Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Ο εκπαιδευόμενος



΄Ηρθε στο γραφείο της. Νεοπροσληφθής. ΄Ιδια ειδικότητα μ’ εκείνη και θα τον ενημέρωνε σχετικά με τη δουλειά.


Τα βλέμματά τους φανέρωσαν την έλξη που ένιωσαν απ’ την πρώτη στιγμή. Του έδειχνε φυλλάδια και έγγραφα. Κι ένιωθε να τη γδύνει με τα μάτια. Κι εκείνη, του μίλαγε με τη γλώσσα του σώματος. Τίναγμα τα μαλλιά, ελαφρύ σκύψιμο προς το μέρος του, φωνή απαλή.


Μόλις ένα μήνα παντρεμένος και δέκα χρόνια μικρότερός της, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Μα αυτά είναι ψιλά. Εξάλλου εκείνη, με μικρότερους νταραβεριζόταν συνήθως. Κι απ’ τα βλέμματα και τα χαμόγελα, ήρθαν σιγά σιγά και τα βαθιά τα ντεκολτέ και οι στενές οι φούστες και τα διάφανα τα πουκάμισα και μια διάθεση χαλαρή για πειράγματα. Και κάτι ψιλοαγγίγματα, μερικά υπονοούμενα, τηλέφωνα σε ώρες άσχετες και ένα σωρό σημειώματα κρυμμένα στα συρτάρια της για να τα βρίσκει και να χαμογελά.


Την πρώτη φορά που την πήρε, ήταν στα όρθια πίσω απ’ την πόρτα μετά το σχόλασμα. Γρήγορος, καυτός, βίαιος, ανυπόμονος. Της έβγαλε το στήθος έξω απ’ το σουτιέν, χωρίς να της το ξεκουμπώσει, και το ’βαλε στο στόμα του. Τον κράταγε σφιχτά απ’ τους ώμους και τον δάγκωνε για να μη φωνάξει. Είχε μπήξει τα νύχια του πίσω της και τον ένιωθε να της δίνει τη δύναμη και τη λαχτάρα του.


΄Οταν του έδωσε τους σπασμούς της, ήταν σαν να ελευθέρωσε το ηφαίστειο που είχε μέσα της. Και τον τρέλανε. Με το πάθος και τη φλόγα της. Με τη γοητεία και την ευρηματικότητά της. Με την ικανότητα που είχε να κρατάει τη φαντασία του σε εγρήγορση.


Σ’ ένα χρόνο, ο εκπαιδευόμενος πήρε μετάθεση. Να είναι κοντά στη γυναίκα του που επρόκειτο να γεννήσει.


Πριν φύγει, το έκαναν οκτώ φορές.


Το σκορ της ήταν δώδεκα.

Ο μικρός είχε ακόμη να μάθει πολλά.


Αυτός έχασε...

.


Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Ψυχή μου...






Είχα βάλει το λευκό μου το μαγιό τότε. Χρώμα που ουδέποτε μου έκανε κέφι, αλλά την είχα δει ηλιοκαμένη και ήθελα να παίξω με το μαύρο του κορμιού μου. ΄Οταν έβγαινα απ’ τη θάλασσα κολλούσε πάνω μου απ’ το αλμυρό το νερό και μου διαγράφονταν τα πάντα. Ε, και; Σε λίγο θα τα ρούφαγε ο ήλιος.


Δεκαεννιά ήμουν κι εκείνος δεκάξι. Τα βλέμματα έχουν ηλικίες; Όχι, δεν έχουν. Ήμουν στο ντουζ της παραλίας και ήρθε προς το μέρος μου. Τίναξα προς τα πίσω τα μαλλιά κι έσταζαν οι στάλες πάνω μου. Έμεινε να με κοιτά και να χαμογελά. Δεν είπε λέξη. Τον έκανα χάζι. Του χαμογέλασα.


Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια. Και την επόμενη. Με ακολουθούσε, καθόταν πιο πέρα και με κοίταγε. Όμορφο το βλέμμα του. Γελούσαν και τα μάτια του. Έκτοτε, τον έβλεπα συνεχώς μπροστά μου. Κάτω απ’ δωμάτιο που νοίκιαζα, στην βόλτα, στα μπαράκια, στην πλατεία του νησιού. Του νησιού των διακοπών μου. Του νησιού του.


Κάθε καλοκαίρι εκεί. Η επικοινωνία μας έγινε πιο στενή, χωρίς να έχουμε προχωρήσει σε σχέση. Ένα διαρκές φλερτ. Ένα διαρκές μούδιασμα. Ένα διαρκές άγγιγμα. Λέξεις, όνειρα, επιθυμίες, δάκρυα, γέλια.΄Ηρθε και σπούδασε στην πόλη μου. Τέλειωσε κι ήθελε να με πάρει μαζί του. Έμεινα πίσω. Ήθελα άλλα μονοπάτια.


Ζωές παράλληλες. Ο ένας χρόνος πίσω απ’ τον άλλον. Πάντα ήξερα πως είναι εκεί. Πάντα ήξερε πως είμαι εδώ. Για ότι μου συμβεί. Για ότι εκείνος χρειαστεί. Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα του ανεκπλήρωτου που δυναμώνει κάτι ή απλά είναι εκείνη η ασημένια κλωστή που ενώνει δυο ψυχές σαν βρεθούν σε κάποιο σταυροδρόμι. Δεν ξέρω τα γιατί και τα πώς και τα πότε που κάνουν δυο ανθρώπους να παραμένουν ο ένας στη ζωή του άλλου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κι ούτε θέλω και να τα εξηγήσω.


Αυτό που ξέρω είναι πως του έστειλα ένα μήνυμα προχθές. Μοναχά τρεις τελίτσες... «Μ’έπιασε» αμέσως κι ας είχαμε καιρό να τα πούμε. Πολύ καιρό μάλιστα. Έβγαλε εισιτήριο. Θα ’ρθει για αγκαλιά. Θα μου χαϊδέψει και τα μαλλιά, το ξέρω. Θα με φιλήσει και στα χείλη απαλά. Θα τον κάνω να μου πει και τα δικά του, το ξέρω. Θα τον κοιτάξω και στα μάτια. Κι ύστερα, θα φύγει ξανά.


΄Ενα τίναγμα του μαλλιού πίσω απ’ τον ώμο είναι τα χρόνια που περνούν. ΄Ενας ψίθυρος βροχής σταλμένης από ένα ταξιδιάρικο σύννεφο. Ο απόηχος του ρίγους ανάμεσα σε δυο αναστεναγμούς.


Ακόμη τον νιώθω να με κοιτά όπως εκείνη τη φορά στο ντουζ με το λευκό μου το μαγιό. Κι ας μην τον βλέπω συχνά. Κι ας ξέρω πως σκορπάει τη μουσική του όπου κι αν πηγαίνει. Κι ας ξέρει πως σκορπώ τις λέξεις μου όπου κι αν είμαι. Ναι, ακόμη με κοιτά. Ακόμη του χαμογελώ...


...κι ας είναι φορές που φεύγουν τα βλέμματά μας και πάνε πιο κει...μόνο και μόνο για να μην μπουν ανάμεσα κι άλλα ερωτηματικά...
.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Εκρήξεις


Με κίνηση φιδιού που θέλει να κουλουριαστεί χώνομαι στη θέρμη σου. Με διάθεση απόκοσμη και ρυθμό κυματιστό γλιστρώ στα σωθικά σου. Ακούω το «αχ» του σώματός σου και νιώθω το σφίξιμό σου. Κόβεται η ανάσα μου από το ρούφηγμά σου.

Κρύβομαι πίσω από ένα βράχο σου καυτό. Εκεί, λίγο πριν τις φλόγες της κόλασής σου. Λίγο πριν τον γκρεμό που οδηγεί στον Άδη σου. Ανασαίνω και αφουγκράζομαι. Ιδρώνω και ξεδιπλώνομαι. Αργά αργά γυμνώνομαι. Και χύνομαι.

