα το εδώ και να βλέπεις το τίποτα...


Δεν φταιν τα μάτια αλλά η ματιά, μάτια μου...


Είναι όπως όταν θες να γυρίσεις σελίδα και σου πέφτει τόσο βαριά...


Είναι επειδή δεν το έχεις πάρει απόφαση, καλή μου...


Και συνεχίζεις...


Και κάνεις πως γελάς και κάνεις πως μιλάς και κάνεις πως συμμετέχεις. Και πλέκεις στίχους και κείμενα. Κόκκινα και σκοτεινά. Αθώα και ένοχα. Ιερά και πρόστυχα.


Μα ξέρεις πως όλα είναι παραπέτασμα του νου...


Σε κάτι που συντηρείς...


Σε κάτι που ρουφιέσαι...


Σε κάτι που άσκοπα φυλάς...



Γιατί σ’ αρέσει η αίσθηση της πτώσης...


Γιατί σ’ αρέσει η γοητεία της φθοράς...



Γιατί δεν θέλεις άλλον δίπλα όταν γουστάρεις να πονάς...




.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

Ψιτ...




Ψιτ!

Έτσι τον έλεγαν εκείνον τον μουστρούφη γάτο που την είχε ακολουθήσει ένα βράδυ όταν πήγε να σβήσει τ’ αστέρια. Είχε βάλει τις μπότες τις μαύρες με τα λουριά και τη φαρδιά τη φούστα. Δεμένο μαύρο πουκάμισο στη μέση και ξεκούμπωτα τα πρώτα τα κουμπιά. Σα μάγισσα νύχτα που είχε αποστολή να ρίξει σκοτάδι σε άλλη μια απελπισμένη μέρα στον κόσμο που δεν είχε χώρες. Προχωρούσε ατσούμπαλα και τα στήθη της λεύτερα πήγαιναν πότε δώθε πότε κείθε. Της αρέσει να της τρίβονται οι ρόγες στο ύφασμα. Ερεθίζονται και σκληραίνουν. Κι αν έχεις την αίσθηση της καύλας πάνω σου δεν μπορείς να σβήσεις μόνο αστέρια. Ολόκληρους πλανήτες κατεβάζεις και τους παίξεις στα ζάρια.


Ο ψιτ την συμπάθησε απ’ την αρχή. Κατέβηκε απ’ το δέντρο με τα μπλε πορτοκάλια που έπλεκε τη γούνα του και έριξε την ουρά του στα πόδια της. Εκείνη την κλώτσησε παραπέρα. Αυτό της έλειπε τώρα. Άλλη μια βρωμοουρά με μαύρες τρίχες. Της έφταναν οι δικές της. Τι να της κάνει κι άλλες; Μα το γατί επέμενε. Έτσι είναι μερικά ζωντανά. Αν τα φτύνεις εξ’ αρχής βάζουν αμέτι μουχαμέτι να σου σπάσουν τα νεύρα με γουργουρίσματα πρόσκλησης. Έτσι, της ξαναπέταξε την ουρά με χάρη κι αυτή τη φορά στον λαιμό.


Την γαργάλησε η παλινδρομική κίνηση όταν μπήκε το μακρινάρι ανάμεσα απ’ το στήθος της. Η αλήθεια είναι πως την ζέστανε κιόλας κι έβγαλε ένα αχνό γελάκι. «Να δεις που δεν θα μείνει μόνο στην ουρά το φρίκουλο», είπε από μέσα της και προχώρησε σα να μη τρέχει τίποτα. Όταν η δεύτερη ουρά του ψιτ της τύλιξε τις γάμπες, τότε έφαγε την τούμπα της άλλης της ζωής. Γιατί σε τούτη τη ζωή δεν επέτρεπε στον εαυτό της άγαρμπες τούμπες. Κι είχε κάτι χρωστούμενα από άλλες ζωές που κάλλιστα μπορούσε να τα ξεπληρώσει.


Βλαστήμησε δυο κατάρες και σηκώθηκε. Σκύβοντας για να δει αν είχε λερώσει τα γόνατά της, φάνηκε το γυαλιστερό της εσώρουχο. Να πού πήγαινε το φως από τ’ άστρα όταν τα έσβηνε. Κι ο ψιτ ήταν ο πρώτος γάτος στην ιστορία του χαμένου μύθου που το ανακάλυψε. Τώρα, άντε να ξεκολλούσε από τούτη την πλανεύτρα.


