photo by Mamakos Antonhs
Κάποια στιγμή πρέπει να χτύπησε το ξυπνητήρι μα με διέκοψε από ονείρου δράμα. Το έκαμα σκηνικό και το προσάρμοσα στον ήχο της σκηνής φτιάχνοντας ένα ντριν πάνω στην αλλαγή της εικόνας. Και πετάχτηκα επάνω τρεχάτη..
Θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια αυτό στο οποίο συμμετείχα και μπορώ να πω πως είχε ενδιαφέρον. Αυτή τη στιγμή όμως, δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο το χρώμα του ονείρου μου έχει μείνει. Καφέ και μαύρο. Με λίγες πινελιές πορτοκαλί κάπου στο κέντρο και στις άκρες…
Έφτιαξα έναν γρήγορο καφέ κι έβαλα ξανά τα ίδια ρούχα. Άργησα να πω μια καλημέρα κι ίσως να έχασα και τη στιγμή. Δε βαριέσαι. Κανείς δε καταλαβαίνει πως μερικές πιεσμένες καλημέρες είναι πιεσμένες επειδή δεν μπορούν να είναι κάπως αλλιώς. Και εισπράττεις ξινίλα. Δεν πειράζει; Κι όμως…είναι στιγμές που πειράζει…
Έφτασα καθυστερημένη σε ένα κάτι που απαιτεί ακρίβεια. Ξέρεις τι είναι να λες σε μια φύση που πετάει, για ακόμη μια πίεση; Πόσο να αντέξεις πια; Άνοιξα τον υπολογιστή και κοίταξα την αλληλογραφία της νύχτας. Και είδα…ανάγκη…είδα…σιωπή που ουρλιάζει…είδα δάκρυ που ήθελε να στάξει κι ας ένιωθε στερεμένο. Είδα μια νύχτα να ξημερώνει με θόρυβο. Μα στην τελευταία τελεία είδα και ελπίδα…
΄Ανθρωποι. Υπάρχουν. Ανασαίνουν. Παλεύουν. Παλεύονται. Χάνουν. Ζουν. Προσεύχονται. Ξέρεις…υπάρχουν κάποιοι που προσεύχονται ακόμα…Σε τι; Σε ποιον; Δεν έχει σημασία. ΄Οπου και να πιστεύει κανείς, είναι δικό του. Και δεν μπορεί να του το πάρει κανείς. Και έτσι πρέπει. Να μην του το αγγίζει κανείς.
Είναι απ’ τις φορές που θέλω να στείλω χάδι. Απ’ τις φορές που θέλω να αγγίξω με άγγιγμα μωβ. Ζεστό μωβ. Όχι θλιβερό. Να έχει θέλω, μια βελούδινη χροιά. Και μυρωδιά αγρού. Να το νιώσει. Κι ας μη χαμογελάσει. Ας το νιώσει κι ας το διώξει. Ας το δεχθεί κι ας το βάλει στο πέτο να το έχει για ένα βράδυ ακόμη. Για ένα βράδυ που θα χυθεί στον δρόμο.
Ένα μπουκάλι με νερό δίπλα μου. Θα τελειώσει σε μερικές ώρες και θα το γεμίσω ξανά. Σα να πίνω τους κόμπους μου. Σα να κατεβάζω τις ανάσες μου. Σα να ποτίζω τα σωθικά μου με ένα ξημέρωμα ακόμα. Έχω να διαβάσω και ένα βιβλίο. Το υποσχέθηκα. Να το δω. Να εισχωρήσω σε μια σκέψη ακόμα. Είναι όμορφο να ανακαλύπτεις σκέψεις. Είναι όμορφο να αγγίζεις σελίδες από ζωή. Είναι όμορφο κάποιος να θέλει να μοιραστεί κομμάτια του…
Είναι κι ένα απόγευμα που περιμένει. Που θέλει να χαράξω και μια γραμμή κάτω απ’ τα μάτια. Ασημένια βάζω αυτή την εποχή. Και μαύρη από πάνω. Και σκιά μαύρη. Στο μαύρο, μπορείς να βάλεις ό.τι χρώμα θες και να παίξεις μ’ αυτό απλώνοντάς το. Μα δεν απλώνω τίποτα. Παίρνει χρώματα το βλέμμα μου. Και κάνει τα δικά του.
Άλλη μια γουλιά νερό. Πάει κάτω αργά. Κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Μελωδία βάζουν εδώ. Ας βάζουν. Είναι στιγμές που δεν ακούω τίποτα. Είναι στιγμές που δεν με βλέπει κανείς. Είναι στιγμές που τους έχω κάνει να πιστέψουν πως δεν είμαι εδώ. Μ’ αρέσει αυτό. Μ’ αρέσει…
Θέλω να βρω χρόνο σήμερα να φτιάξω μια καινούργια προσμονή. Να ρωτήσω και μια ψυχή αν είναι καλύτερα. Να πληρώσω και κάτι χρωστούμενα. Να πάρω και μια φωνή να της πω πως μου έλειψε επειδή έχω να τη δω καιρό. Α…να απαντήσω και σ’ ένα μήνυμα προχθεσινό. Κοιμάσαι; με ρώταγε. Δε ξέρω…Δε ξέρω αν εκείνη την ώρα κοιμόμουν…
Δευτέρα...
.