Κατοικώ τη σπηλιά σου. Αυτή τη σπηλιά που όσοι μέσα της χαθούν, πίσω δε γυρίζουν. Τους κρατάς φυλακισμένους στα κάγκελα των επιθυμιών σου. Τους τιμωρείς για την απερισκεψία τους. Για την άγνοιά τους. Για την ασυδοσία και το έλλειμμά τους. Τους δένεις και τους φιμώνεις. Τους τεμαχίζεις και τους λιώνεις. Τους καις και τους σκορπάς.

Μα εμένα με δέχεσαι. Είμαι η λάβα στο ηφαίστειό σου. Η βροχή στην καταιγίδα σου. Το όνειρο στο σύννεφό σου. Η λάμψη στο μαύρο των ματιών σου. Το αίμα στην άκρη των χειλιών σου.

Κι όταν αρχίζω να κουνιέμαι, δίνεις τις εκρήξεις σου. Αστράφτεις τα ξεχασμένα ήθη σου. Βροντάς τα θαμμένα όχι σου. Ουρλιάζεις τα καμένα λάθη σου. Καταριέσαι τα καινούργια πρέπει σου. Ντύνεις με χρώμα τη φωνή σου. Φτύνεις με φόρα τη ζωή σου. Πνίγεις με θάνατο τη θύμησή σου. Ζωντανεύεις τη φλόγα στη ψυχή σου.

Κι εγώ, χαμογελώ ερεθισμένη. Γιατί σ’ εκείνο τον βράχο του κορμιού σου, σιγά σιγά σκαλίζω ενοχές και παραχώνω τις εκκολαπτόμενες ορέξεις σου. Κι όταν θα είναι έτοιμες να βγουν, τότε απότομα θα τραβηχτώ. Να σε λυτρώσω και να λυτρωθώ. Να σε διαλύσω και να διαλυθώ. Να σε ανατινάξω και μαζί σου να ανατιναχθώ.

Ποιος τον εαυτό του αντέχει για πολύ σαν ξέρει πως γεννά τα πάθη;

.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Ενός λεπτού σιγή




Για ένα λεπτό ζητώ την προσοχή σου. Γι’ αυτό το τελευταίο μου λεπτό και μόνο θέλω να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις τι βλέπεις. Όχι φίλε μου, δεν με νοιάζει η άθλια γνώμη που έχεις για μένα, μα θέλω να μου πεις αν εκεί, ανάμεσα απ’ το χρώμα μου, βλέπεις και κάτι δικό σου. Αν η απάντησή σου είναι όχι,τότε έχασες οριστικά το εισιτήριο απ’ αυτό που ονομάζεις απόδραση. Η απόδραση είναι δική μου πλέον και θα την καθορίσω εγώ.

Για ένα λεπτό και μόνο ζητώ την προσοχή σου. Δεν πέρασε ακόμη αυτό το λεπτό μα ποιος ορίζει τον χρόνο άλλωστε; Μετρήσιμο μέγεθος από μερικούς, μα από άλλους όχι. Τώρα όμως θα τον ορίσω εγώ. Γιατί είναι η μοναδική στιγμή που έχω δικαίωμα να κάνω ότι θέλω χωρίς να μου υπαγορεύεις τίποτα. Η μοναδική στιγμή που έχω την ικανοποίηση να βλέπω τον τρόμο στα μάτια σου και η μοναδική στιγμή που έχω τη δυνατότητα να κλείσω μέσα μου την σιωπή σου. Φεύγοντας θα τα πετάξω και τα δυο στον κάδο με τα απόβλητα. Θα το δεις με τον τρόπο που θα φύγω. Και θα το καταλάβεις.