Η τρίτη του κίνηση ήταν και η πιο μελωμένη. Τα θηλυκά, βλέπετε, αν δουν σιρόπι θέλουν να σκύψουν να το γευθούν. Να κάνουν αυτόν τον παφλασμό στα χείλη που υποδηλώνει λαγνεία, πεθυμιά και προσδοκία. Κι ύστερα να περιμένουν να κολλήσει πάνω τους το κατάλληλο ζουζούνι. Κι ο ψιτ ήθελε να διαπιστώσει πόσο θηλυκό ήταν η μελλοντική καινούργια του αφεντικίνα. Όχι ότι τον ένοιαζε και ιδιαίτερα αυτό. Μα, να! Γυαλιστερό εσώρουχο, ρόγες πεταχτές, έτοιμη βρισιά και αποφασιστικότητα για ξεγέλασμα του ουρανού, δεν είναι συνδυασμός που τον βρίσκεις κάθε βράδυ. Αν την έβλεπε να γλύφει και τα χείλη, θα της έδινε τις υπόλοιπες ψυχές του στο πιάτο.


Όταν έφτασε στον λόφο που ουρλιάζουν τα βούρλα, έβγαλε τις μπότες και κάθισε κατάχαμα. Ξεκούμπωσε και τα υπόλοιπα κουμπιά και χάιδεψε τα στήθη της. Ένα ένα τ’ αστέρια άρχισαν να κατεβαίνουν να βυζάξουν αποσταγμένες στάλες ονειρικών αναστεναγμών. Κι όπως έπιναν, έτσι έσβηνε το καθένα στην αγκαλιά της. Σαν βρέφη που χορτασμένα παραδίδονται σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Μόνο που ετούτα τ’ αστέρια, ήξεραν πως το τελευταίο τους γεύμα ήταν θυσία εκούσια. Θα έδιναν φως σε σκοτεινά μονοπάτια μυστικιστικής τελετής για τη δημιουργία της νέας εποχής.


Ο ψιτ τρίφτηκε στα πόδια της και το ερεθισμένο του όργανο ήταν ολοφάνερο. Δεν έκανε καμία κίνηση να το κρύψει, παρά ξάπλωσε με τα ποδάρια ανοιχτά για να υψώνεται σαν πυξίδα που δείχνει στο κάπου. Ποιον νοιάζει άλλωστε πού θα πάει, όταν σκοπός είναι να σταματήσουν πλέον κάτι χαζές ερωτήσεις;


Όταν είδε να τον κοιτά και να γλύφει τα χείλη της, κατάλαβε πως το σιρόπι που ξεχείλιζε απ’ την καλοδουλεμένη του μάνικα ήταν το εισιτήριό του για το σπιτικό της νέας του κυράς. Ναι, ήταν εν τέλει θηλυκό που ξέρει να εκτιμά κάτι γάτους που το παίζουν υποτακτικοί για να διεκδικήσουν μερικά δωρεάν γεύματα. Εξάλλου, αυτό της άρεσε κι εκείνης. Οι προκλήσεις που δέχεται να έχουν την ικανότητα δελεαστικής μεταμφίεσης με την υπόνοια μελλοντικής αποκάλυψης σε κάτι που θα ήταν του χεριού της.


Κι ο ψιτ αυτό το ήξερε καλά.


Με τα χάδια τρεφόταν άλλωστε...



.


Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Όταν φυσούν οι σκέψεις



Γράφω: Είχε κατέβει στην παραλία το σούρουπο με το βιβλίο της στο χέρι. Δεν το διάβαζε. Το έχει διαβάσει άλλωστε πολλές φορές. Το πήρε μαζί της για συντροφιά. Το μεσημέρι είχε τραπέζι στο σπίτι της σε κάτι φίλους. Ένα ζευγάρι που γνωρίζονταν εδώ και χρόνια.΄Ετσι δεν τέθηκε θέμα παρεξήγησης που μετά το γεύμα κατέβηκε μόνη της για βόλτα. Την ξέρουν δα! Τις τάσεις για απομόνωση τις έχει εδώ και καιρό. Κι είναι ολοφάνερο, ότι κάτι την βασανίζει τελευταία.

