Γεννήθηκε με τρία. Μυαλά. Δεν του ’φτανε η μαλακία που ούτως ή άλλως θα είχε και με ένα, έπρεπε να την αποκτήσει εις τριπλούν. Μα έτσι έχουν γίνει όλα σ’ αυτόν τον κόσμο. Αν είναι να ’χεις κάτι, ο διάολος που μοιράζει σκατά, δεν λυπάται να στα χώσει στη μούρη με την πιατέλα. Κι εσύ, δεν έχεις επιλογή άλλη από το να πεις ευχαριστώ για το πασάλειμμα και ν’ αρχίσεις να βοσκάς. Ναι. Τα σκατά βοσκιούνται, ντάξ;
Το πρώτο μυαλό το ’χε χρόνια στην πρώτη γραμμή. Ήταν το δέκα το καλό. Το μοστράριζε όταν ήθελε να ρίξει τις ρομαντικές. Απ’ αυτές που δεν πάνε με τη μεζούρα παραμάσχαλα στο κρεβάτι μα από κείνες που θέλουν πού και πού ένα αστέρι στην ποδιά. Και μη φανταστείτε σπουδαία πράγματα. «Άστρο» έλεγε μοναχά, μα το ’λεγε με μελωμένο στόμα. Και το καλό το μυαλό, εκεί ήταν που έδειχνε την αξία του. Έδινε χώρο στη γλώσσα. Για να κάνει πλατάγισμα με νόημα. Και με βλέμμα να κοιτάει κάπου εκεί ανάμεσα απ’ τα μάτια για να φαίνεται πως ξέρει να καρφώνει. Κι έτσι, είχε γαμήσει πέντε έξι καλές μέχρι τα εικοσιπέντε του.
Το δεύτερο το μυαλό το ’χε για να κάνει αφαιρέσεις. Τι να κάνεις τις άλλες πράξεις όταν οι αφαιρέσεις είναι αυτές που χρειάζονται για να πας μπροστά; Μείον λοιπόν όταν ήταν να διαλέξει τρία πουκάμισα ή δυο. Έβαζε ένα. Μείον όταν ήταν για να σκεφτεί αν θ’ αλλάξει σώβρακο. Άστο από αύριο. Μείον κι όταν πήγαινε να παίξει τρίλιζα. Δεν θέλει τακτική το παιχνίδι. Θέλει να ξέρεις να χάνεις. Κι έτσι, έβγαινε πάντα κερδισμένος. Λιγότερα για να πλύνει, λιγότερος χρόνος να πλυθεί, λιγότερο να χολοσκάει για παλαμάκια.
Το τρίτο το μυαλό το ’χε σε περίπτωση ανάγκης. Αν λάσκαρε κάποιο απ’ τα προηγούμενα έμπαινε σε εφαρμογή η γεννήτρια. Ναι, έτσι το ’λεγε. Γεννούσε ιδέες. Και μ’ αυτές πορευόταν εδώ που τα λέμε ίσαμε τα τώρα που έχει πατήσει πλέον τα ογδόντα εννιά. Μόνο που οι ιδέες του ήταν μάπες φουσκωμένες από πλεμόνια σικέ. Τώρα θα μου πεις πώς πορευόταν. Ε, δε θέλει και πολύ σκέψη μωρέ. Πρώτα βάνεις το ένα ποδάρι μπροστά κι αν έχεις και δεύτερο ακολουθεί και κείνο. Κάπως έτσι. Μα ένιωθε υπερήφανος που όταν κάποια φαεινή τον γαργαλούσε, αυτός ταυτόχρονα ξυνόταν με καμάρι. Νόμιζε...πως (άκου πλάκα!) το ξύσιμο είναι προσόν. Κι έτσι όλα αυτά τα χρόνια όταν κάποια ιδέα του μίλαγε, αυτός αντί να την υλοποιεί, την έξυνε. Παντού. Σ’ όλα τα μέρη πάνω του. Μα πιο πολύ στ’ αχαμνά. Ε, άντρας ήταν. Κι οι άντροι το ’χουν αυτό το κουσούρι. Από τότε έπαθε και το δερματικό. Αυτό που όταν πας να διαιωνιστείς βγάζεις ρόζους, το ’χεις ακουστά; Ε, απ’ αυτό. Η ουσία όμως είναι πως νόμιζε πως η ζωή τέτοια θέλει. Κι εδώ που τα λέμε μπορεί να ’χε και δίκιο.
Τέλος πάντων. Το θέμα είναι πως τώρα που πνέει τα λοίσθια, αυτά τα τρία τα μυαλά κάπου πρέπει να μεταδοθούν. Έτσι του ’παν πως πρέπει να γίνει. Γιατί αν τα πάρει μαζί του, θα ριζώσει στη χώρα των απολαλλημένων. Κι άμα ριζώσει εκεί, για καλό δεν θα είναι. Σίγουρα πράματα.
Κει που σκεφτόταν σε ποιον να μεταδώσει το κάρμα του, το πρώτο μυαλό του υπαγόρευσε να πει τι λέξη άστρο. Κι ο μαλάκας την είπε. Έπεσε η λέξη κι έκανε σεισμό. Βλέπεις, δεν ήταν καμιά γκόμενα εκεί για να την πιάσει. Το δεύτερο μυαλό κάτι πήγε να του πει για το χρώμα που ’πρεπε να ’χει το σάβανό του, μα δάγκωσε τη γλώσσα του και δηλητηριάστηκε. ΄Ασχετα πράματα δηλαδή. Κι έτσι το τρίτο το μυαλό πήρε μπρος μια και τ’ άλλα δεν δούλεψαν κατά πώς έπρεπε. Και του είπε πως χρειαζόταν να ξεριζωθεί κι ύστερα δίπλα σε γλάστρα με πικραλίδες να φυτευτεί. Κι έτσι το ριζικό θα ρίζωνε. Κι ας ήταν και κακό. Τι διαφορά κάνει ένα λάμδα δηλαδή; Και του φάνηκε καλή ιδέα. Κι αμέσως...
...ξύστηκε...
.