Για ένα λεπτό ζητώ να με ακούσεις. Βαρέθηκα να κοιτώ στον καθρέφτη και να βλέπω εσένα. Μπούχτισα να με ζαλίζουν λέξεις χωρίς νόημα και ανύπαρκτες υπάρξεις. Σταμάτησα εδώ και καιρό να ανασαίνω αρώματα και να γεύομαι το φως. Με κλείδωσες σε άνοστα νοήματα και υποταγμένες ορέξεις. Φυλακισμένη σε πύργους με κάγκελα χωρίς ελπίδα για λύτρωση. Δεμένη στα μπουντρούμια του νου χωρίς ανάσα. Και το χειρότερο; Χωρίς επιθυμία για απόδραση.

Σειρά μου να σε κάνω να ριγήσεις. Σειρά μου να σε κάνω να αμυνθείς. Σειρά μου να σε κάνω να νιώσεις πώς είναι να ορίζεις το ύστερα. Και ξέρω πως αυτό είναι που σε τρομάζει περισσότερο. Η ευθύνη του καθορισμού των συνεπειών. Ναι, αγαπητέ μου, θα πλύνεις εσύ το πάτωμα απόψε. Με ότι έχει απομείνει από μένα. Κι αν θες τον τοίχο σου να βάψεις, πάρε χρώμα απ’ τη λίμνη που θα φτιάξω.

Τι κρίμα που δεν θα μπορείς να ξεφύγεις από δω και πέρα. Τι κρίμα που θα φοράς τη μάσκα της αχρωμίας, ενώ θα ζεις μια κόκκινη ζωή. Θα ζεις τον εφιάλτη τον δικό μου. Θα βλέπεις παντού το χρώμα μου. Θα ανασαίνεις τις αναθυμιάσεις του. Θα περπατάς τους φόβους μου. Θα ιδρώνεις στο κάλεσμά μου. Θα αγκομαχάς σ’ ένα τίποτα.

Όχι, δεν θα σου πω κάτι άλλο. Κι ούτε θα σου δώσω την ικανοποίηση να πεις κάτι κι εσύ. Τελικά δεν θέλω καμία σου απάντηση. Δεν θέλω να έχω τον ήχο της φωνής σου στ’ αυτιά μου. Θέλω να φύγω όπως γουστάρω εγώ. Το μόνο που μπορείς να κάνεις εσύ, είναι να αρχίσεις να ξεκουνιέσαι επιτέλους απ’ τη θέση σου. Σου βρήκα δουλειά.

Το λεπτό τελείωσε.


.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Πάμε...




Πάμε;
Πάμε...
Δε ρωτάς πού...
Δε θέλω να ξέρω...
Για πόσο;

Για όσο...
Δεν ήσουν έτσι εσύ...

Έγινα...Εσύ και χωρίς να ρωτάς;

Δε θέλω ν’ αρχίσω να πιστεύω ξανά...
Φοβάσαι...

Φοβάμαι...
Κι εμένα;

Δε διαφέρεις...
Τότε γιατί να πάμε;

Για ν’ αρχίσεις να πιστεύεις εσύ...
Τι νόημα έχει;

Για να δεις πώς είναι να πιστεύεις...
Κι ύστερα;

Κι ύστερα θα σταματήσεις να ρωτάς...
...................................

Πάμε;

Πάμε...


.



Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

Δι’ ευχών των αγ(ρ)ίων ημών...



Με τα ήθη χρηστά και σκεπασμένη πρόθεση προχωρώ και πορεύομαι. Το ένα ρήμα δίπλα στο άλλο για δήλωση υπερβολής. Έμφασης θα έλεγαν πολλοί. Μαλακίας θα έλεγαν οι περισσότεροι. Σκοτίστηκα για τους χαρακτηρισμούς. Μόνη μου μπορώ να προσδώσω και περισσότερους.

Ξυπόλυτη τεντώνομαι στις μύτες των ποδιών με την πλάτη πίσω και το στήθος μπροστά. Τινάζω τα μαλλιά και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Ράσο θα βάλω σήμερα. Ναι, αυτό το μαύρο το μακρύ. Σε σχέδιο δικό μου. Με κουμπάκια μπροστά και σκίσιμο στο πλάι. Κι από μέσα γυμνή και ξυρισμένη. Γιατί έτσι γουστάρω. Να προχωράω, ν’ανεμίζουν τα φουστάνια μου και να με γλύφει ο αέρας. Να φέρνω το ένα πόδι μπροστά στο άλλο και να νιώθω το γαργάλημά του. Να χαμογελάω και να μην ξέρουν οι άλλοι το γιατί. Θα ξέρω όμως εγώ. Κι αυτό με καυλώνει περισσότερο.