Σκέφτομαι: Μη ξεχάσω να βγάλω το κοτόπουλο απ’ την κατάψυξη. Και να κλείσω την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Να βγάλω έξω τα σκουπίδια. Να κάνω μπάνιο ή ντουζάκι; Να σταμάτησε η βροχή άραγε; Όμορφη αυτή η νεράιδα τελικά που κρέμασα στον τοίχο...

Γράφω: Η σχέση της δεν έχει την φλόγα που είχε στο παρελθόν. Εκείνος ήταν άνθρωπος που ήθελε πια να αράξει. Αλλά όχι εκείνη. Όχι ακόμη. Εκείνη ονειρευόταν να καβαλάει άλογα και να ανεμίζει το φουστάνι της στον άνεμο. Να της μουσκεύει η καταιγίδα τα μαλλιά. Να επιθυμεί να γελάσει ξανά με τον τρόπο που γέλαγε όταν ήταν παιδί. Εκείνος, αν και κοντά στην ηλικία της, ήθελε την ησυχία και το πρόγραμμά του.

Σκέφτομαι: Αύριο στις έξι έχω να πάω οδοντίατρο. Να μαζέψω και τα ρούχα απ’ το μπαλκόνι. Να ξεστολίσω επιτέλους και το δέντρο. Και να πάρω τηλέφωνο την μαμά γιατί θα μου παραπονιέται πάλι. Να προσπαθήσω να μη καταλάβει τίποτα. Τις προάλλες μου είπε πως με άκουσε κλαμένη. Πώς θα αποφύγω να της τα λέω όλα ακόμη;

Γράφω: Τους άφησε να πιουν τον καφέ τους στην πίσω βεράντα κι εκείνη κατέβηκε στη γαλάζια θάλασσα. Τι καινούργιο έχει να πει άλλωστε μαζί τους; Τα ίδια και τα ίδια. ΄Ηταν μια θαυμάσια ευκαιρία αυτή η απογευματινή βόλτα να σκεφτεί εκείνον τον νεαρό που είδε στο κατάστημα με τα είδη ψαρικής τις προάλλες. Είχε πάει να πάρει δολώματα ,μιας και το ψάρεμα ήταν το αγαπημένο της χόμπι, κι εκείνος ήταν εκεί. Κοίταζε κάτι καλάμια και ρώταγε πού έχει πέρασμα για ψάρι. Επισκέπτης σ’αυτή την περιοχή, είχε έρθει για λίγες μέρες με κάτι φίλους, όπως τον άκουσε να λέει στον μαγαζάτορα, που από περιέργεια του είχε πιάσει την κουβέντα, μιας και είδε ξένον στην πόλη.

Σκέφτομαι: Μ’ άρεσε που μου κράτησε ο Ανέστης το χέρι προχθές. Λες να σκέφτεται για μένα διαφορετικά; Λες; Μπα...αφού είμαστε μόνο φίλοι. Μα και πάλι...χμμ...αφού μου είπε πως ψάχνει για κοπέλα. Μα όμως σαν κάτι να...ουφ...τι χαζή που είμαι ώρες ώρες...

Γράφω: Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν όταν εκείνη πήγε στο ράφι με τις πετονιές. Την κοίταξε έντονα και ένιωσε μια παράξενη ταραχή. Να ’φταιγαν τα αχνά πράσινα μάτια του; ΄Η εκείνο το μυστηριώδες χαμόγελο που ήθελε να σημαίνει πολλά; Λες να αρέσει ακόμη; Της ήρθε έντονα η επιθυμία να το διαπιστώσει. Και βρήκε τον τρόπο…

Σκέφτομαι: Δεν θέλω να πάω στη δουλειά αύριο. Βαρέθηκα. Νυστάζω. Δεν θέλω να δω κανέναν. Θέλω ένα πρωινό να το περάσω μόνη μου στο κρεβάτι. Να φτιάξω καφέ και να τον πιω κάτω απ’ το πάπλωμά μου. Χωρίς να έχω τα φώτα αναμμένα. Γαμώτο. Πάλι αυτή η ενόχληση. Φοβάμαι. Αφού πήγα στον γιατρό. Όμως ανησυχώ ακόμη. Φοβάμαι...

