Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Μια πληγή ακόμη




Να σου παίρνει το χέρι και να σου γυρνάει την παλάμη προς το μέρος του. Να την κλείνει στα δυο του χέρια και να σε κοιτά. Και μετά, να σκύβει απαλά και να βάζει τα υγρά του χείλη στο κέντρο της. Να αφήνει το φιλί του να μεταφέρει τις σκέψεις του και τις λέξεις που δεν μπορεί να πει. Να μεταφέρει την ενέργειά του, τη ζέστη και τις επιθυμίες του. Και συ να κοιτάς ανίκανη να ξεστομίσεις το παραμικρό. Να βιώνεις τη στιγμή και οι εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη.

Ένα κρασί να παγώνει και δυο ποτήρια μισογεμάτα. Μια κιθάρα παραπέρα και μια καρέκλα που την έχουν στον τοίχο για ντεκόρ. Κοίτα, έχει κι ένα γκρίζο τριαντάφυλλο πάνω της. Και κείνος να μπαίνει στο βλέμμα σου και να νομίζει πως έχεις να του πεις πολλά. Και συ εκεί. Να εξακολουθείς να μην ανοίγεις τα χείλη σου. Να είναι σφραγισμένα και να μη μπορείς να καθορίσεις τη γεύση της στιγμής.

΄Οχι, δεν θες να φύγεις. Θες να μείνεις, να δεις, να διαπιστώσεις, να ακούσεις. ΄Οχι εκείνον. Μα τους χτύπους τους δικούς σου. Που δίνουν ή δεν δίνουν σημάδι; Που υπάρχουν για εκείνη τη στιγμή ή δεν υπάρχουν; Που θέλουν να δουν και το μετά της ή δεν θέλουν; Θες να ακούσεις ή το αναβάλλεις; Κι αν το αναβάλλεις, γιατί το αναβάλλεις; (φτάνει πια!).

Εφτάμιση ώρες απ’ την ώρα που σε είδε και σου ’χει πει πως σε θέλει. Εφτάμιση ώρες και σου ’χει πει πως ζει στο σκοτάδι. Αλλά αυτό το ήξερες από πριν. Μα τώρα τον βλέπεις να στο προφέρει. Εφτάμιση ώρες και σου είπε πως είναι θάλασσα και σε θέλει στο καράβι του. Με μια κόκκινη κουβέρτα να σου σκεπάζει τα όνειρα. Εφτάμιση ώρες και ξέρεις πως όταν φοράει πουκάμισο δεν θέλει πουλόβερ από πάνω. Κι ότι προτιμάει τη ρόκα όπως εσύ. Χωρίς αβοκάντο. Αλλά με μπόλικα κουκουνάρια. Και χαμογελάει κοιτώντας σε, ψάχνοντας το νόημά σου. Ψάχνοντας και το δικό του.

Πίσω μια παρέα να φωνάζει αλλά δεν ακούς τίποτα. Ανίκανη να κουνηθείς (πού να πας;) και να ξεφύγεις (γιατί;). Μια νότα να θέλει να βγει απ’ τα χείλη σου μα να ντρέπεσαι να την τραγουδήσεις (χαζή!). Κι ένα κοίταγμα απ’ τον τραγουδιστή που χαμογελάει νομίζοντας πως όλα είναι αρμονικά (δεν είναι;). ΄Ακου! Υπάρχει μια πνοή εκεί μέσα που αναμένει. Τι θα κάνεις γι’ αυτό; Γιατί κάτι πρέπει να κάνεις γι’ αυτό; ΄Ετσι νιώθεις; Πως πρέπει; Όχι, τίποτα δεν πρέπει, φτάνει να το θελήσεις. Ν’ απλώσεις λίγο το χέρι. ΄Ετσι σου είπε. Γιατί δεν τον ακούς; Τι θέλεις; Τι ζητάς;

Φεύγοντας, κοιτάς ψηλά τον ουρανό μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου. Ένα δάκρυ σου κυλά και το αφήνεις να τρέξει. ΄Ενα σφίξιμο και μια ανατριχίλα. ΄Ενα βλεφάρισμα στο πουθενά. Κι ένα χάδι στο μέρος που σε φίλησε. ΄Ενα χαμόγελο αχνό.

Ακόμη έχει φεγγάρι, μα ξέρεις πως τα φεγγάρια ξεγελούν. Αυτός όμως δεν είναι φεγγάρι. Είναι γυμνός σ’ ένα σκοτάδι που αιμορραγεί κι εσύ μια πληγή ακόμη…
.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

΄Ολο μορφές θ' αλλάζω...





Καλό μου παραμύθι όλο και μεγαλώνεις. Καμιά φορά αυθάδικα γελώ κι ας ξέρω πως θυμώνεις.

Πού να χωρέσω τις σελίδες σου και πού να σ’ ακουμπήσω; Σαν σε διαβάζω απ’ την αρχή ξεχνιέμαι, καταριέμαι μα τίποτα δεν θα σου σβήσω.

Σε γράφω στα σκοτάδια, μόνη με το φως του φεγγαριού μέσα στο κάτασπρο κελί μου. Κλειδαριές βαριές μου ’βαλαν οι καινούργιοι δεσμοφύλακες γιατί οι παλιοί φοβήθηκαν τη δύναμή μου.

Και δώσαν προσταγή καλά να με φυλούνε μα δεν ξέρουν πως οι βοηθοί μου έξω τριγυρνούνε. Μη ξεφύγω,λένε, και γεμίσω τον κόσμο αστραπές μα οι φίλοι οι δικοί μου αψηφούν τις φυλακές.

Σαν ακουμπούν στα σύνορά μου με μούχλα τα γεμίζουν, πάνω απ’ τα μάτια με κοιτούν φωνάζουν και με βρίζουν.

Και γω στην πέτρα μου επάνω τους κοιτώ και κοροϊδεύω, τα στήθη μου πιάνω και τα δυο, τα σφίγγω τα χαϊδεύω. Κι άλλοτε ξόρκια μαγικά τους ρίχνω με λαγνεία κι εκείνοι τρέχουν να κρυφτούν, φοβούνται τη μανία.

Κι ύστερα μόνη μου ξανά γράφω για όνειρα

και για γαλάζιους ουρανούς
και οι σελίδες μου είναι υγρές από βροχή και κεραυνούς.

Κι έτσι το παραμύθι δεν έχει τελειωμό…

Μα σαν με κάψουν στην πυρά
λέξεις θα πηδήξουν με δόντια κοφτερά
και γω μέσα απ’ τις φλόγες δυνατά θα τους χλευάζω
και μες το παραλήρημα όλο μορφές θ’ αλλάζω...