Θα πάω πρωί πρωί στο φούρνο της γειτονιάς. Τότε που βγαίνουν τα σταφιδόψωμα. Απ’ αυτά που έχουν πάνω τους άχνη ζάχαρη. Και μέχρι να φτάσω στο ταμείο, θα την μαζεύω απαλά απαλά με τη γλώσσα. Θα ανοίξω τα χείλη μου, θα την βγάλω έξω κι αργά αργά θ’ αρχίσω να γεύομαι τη γλύκα της. Γιατί πρώτα θέλω να νιώθω γεύσεις. Οι πληρωμές στο τέλος.

Θα περάσω κι απ’ το περίπτερο για τσιγάρα. Απ’ αυτά τα μακριά στα περίεργα πακέτα. Ίσως πάρω κι ένα πουράκι με άρωμα σοκολάτας. Γιατί μ’ αρέσει να σκορπάω και μυρωδιές. Κι ας κάνω μια ρουφηξιά όποτε λάχει. Με νόημα. Με ύφος. Με στιλ. Σχηματίζοντας μαγκιώρικα δαχτυλίδια καπνού. Με το στόμα μου μισάνοιχτο,για εικόνες ηδονής. Φωτιά δεν θα ζητήσω. Απ’ αυτή έχω μπόλικη. Υπάρχει αντίρρηση;

Και μετά, θα χωθώ στην πόλη των αγρίων. Των βολεψάκηδων και των κλεφτών. Των δήθεν και των υποκριτών. Των μίζερων και των ανοργασμικών. Και θ’ αρχίσω να μοιράζω ευχές. Από μέσα μου. Κι απ’ έξω μου. Φιληθείτε...νιώστε...αγγίξτε...βραχείτε...

ξεδιπλωθείτε...κοιταχτείτε...ερωτευτείτε...και ναι...
ω, ναι...γαμηθείτε αγαπημένοι μου...γαμηθείτε...
Και θα μου μοιράζουν κι εκείνοι τις δικές τους τις ευχές.
Μετανόησε...προσκύνα...μετάλαβε...εξαγνίσου...

...μαρτύρα...
Κι εγώ θα περνάω ανάμεσά τους και θ’ ανοίγω ένα ένα τα κουμπιά μου. Αργά και νωχελικά. Αισθησιακά και πρόστυχα. ΄Η δήθεν αθώα. Με τις ευχές του σύμπαντος. Κι όλων των θεών. Και των δαιμόνων.

Και μέχρι να φτάσω στο πουθενά, το ράσο μου θα έχει ανοίξει τελείως και θ’ ανεμίζει. Θα πηγαίνει πίσω μου και θα έχει αποκαλύψει τ’ απόκρυφά μου. Και θα σκορπάω τις στάλες μου. Για αγιασμό. Για κάθαρση. Για εξορκισμό. Για ξεδίψασμα. Για δροσιά. Για κάψιμο. ΄Οπως ο ουρανός μου όταν αποφασίζει να ρίξει την κόκκινη βροχή του. Αυτή που καίει και τους κάνει ν’ αναστενάζουν.

Και θα περάσω στο πέρα. Γυμνή κι απαλλαγμένη. Με βλέμμα πονηρό. Και με ευχές ανανεωμένες. Απ’ αυτές που μάζεψα στο διάβα μου. Που ίσως τις ξεχάσω. Που σίγουρα θα τις ξεχάσω. Γιατί ξέρω να δίνω καλύτερες...

Χαϊδευτείτε...ξεσπάστε...λικνιστείτε...αισθανθείτε...