Γράφω: Τώρα σ’ αυτήν την παραλία με το ζεστό αεράκι να την χτυπά στο πρόσωπο, σκεπτόταν την αυριανή συνάντηση μαζί του. Θα πήγαινε να την βρει στο πέταλο που κάνει η στεριά λίγο πιο κάτω, περίπου πεντακόσια μέτρα απ’ τη στροφή του δρόμου. Είναι το αγαπημένο της μέρος για ψάρεμα. Θα του έδειχνε και πώς να περνάει το δόλωμα, καθότι εκείνος το έκανε για πρώτη φορά.

Σκέφτομαι: Αν αρχίσω γυμναστήριο τώρα, πιστεύω μέχρι το Πάσχα να είμαι σε φόρμα. Να βάλω κι εκείνο το κολλητό παντελόνι που το φοράω μέσα από τις μπότες τις ψηλές. Θα βάψω και τα μαλλιά μου κόκκινα ξανά. ΄Η να τα αφήσω μαύρα; Μμμμ...Κι αν κάτι έχει συμβεί μέχρι τότε και τα σχέδια μείνουν σχέδια; Φοβάμαι γαμώτο...

Γράφω: Αγωνιούσε από το πρωί για την αυριανή συνάντηση. Ίσως να έβαζε την λευκή αεράτη της φούστα που είχε να την φορέσει από πέρσι το Καλοκαίρι. Της πήγαινε τέλεια. Κι όταν φυσούσε σηκωνόταν μέχρι πάνω απ’ τα γόνατα. Ναι! Τη λευκή μακριά φούστα θα φόραγε. Και θα ’βαζε και αχνή πράσινη σκιά πάνω στα βλέφαρά της για να ταιριάζει με τα μάτια του.

Σκέφτομαι: Να ξέρει άραγε ο Θάνος πως τον σκέφτομαι συνέχεια; Να ξέρει πως τσεκάρω το τηλέφωνό μου για μήνυμά του; Νιώθει πως τον θέλω; Κι αν ναι; Τότε...τότε...γιατί ακόμη δεν μου έχει πει κάτι; Λες να μην θέλει; Γιατί δεν μου απαντάει; Κι αν...

Σταματάω. Ξαναδιαβάζω. Κάνω save το κείμενο. Το διήγημα συνεχίζεται.


Σκορπώ τις σκέψεις.


Ως πότε θα συνεχίζομαι;


.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Άλλο ένα πείραμα με λάθος καπνό



Φόρεσα τις λέξεις μου για κάπα. Όχι κόκκινη αυτή τη φορά, μα σκοτεινή. Έβγαλα το ξεχασμένο τσουκάλι μου απ’ της ντουλάπας τα απόκρυφα. Και πήρα δυο ξύλα ν’ ανάψω τη φωτιά με σπίρτο απ’ την καρδιά μου.

(τελετή μαγείας έστησα στην κρεβατοκάμαρά μου)

΄Εγραψα ξόρκι καινούργιο, απ’ αυτά που δεν έχουν ειπωθεί ξανά, έσταξα και μια σταγόνα αίμα απ’ τα χείλη μου τα δαγκωμένα κι ύστερα περίμενα να γεμίσει το φεγγάρι και να στάξει δυο σταγόνες βροχή. Και δεν μου χάλασε το χατίρι. Έσταξε περισσότερες

(με θάνατο μαζί)

κι εκείνη τη στιγμή, μόνο τη χαρά σκεφτόμουν. Τι άσχημο να μην θες να δεις αυτό που σου γνέφει και με λαχτάρα

(τι χαζή που εξακολουθείς να είσαι)

να προσπαθείς να τυλίξεις ακόμη ένα όνειρο σε σελοφάν. Μα μπορείς να πιέσεις τα όνειρα; Να τα περιορίσεις; Μα είναι δυνατόν να τους δώσεις εσύ το χρώμα που θες; Κι ίσως στην αρχή σου κάνουν το χατίρι. Όμως, την εξέλιξη σε ένα όνειρο μπορείς να την καθορίσεις εσύ; Μα ποιος τα σκέφτεται αυτά σε μιας γοητείας την αρχή; Πόσο μάλλον όταν την γοητεία...την έχεις προκαλέσει εσύ.

(...)

