΄Εβλεπε από καιρό εκείνον τον κόσμο και ήθελε να τον περπατήσει. Να μπει στα σκοτεινά μονοπάτια του, να νιώσει τα δάχτυλα των ποδιών του να καίγονται από τις φλόγες, να γευθεί το αίμα που στάζει απ’ τις σπηλιές και να ακούσει μέχρι τα βάθη του μυαλού του να φτάνουν τα ουρλιαχτά όσων βρίσκονταν εκεί κάτω.
Πάντα τον δελέαζε όλο αυτό το σκοτεινό μυστήριο και καταριόταν τον εαυτό του που είχε ζήσει μια ζωή συμβατική χωρίς τις απολαύσεις εκείνες που θα του έδιναν το εισιτήριο για την κόλαση.
Έτσι, αποφάσισε μια μέρα να βγάλει εκείνες τις κατάλευκες φτερούγες που του έσπαγαν τα νεύρα και να φορέσει τις μαύρες τις γεμάτες πίσσα που με επιδεξιότητα είχε κλέψει πριν λίγο καιρό από τα σύνορα της επιθυμίας του.
΄Ηξερε πως έκανε κάτι για το οποίο, αν τον ανακάλυπταν, θα τον τιμωρούσαν με κάποια από εκείνες τις βαρετές τιμωρίες που υπήρχαν σ’ εκείνον τον εκνευριστικό κήπο. Να κουρεύει το γρασίδι για μερικά συνεχόμενα χρόνια, να γυαλίζει τα μήλα στις μηλιές ή να σκουπίζει την πύλη που χωρίζει το πριν και το μετά.
Μα η επιθυμία του να το ρισκάρει ήταν παραπάνω απ’ τις δυνάμεις του.
Όμως η βόλτα του στα τρίσβαθα του κόσμου της σκιάς δεν τον αποζημίωσε. Η ανάσα του βαριά. Ιώδιο στα μάτια του. Ο ιδρώτας του φωτιά που του ’καιγε το δέρμα. Τα βήματά του δεμένα με αλυσίδες. Κι είχε την αίσθηση, πως λίγο παραπάνω να έμενε εκεί θα τον κατάπινε η ομίχλη - με κείνα τα τεράστια κόκκινα μάτια που είχαν καρφωθεί στα δικά του - και οι αλυσίδες θα τον έσφιγγαν ακόμη περισσότερο και θα του κομμάτιαζαν την ψυχή.
Τώρα, η μόνη του έγνοια ήταν πώς να βγάλει το μαύρο από πάνω του και να ξαναφορέσει τις λευκές του φτερούγες. Κι όταν διαπίστωσε πως εκείνες έλειπαν από τη θέση που τις είχε αφήσει, κατάλαβε πως δεν υπάρχει τιμωρία...
...μα χρέος να εκπληρώνεις αυτά για τα οποία είσαι προορισμένος...
.