απαλλαχθείτε...φεγγαροχτυπηθείτε...ξαναγεννηθείτε...
ξεντυθείτε...και ναι...ω, ναι...γαμηθείτε αγαπημένοι μου...
...γαμηθείτε...
.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Φθινοπωριάτικη συν-ουσία





Κατέβηκε τις σκάλες την ώρα που έπεφταν οι πρώτες στάλες. Απόψε αποφάσισε να βγει χωρίς προορισμό. Χωρίς ώρα επιστροφής. Με δυο γουλιές μεθυσμένο χρόνο για να ξεγελάσει τα συμπαντικά ρολόγια. Με μια κλεμμένη νότα στα χείλη. Μ’ αχτένιστα μαλλιά και γεύση από δάκρυ. Με βλέμμα σκοτεινό. Σα νύχτα που ξέχασαν να της ανάψουν τ’ άστρα.

Σκέφτηκε πως δεν χρειάζεται να σκέφτεται τόσο. Μα ξέρει πως κι αυτό μια σκέψη ακόμα είναι. Έπαιξε μ’ έναν ψίθυρο και χαμογέλασε. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά κι άνοιξε τα μάτια διάπλατα. Άφησε την βροχή να της μιλά. Να κυλά μέσα της και να την γαργαλά. Να την καίει και να την δροσίζει μαζί. Να της ανακατεύει τις αισθήσεις. Να κοροϊδεύει τους φόβους της. Να της προστατεύει τα όνειρα.

Προχώρησε. Είδε κάτι να γυαλίζει. Τερτίπια του νερού στην άσφαλτο. Μια μορφή να βγαίνει απ’ τα φυλλώματα του νου. Η μορφή του. Χαμογέλασε ξανά. Σχεδόν πονηρά. Μερικές γυναίκες δεν θέλουν να μεγαλώσουν ποτέ, έτσι;
Αναπόλησε ένα χάδι. Θυμάται, άραγε,τη γεύση του φιλιού μου; ρώτησε μια σκιά κι εκείνη εξαφανίστηκε.

Άνεμος. Ανάσα. Κι ένα βήμα ξυπόλυτο. Οκτώβρης...


Νεράιδα της βροχής


Άλλαξε πλευρό. Του κάκου όμως. Ο Μορφέας αποφάσισε να κάνει απεργία (και) απόψε. Σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω σαν να μην ήταν δικός του ο χώρος που τον περιέβαλλε. Είχε πιάσει να νυχτώνει. Να νυχτώνει απ’ τις επτά; αναρωτήθηκε. Μα το καλοκαίρι είχε τελειώσει. Του το θύμιζε η πόλη. Ο γλυκά μουντός καιρός.

Έστρεψε αργά το βλέμμα προς τα έξω. Οι πρώτες απαλές σταγόνες είχαν αρχίσει να πέφτουν. Άνοιξε το παράθυρο κι έψαχνε αυτή τη μυρωδιά...Μέσα στην πόλη είχε σχεδόν εκλείψει. Κι όμως...η φύση κέρδισε και πάλι. Χαμογέλασε. Η βροχή, του την θύμιζε. Ειδικά όταν νύχτωνε. Άραγε εκείνη με τι τον είχε συνδέσει; Δεν ήταν θλιμμένο το χαμόγελό του. Ήταν ένα χαμόγελο παιδικό, ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης ότι το έζησε κι αυτό. Και μετά σκανταλιάρικο, βγάζοντας τη γλώσσα στον εαυτό του. Οι άντρες άλλωστε δεν μεγαλώνουν ποτέ, έτσι;
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα μπουκάλι διαλεχτό κόκκινο κρασί και γέμισε δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Ύστερα άναψε ένα κερί βανίλια και περίμενε. Περίμενε λίγο...μέχρι να δυναμώσει η βροχή. Και μετά, έφερε το ένα ποτήρι κοντά στο άλλο...τα τσούγκρισε...ήπιε αργά το δικό του και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

Ξεχύθηκε στους δρόμους...δίχως να τον ενδιαφέρουν τα ονόματά τους. Αφού σε βρήκα μια φορά, δεν έχει σημασία να περάσω από τα στέκια μας. Αφού με βρήκες μια φορά, δεν έχει σημασία να μου πεις πού είσαι.
Χαμογέλασε περισσότερο όταν χάθηκε μέσα στους ίσκιους. Οκτώβρεψε...