Ψέλλισα και δυο λόγια μυστικά κι έφερα δυο στροφές με τα χέρια μου ψηλά. Φύσηξαν κι οι κουρτίνες μου αέρα απ’ το πουθενά κι είπα πως ίσως είναι καλό σημάδι. Έκανε «παφ» κι ένα λαμπάκι και το θεώρησα κι αυτό νεύμα τ’ ουρανού. Μα φαίνεται δεν ήθελα τα σημεία σωστά να ερμηνεύσω. Κι ας μου έλεγε το σφίξιμο που ένιωσα στην καρδιά να μην το παραβλέψω. Μα, όχι είπα. Αυτή τη φορά εγώ θα νικήσω το ξόρκι μου κι όχι εκείνο εμένα

(αφού ξέρεις πως...)

και μια φωνούλα που γέλαγε κάτω απ’ το χαλί πνίγηκε απ’ της μπότας μου τη δύναμη.

(και σκότωσα ακαριαία ακόμη μια ειδοποίηση)

Κι άρχισε το φίλτρο μου να βράζει όταν του έριξα υγρό με τρία απ’ τα χρώματα της ψυχής μου. Στη σωστή δόση σκέφτηκα πως θα είναι αφού έχει και μια τζούρα απ’ τ’ όνομά του μέσα

(δεν έβαλες όμως και το δικό σου μέσα, νεράιδά μου)

και νόμισα πως όλα έγιναν κατά πώς πρέπει. Κι ήμουν τόσο χαρούμενη εκείνη τη στιγμή κι ένιωθα πως το βλέμμα μου μπορεί να σκίσει το μαύρο της νυχτιάς. Κι έκανα μια γύρα ακόμη δίπλα απ’ της φωτιάς τον ψίθυρο.

Και τότε ήταν που άρχισε να βγαίνει ο καπνός. Και τότε το σφίξιμο στην καρδιά μου με ειδοποίησε ξανά. Μα και πάλι δεν ήθελα να το πιστέψω

(ω,ναι...το ξέρεις πως είσαι χαζή)

και άφησα μόνο για λίγο το παγωμένο μου χαμόγελο να μείνει στο πρόσωπό μου το λευκό. Τίναξα πίσω τα μαλλιά κι έσβησα γρήγορα της μαγείας την τελετή. Αρκεί φώναξα. Ίσως έπρεπε να μην το κάνω εκείνη τη στιγμή, μα ποιος σταματάει όταν πρέπει;

(χαζή)

Έβγαλα την κάπα κι έκρυψα το τσουκάλι μου στα γρήγορα. Άνοιξα το παράθυρο να φύγει κι ο καπνός. Κάθισα στο πάτωμα με τα πόδια λυγισμένα και τα χέρια μου να κρέμονται ανάμεσα. Κι άφησα τις μέρες να κυλήσουν γιατί ήθελα να δω πού θα με βγάλει το τέρμα.

Κι όταν πέρασε καιρός και γύρισαν οι δείκτες και ο χρόνος άλλαξε αριθμό, με βρήκε το σκοτάδι στην ίδια στάση ξανά Ήρθε κι ο άλλος μου εαυτός να μου δώσει,λέει, χάδι παρηγοριάς. Μα του είπα μια βρισιά και τον έδιωξα με φόρα. Δεν θέλω κανέναν αλήτη εαυτό όταν γουστάρω να πονώ. Αφού το ξέρω

(φυσικά και το ξέρεις ηλίθια)

πως την επόμενη φορά, πάλι λάθος δόση θα βάλω στη φωτιά. Καίω και καίγομαι. Ίσως γι’ αυτό και η βροχή να με λυτρώνει. Μα μέχρι τότε, θα πλέκω στίχους και θα τους πνίγω μ’ έναν αναστεναγμό...


...κόκκινο στάζει απ’ το ταβάνι
να μεθύσω θέλω και να χαλαστώ
πείραμα έκανα με βρόμικο λιβάνι
και μόνη μου ξανά θα πορευτώ...


.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Πετάω μάτια μου...



Πάντα το ονειρευόμουν. Ένα μαγικό σκουπόξυλο να με τριγυρνάει στους ουρανούς της νύχτας. Να πιάνω τ’ αστέρια στη χούφτα μου και να τα βάζω καρφίτσα στο στήθος. Να σηκώνονται τα φουστάνια μου ψηλά και να μπαίνει ο άνεμος ανάμεσα στα πόδια μου. Να τριγυρνάω πάνω από στέγες, να βουτώ σε ποτάμια και μουσκεμένη να δίνω μία και να στεγνώνω στα σύννεφα.


