Εκεί στο σκοτεινό μέρος του μυαλού μου, που κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει, να χωθεί και να ανακαλύψει, εκεί θα στρώσω φλοκάτη κατακόκκινη. Δεν θ’ ανάψω το παραμικρό φως, δεν θ’ αφήσω καμιά χαραμάδα ανοιχτή, παρά μόνο θα ’μαι καθισμένη στο κέντρο και θα αφουγκράζομαι.
Θα είμαι με τα πόδια διπλωμένα και τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατα. Σε στάση περισυλλογής, σε στάση προσμονής, σε στάση «μην αγγίζετε». Δίπλα μου, οι κλειστές πόρτες και τα παραθυράκια του νου σε χρώματα διάφορα. Σε χρώματα που δεν βλέπω, μα κάπου ξέρω πως αν μπει μια αναλαμπή θα αντανακλάσει την ύλη τους και θα τη μεταφράσει σε κάποιο χρώμα γνωστό ή άγνωστο. Μα προτιμώ να τα φαντάζομαι.
΄Εχω τις φωνές φυλακισμένες σ’ ένα απ’ τα μπουντρούμια μου, τα κλάματα σε άλλο, τα γέλια στο παραδίπλα. Μερικές συνωστισμένες λέξεις σ’ ένα υπόγειο, κάτι εικόνες στο πατάρι κι εκεί σ’ ένα απ’ τα κελάρια, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ’ναι κάτι συναισθήματα που σε κάνουν να φτερουγίζεις και να παίρνουν φυσικό χρώμα τα μάγουλά σου. Βαριέμαι να τα κατονομάσω τώρα.
Θα απαλλαγώ από σκέψεις και μετά θα αγγίξω τα πόδια μου. Θα τ’ ανοίξω και θα ’χω το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ανοιχτά όπως μ’ αρέσει να τα έχω στο τέλειο σκοτάδι. Για να βλέπω να περνούν κάτι σαν ψειράκια που συνηθίζω να τα ονομάζω μικρά χαριτωμένα ιπτάμενα παράσιτα απροσδιορίστου υφής.
Και θα περιμένω να ακούσω αυτό που θα με κάνει να ερεθιστώ. Γι’ αυτό το λόγο θα πάω άλλωστε σ’ αυτό το μέρος του νου μου. Για να ερεθιστώ. Γιατί μόνο εγώ ξέρω τι με κάνει να μουδιάζω, να ανατριχιάζω, να κάνει την αναπνοή μου γρήγορη και τους παλμούς μου να χτυπάνε στο τέρμα. Κι όσο κι αν ψάχνω να το βρω στον έξω κόσμο, τόσο απογοητεύομαι και μένω ανικανοποίητη.
Θα συγκεντρωθώ και είμαι σίγουρη πως θ’ αρχίσουν να εμφανίζονται μια προς μια. Οι λέξεις που αναζητώ. Οι λέξεις που με κάνουν να πηγαίνω παραπέρα. Μερικές ίσως να μην τις έχω ματακούσει. Άλλες, ίσως να είναι συνδυασμός δύο ή τριών απ’ αυτές που ξέρω. Άλλες πάλι, μπορεί να είναι γνώριμες μα ειδωμένες αυτή τη φορά με τρόπο διαφορετικό, τέτοιο που θα με κάνει να σταθώ για να τις πιάσω. Να τις αγγίξω, να τις γευθώ, να τις ζωγραφίσω και να τις κάνω όσο πιο υπαρκτές γίνεται.
Θα ’ρθει λες, η λέξη «θελκτικός» που ’χει μέσα της τη μαγεία; Θα ’ρθει η λέξη «κατακόμβη»,για να μου φτιάξει απόκρυφη εικόνα; Θα ’ρθει η λέξη «μεταηθική» για να με κάνει ν’ αναρωτιέμαι; Η λέξη «ρεβάνς» για τις ανατροπές που περιμένω; Η λέξη «ανταύγεια» για να φτιάξω παραμύθι μέσα απ’ της φλόγας τον ρυθμό; Η λέξη «αυτοαναιρούμαι» για να κάνω χάζι με τον εαυτό μου; Η λέξη «κινδυνολογώ», για να σκεφτώ για ακόμη μια φορά πως πρέπει να την εξαφανίσω; Η λέξη «κίβδηλος» για να με κάνει να τον ξανασκεφτώ; Η λέξη «οιακοστρόφιο» που κάπου την άκουσα και την ξέχασα αμέσως;
Και θα ’ρθουν κι άλλες λέξεις, λες;
«ψαθάκι», «ημισέληνος», «προμαντεύω»,
«μακελειό», «ενθουσιάζομαι», «κυκλάμινο»,
«παρμεζάνα», «τραγωδοποιώ», «μονομιάς»,
«διαλεκτικός», «ψηλοτάκουνηγκόμενα»,
«ωσμοσκόπιο», «επιθετικότητα», «πνεύμααντιλογίας»,
«γραφικός», «ρεβεράντζα»;
Κι ένα σωρό άλλες, που θα με κάνουν σιγά σιγά να αρχίσω να λιώνω. Να βγάζω ένα αργόσυρτο «αχ» και ν’ ανοιγοκλείνω τα πόδια, να τις νιώθω να στροβιλίζονται γύρω μου. Να μου γλύφουν τους μηρούς, να προχωρούν πιο πάνω και να χώνονται μέσα μου. Να τις αφήνω να με παιδεύουν και να με κάνουν να ιδρώνω. Να αγκομαχάω και ν’ αρχίζω να τις προκαλώ να συνεχίζουν με δύναμη.
«Τολμηρότητα», «αμπάριζα»,«υπερβαίνω»,«ένστικτο»
«αισθησιασμός», «τρίστρατο»,«υπόταξη»,«δεινότητα»,
«στενόδερμάτινοπαντελόνι», «χαλαζοβρόχι»,
«αιμάτινος», «παλιμπαιδισμός», «σιρόπιβύσσινο»,
«ολοκλήρωμα», «μουσκεμένος», «ουτοπία»,
«χορόδραμα».
Και να μην αντέχω και οι πόρτες του νου που είναι γύρω μου ν’ αρχίζουν να χτυπάνε. Καλά κλειδωμένες, να θέλουν να σπάσουν τα δεσμά και να ελευθερώσουν ότι έχουν κλεισμένο μέσα τους. Να θέλουν να απαλλαγούν απ’ το βάρος του δεσμώτη και να διώξουν κάθε τι το σκόρπιο και το αλυσοδεμένο. Να καθαρίσουν και να φέρουν αέρα φρέσκο.
Και να περιμένουν την ώρα που θα τελειώσω ηδονικά, εκεί πάνω στην κόκκινη τη φλοκάτη που θα ’χει το σχήμα μου για να ανοίξουν διάπλατα και να υποδεχτούν τα υγρά μου ποτάμια. Να σπάσουν τα κάγκελά τους σε χίλια δέκα τρία κομμάτια και να χτυπάνε με θόρυβο στους πέτρινους τοίχους μου.
Να τελειώνω μέσα μου και να με παίρνουν μάτι. Να χαμογελούν πονηρά και ανυπόμονα. Να μου ψιθυρίζουν να πάψω να προφυλάσσομαι από εμένα. Να γευθώ το αποτέλεσμα για να περιμένω κι ένα ακόμα. Να το δεχθώ. Να το παρακαλώ. Να το αισθανθώ. Να αφεθώ. Να ετοιμαστώ...
... για να κυοφορήσω εμένα...
...και ν’ αρχίσω να γεννιέμαι ξανά και ξανά...
.