SideWalker


.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Θα τελειώσω μέσα (μου)!





Εκεί στο σκοτεινό μέρος του μυαλού μου, που κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει, να χωθεί και να ανακαλύψει, εκεί θα στρώσω φλοκάτη κατακόκκινη. Δεν θ’ ανάψω το παραμικρό φως, δεν θ’ αφήσω καμιά χαραμάδα ανοιχτή, παρά μόνο θα ’μαι καθισμένη στο κέντρο και θα αφουγκράζομαι.

Θα είμαι με τα πόδια διπλωμένα και τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατα. Σε στάση περισυλλογής, σε στάση προσμονής, σε στάση «μην αγγίζετε». Δίπλα μου, οι κλειστές πόρτες και τα παραθυράκια του νου σε χρώματα διάφορα. Σε χρώματα που δεν βλέπω, μα κάπου ξέρω πως αν μπει μια αναλαμπή θα αντανακλάσει την ύλη τους και θα τη μεταφράσει σε κάποιο χρώμα γνωστό ή άγνωστο. Μα προτιμώ να τα φαντάζομαι.

΄Εχω τις φωνές φυλακισμένες σ’ ένα απ’ τα μπουντρούμια μου, τα κλάματα σε άλλο, τα γέλια στο παραδίπλα. Μερικές συνωστισμένες λέξεις σ’ ένα υπόγειο, κάτι εικόνες στο πατάρι κι εκεί σ’ ένα απ’ τα κελάρια, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ’ναι κάτι συναισθήματα που σε κάνουν να φτερουγίζεις και να παίρνουν φυσικό χρώμα τα μάγουλά σου. Βαριέμαι να τα κατονομάσω τώρα
.
Θα απαλλαγώ από σκέψεις και μετά θα αγγίξω τα πόδια μου. Θα τ’ ανοίξω και θα ’χω το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ανοιχτά όπως μ’ αρέσει να τα έχω στο τέλειο σκοτάδι. Για να βλέπω να περνούν κάτι σαν ψειράκια που συνηθίζω να τα ονομάζω
μικρά χαριτωμένα ιπτάμενα παράσιτα απροσδιορίστου υφής.
Και θα περιμένω να ακούσω αυτό που θα με κάνει να ερεθιστώ. Γι’ αυτό το λόγο θα πάω άλλωστε σ’ αυτό το μέρος του νου μου. Για να ερεθιστώ. Γιατί μόνο εγώ ξέρω τι με κάνει να μουδιάζω, να ανατριχιάζω, να κάνει την αναπνοή μου γρήγορη και τους παλμούς μου να χτυπάνε στο τέρμα. Κι όσο κι αν ψάχνω να το βρω στον έξω κόσμο, τόσο απογοητεύομαι και μένω ανικανοποίητη.

Θα συγκεντρωθώ και είμαι σίγουρη πως θ’ αρχίσουν να εμφανίζονται μια προς μια. Οι λέξεις που αναζητώ. Οι λέξεις που με κάνουν να πηγαίνω παραπέρα. Μερικές ίσως να μην τις έχω ματακούσει. Άλλες, ίσως να είναι συνδυασμός δύο ή τριών απ’ αυτές που ξέρω. Άλλες πάλι, μπορεί να είναι γνώριμες μα ειδωμένες αυτή τη φορά με τρόπο διαφορετικό, τέτοιο που θα με κάνει να σταθώ για να τις πιάσω. Να τις αγγίξω, να τις γευθώ, να τις ζωγραφίσω και να τις κάνω όσο πιο υπαρκτές γίνεται.