Μικρή αναδευόμουν και ένιωθα το αστρικό μου σώμα να φεύγει, να χώνεται ανάμεσα απ’ τις γρίλιες του παραθύρου μου και να πετάει στο μαύρο σύμπαν. Κι αν σκουπόξυλο το σώμα μου δεν είχε να πιαστεί, είχε τουλάχιστον την δύναμη της πεθυμιάς μου για το φεύγα. Και στο φεύγα ήμουν πάντα δυνατή. Τόσο δυνατή που φοβόμουν κάποιες φορές για το πώς είμαι φτιαγμένη. Αλλά μετά το αποδέχτηκα θαρρώ και συμφιλιώθηκα με την δεύτερη φύση μου. Και έγινα σκουπόξυλο εγώ.


Πετάω, μάτια μου. Πετάω κοντά σου όταν ανασαίνεις κάτω απ’ τα σκεπάσματά σου κι έρχομαι και σου φιλώ τα βλέφαρα. Χαϊδεύω τα ονείρατά σου και μαζεύω το δάκρυ που πάει να ξεφύγει απ’ το βλέμμα σου μη το δεις το πρωί και τρομάξεις. Προσεύχομαι στην θεότητα της σιωπής μη σε ξυπνήσει και σου χαλάσει το χαμόγελο. Μαγειρεύω μέλλον και το ποτίζω στάλες χαράς να στο στάξω στα χείλη. Κι όταν γυρίζεις πλευρό σε σκεπάζω μη μου κρυώσεις.


Φεύγω. Είναι καιρός που φεύγω από ότι υπήρξα κι ότι δεν θέλω να υπάρξω. Μα πώς μπορώ να ορίσω το μετά; Κανείς δεν ορίζει το μήκος του νήματός του. Μόνο διώχνει τη σκέψη πως ίσως υπάρχει τρόπος να δει την άκρη του. Κι όταν πετάω γυρνάω πάντα πίσω την τελευταία στιγμή φοβούμενη μην μου αρέσει αυτό που θα δω στο τέρμα.


Μια φαντασία δουλεμένη με λέξεις και αναστεναγμούς είναι τα ταξίδια στις θάλασσες και τα κύματά μου. Στις θάλασσες που πνίγονται κολυμβητές πριν η μοίρα τους ξεβράσει σε κάποια στεριά και πάρουν την άθλια ονομασία των ναυαγών. Καλύτερα βυθισμένοι σε καθάρια νερά και να λεν πως πάλεψαν με τον βρυχηθμό μου, παρά άθλια κουρέλια να περιφέρονται ψάχνοντας τρόπο να σπάσουν λόγους που θα τους κρατήσουν στη ζωή πίνοντας το δηλητήριό τους.


Έτσι μου είπες και συ. «Δεν το ’χεις καταλάβει πως το σκουπόξυλο είσαι εσύ;». Το ήξερες πως θα σου χαμογελούσα. Είμαι σίγουρη πως μου το είπες για να με κάνεις να ταξιδέψω για ακόμη μια φορά σε άστρα απάτητα. Απ’ αυτά που σκόνη γίνονται και τα λιώνεις σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Μονοκοπανιά σου λέω να τα πιεις. Για να λάμπει το βλέμμα σου.


Πετάω, μάτια μου. Με την ύπαρξη και την ανυπαρξία μου. Με την τόλμη και την φαντασία μου. Με την φύση και την μελαγχολία μου. Κι αν κανείς δεν καταλαβαίνει τον λόγο που θέλω αέρας να μπαίνει στα σκεπάσματά μου, τότε ανάξιος είναι να νιώσει τα συναισθήματά μου.


Μα...δεν με αφορούν όσοι δεν ξέρουν πώς να γεμίζουν το φεγγάρι στην φάση που πανσέληνο οι θνητοί το ονομάζουν. Κι ούτε εκείνοι που δεν γνωρίζουν πως τα αερικά φτιάχνουν ουτοπία για να ενσταλάζουν όραμα.


Θέλω εκείνους που μένουν σ’ ένα τώρα δρέποντας την αρχή της ανάσας μου πριν γίνει ατμός.


Πετάω, μάτια μου. Πετάω...



(σε σένα που γράφεις με τελείες. που χαμογελάς. που ελπίζεις. που ερωτεύεσαι. που αναζητάς. που αναρωτιέσαι αν ακόμα υπάρχουν παραμύθια. σε σένα που αποκοιμιέσαι όταν μετράς τα άστρα)


.

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

Παιχνίδια της νύχτας



Φόρεσε τον μανδύα του και βγήκε νύχτα. Κάλυψε το πρόσωπό του με μια κουκούλα και χύθηκε στο υγρό πλακόστρωτο (…ήρθες εκείνο το βράδυ φορώντας το χαμόγελό σου…).Οι λάμψεις απ’ το φεγγαρόφωτο έριχναν ανταύγειες ασημένιες στις λίγες στάλες που είχαν απομείνει απ’ τη βροχή που είχε πέσει εκείνο το απόγευμα. Προχωρούσε γρήγορα και σταθερά με μεγάλα βήματα, γνωρίζοντας την κατεύθυνση (…σταμάτησες στο ίδιο μέρος που με συναντάς πάντα…).


Μέρες την παρατηρούσε που ξεντυνόταν στο φως της λάμπας της πίσω απ’ τις κόκκινες κουρτίνες. Αργά, νωχελικά, τελετουργικά, έβγαζε ένα ένα τα ρούχα της κι έμενε γυμνή στο άδειο δωμάτιο (...σε μάγεψαν οι λέξεις μου κι ο ήχος της σιωπής μου...).Η φιγούρα της, μια σκιά που διακρινόταν στο δρόμο κι αυτός κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, ακουμπισμένος στη γωνιά του δρόμου να κοιτά προς το μέρος της με όλες του τις αισθήσεις σε έξαρση (...ακόμα έχω μέσα μου εκείνο σου το βλέμμα...).


Πάλευε με τον εαυτό του εδώ και κάμποσους μήνες. Πάλευε ν’ αντισταθεί σ’ αυτό το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν και άγριο ένστικτο, προσπαθώντας να αψηφήσει όλα τα σημάδια που έδειχναν αυτό που είχε μέσα του (...είπες πως ήσουν έτοιμος να προχωρήσεις...).΄Εμπηγε τα νύχια του στο δέρμα του, αντιστεκόμενος σε μια εξέλιξη απ’ την οποία ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, ύστερα από εκείνη τη βραδιά που έμελλε να αλλάξει όλη την υπόλοιπη ζωή του (...πως είχες αφήσει πίσω σου το παρελθόν...).


Κι απόψε όλο του το κορμί, του υπαγόρευε την επόμενη κίνηση.


Το φως στο μικρό δωμάτιο έσβησε κι ένιωσε το γυναικείο της άρωμα να βγαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο. ΄Ανοιξε τον μανδύα του και βρέθηκε δίπλα στο αντικείμενο του πόθου του που τόσες νυχτιές τώρα τον αναστάτωνε (...μου είπες τα μυστικά σου... κι ήθελες να μάθεις τα δικά μου...).Γονάτισε κοντά της και την κοίταξε. Κοιμόταν ήρεμα. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε απαλά σε κάθε της αναπνοή. Της χάιδεψε το μάγουλο και πλησίασε (...με πλησίασες...). Έσκυψε πάνω απ’ τον λευκό της λαιμό παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και έμπηξε αργά αργά τα δόντια του στην απαλή της σάρκα. Το ζεστό της αίμα κύλησε στα χείλη του κι άρχισε να το γεύεται ηδονικά (...όμως δίστασες....).


΄Υστερα, τρέμοντας απ’ αυτή την εμπειρία της πρώτης του φοράς, μα συνάμα ικανοποιημένος απ’ την αίσθηση του αναζωογονητικού υγρού που έτρεχε μέσα του, έφυγε όπως ήρθε (...απομακρύνθηκες...). Σιωπηλά, γρήγορα και σταθερά. Καλυμμένος με τον μανδύα του, πατώντας στις λίγες ασημένιες στάλες που είχαν απομείνει απ’ τη βροχή που είχε πέσει εκείνο το απόγευμα (...κι ακόμα βρέχει...).




.