Θα ’ρθει λες, η λέξη «θελκτικός» που ’χει μέσα της τη μαγεία; Θα ’ρθει η λέξη «κατακόμβη»,για να μου φτιάξει απόκρυφη εικόνα; Θα ’ρθει η λέξη «μεταηθική» για να με κάνει ν’ αναρωτιέμαι; Η λέξη «ρεβάνς» για τις ανατροπές που περιμένω; Η λέξη «ανταύγεια» για να φτιάξω παραμύθι μέσα απ’ της φλόγας τον ρυθμό; Η λέξη «αυτοαναιρούμαι» για να κάνω χάζι με τον εαυτό μου; Η λέξη «κινδυνολογώ», για να σκεφτώ για ακόμη μια φορά πως πρέπει να την εξαφανίσω; Η λέξη «κίβδηλος» για να με κάνει να τον ξανασκεφτώ; Η λέξη «οιακοστρόφιο» που κάπου την άκουσα και την ξέχασα αμέσως;

Και θα ’ρθουν κι άλλες λέξεις, λες;
«ψαθάκι», «ημισέληνος», «προμαντεύω»,
«μακελειό», «ενθουσιάζομαι», «κυκλάμινο»,
«παρμεζάνα», «τραγωδοποιώ», «μονομιάς»,
«διαλεκτικός», «ψηλοτάκουνηγκόμενα»,
«ωσμοσκόπιο», «επιθετικότητα», «πνεύμααντιλογίας»,
«γραφικός», «ρεβεράντζα»;
Κι ένα σωρό άλλες, που θα με κάνουν σιγά σιγά να αρχίσω να λιώνω. Να βγάζω ένα αργόσυρτο «αχ» και ν’ ανοιγοκλείνω τα πόδια, να τις νιώθω να στροβιλίζονται γύρω μου. Να μου γλύφουν τους μηρούς, να προχωρούν πιο πάνω και να χώνονται μέσα μου. Να τις αφήνω να με παιδεύουν και να με κάνουν να ιδρώνω. Να αγκομαχάω και ν’ αρχίζω να τις προκαλώ να συνεχίζουν με δύναμη.

«Τολμηρότητα», «αμπάριζα»,«υπερβαίνω»,«ένστικτο»
«αισθησιασμός», «τρίστρατο»,«υπόταξη»,«δεινότητα»,
«στενόδερμάτινοπαντελόνι», «χαλαζοβρόχι»,
«αιμάτινος», «παλιμπαιδισμός», «σιρόπιβύσσινο»,
«ολοκλήρωμα», «μουσκεμένος», «ουτοπία»,
«χορόδραμα».
Και να μην αντέχω και οι πόρτες του νου που είναι γύρω μου ν’ αρχίζουν να χτυπάνε. Καλά κλειδωμένες, να θέλουν να σπάσουν τα δεσμά και να ελευθερώσουν ότι έχουν κλεισμένο μέσα τους. Να θέλουν να απαλλαγούν απ’ το βάρος του δεσμώτη και να διώξουν κάθε τι το σκόρπιο και το αλυσοδεμένο. Να καθαρίσουν και να φέρουν αέρα φρέσκο.

Και να περιμένουν την ώρα που θα τελειώσω ηδονικά, εκεί πάνω στην κόκκινη τη φλοκάτη που θα ’χει το σχήμα μου για να ανοίξουν διάπλατα και να υποδεχτούν τα υγρά μου ποτάμια. Να σπάσουν τα κάγκελά τους σε χίλια δέκα τρία κομμάτια και να χτυπάνε με θόρυβο στους πέτρινους τοίχους μου.

Να τελειώνω μέσα μου και να με παίρνουν μάτι. Να χαμογελούν πονηρά και ανυπόμονα. Να μου ψιθυρίζουν να πάψω να προφυλάσσομαι από εμένα. Να γευθώ το αποτέλεσμα για να περιμένω κι ένα ακόμα. Να το δεχθώ. Να το παρακαλώ. Να το αισθανθώ. Να αφεθώ. Να ετοιμαστώ
...

... για να κυοφορήσω εμένα...


...και ν’ αρχίσω να γεννιέμαι ξανά και ξανά...

.