Μια νύχτα ως το ξημέρωμα. Γιατί κάθε νύχτα έχει κι ένα ξημέρωμα. Λίγο πριν. Λίγο μετά. Δεν μετράει ο χρόνος πάντα. Ξημέρωμα μπορεί να ’ναι και χωρίς τον ήλιο να βγαίνει. Ξημέρωμα μπορεί να ’ναι και χωρίς να χτυπήσουν οι καμπάνες του σώματός σου που σου λένε ξύπνα. ΄Η κοιμήσου. Ή πέθανε. Ή αναστήσου.
Και συ να μην ξέρεις τι απ’ όλα αυτά θες να κάνεις αυτή τη βραδιά. Να πεθάνεις στα χέρια του ή να αναστηθείς μες απ’ το βλέμμα του; Να κλάψεις μόνη σου ή να γελάσεις αντρόπιαστα ανοίγοντας το παράθυρο στον άνεμο; Να τον αφήσεις να μπει να σου χαϊδέψει τα σωθικά και μετά να τον αφήσεις να φύγει ξανά; ΄Η να του πεις να ξεμακρύνει και να μην σ’ αγγίξει αυτή τη φορά;
Δεν ξέρεις αν θες να του δοθείς. Μα ξέρεις πως θα σε χαρακώσει. Είναι βοριάς και πνεύμα μαζί. Λύκου άγριου με ψυχή παιδιού. Συνδυασμός που σου κόβει την ανάσα μα δεν θες να το δαμάσεις. Γιατί σαν σε κυριεύσει, ξέρεις πως θα κυριευθεί κι αυτός. Γιατί το θέλει. Γιατί το ’χει ανάγκη. Γιατί το λέει πίσω απ’ τις λέξεις του, πίσω απ’ τις ανάσες του, πίσω απ’ τις σιωπές του, πίσω απ’ το ειρωνικό του χαμόγελο.
Θα του πεις να φύγει και θα φύγει. ΄Η δεν θα του πεις τίποτα γιατί ξέρεις πως λόγια δεν χωράνε στο παντού. Το ξέρεις πως θα ξανάρθει να σου χτυπήσει την πόρτα ίδιος μα διαφορετικός. Και συ εκεί με δυο χαρακιές πάνω στο στήθος που τις έφτιαξες για να τις βλέπει εκείνος. Σαν νύχια θεριού που στάζουν αίμα. Σαν δόντια θύελλας που σε μαστίγωσε. Σαν άγγιγμα καταιγίδας που σε σάρωσε.
Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και σπας τα ρολόγια σου. ΄Ασε τους άλλους να μετρούν. Χαμογελάς και δαγκώνεις τα χείλια σου με δύναμη. Νιώθεις την γεύση τους που την μοιράζεις σε όσους θες. Που την κάνεις να είναι σαν και σένα κάθε φορά. Με χρώμα, με άρωμα, με ήχο. ΄Εχει η γεύση ήχο; Δεν τον ακούνε όλοι και το ξέρεις. Γι’ αυτό γυρνάς πάντα με το κεφάλι σκυφτό. Επειδή κανείς τους δεν ξέρει ν’ ακούει. Κι αν λεν πως ξέρουν, τους σαρκάζεις βουβά.
Θες και δε θες. Φοβάσαι και δεν φοβάσαι. Τολμάς και δεν τολμάς. Ψάχνεις για μια ουσία μες το αποτέλεσμα. Μια σταγόνα ύπαρξης ανάμεσα στην σκόνη. Ένα κάτι στο τίποτα. ΄Η ένα τίποτα στο κάτι. Υπάρχει; Υπάρχουν αλήθειες; Υπάρχουν βλέμματα που τις λένε. Διαφορετικές κάθε φορά. Καλυμμένες αλλιώς. Σερβιρισμένες με έναν καινούργιο εαυτό κάθε φορά. Τις αντέχεις; Ναι. Όχι. Ίσως.
Κι άλλο ποτό αυτή τη νύχτα. Ρακή. Κρασί κόκκινο. Γλυκό. Να καίει τα σωθικά. Να γίνεται αντάρα. Να γίνεται ηφαίστειο. Κρύο στην αρχή, φωτιά στην κατρακύλα του. Λάβα σαν βγαίνει απ’ τους χυμούς σου. Λάβα που σε εξαγνίζει. Λάβα με χρώμα κόκκινο. Λάβα με κλάμα. Κι ένα δάκρυ ασημένιο. Σαν τρίχωμα αγριμιού…
Και συ να μην ξέρεις τι απ’ όλα αυτά θες να κάνεις αυτή τη βραδιά. Να πεθάνεις στα χέρια του ή να αναστηθείς μες απ’ το βλέμμα του; Να κλάψεις μόνη σου ή να γελάσεις αντρόπιαστα ανοίγοντας το παράθυρο στον άνεμο; Να τον αφήσεις να μπει να σου χαϊδέψει τα σωθικά και μετά να τον αφήσεις να φύγει ξανά; ΄Η να του πεις να ξεμακρύνει και να μην σ’ αγγίξει αυτή τη φορά;
Δεν ξέρεις αν θες να του δοθείς. Μα ξέρεις πως θα σε χαρακώσει. Είναι βοριάς και πνεύμα μαζί. Λύκου άγριου με ψυχή παιδιού. Συνδυασμός που σου κόβει την ανάσα μα δεν θες να το δαμάσεις. Γιατί σαν σε κυριεύσει, ξέρεις πως θα κυριευθεί κι αυτός. Γιατί το θέλει. Γιατί το ’χει ανάγκη. Γιατί το λέει πίσω απ’ τις λέξεις του, πίσω απ’ τις ανάσες του, πίσω απ’ τις σιωπές του, πίσω απ’ το ειρωνικό του χαμόγελο.
Θα του πεις να φύγει και θα φύγει. ΄Η δεν θα του πεις τίποτα γιατί ξέρεις πως λόγια δεν χωράνε στο παντού. Το ξέρεις πως θα ξανάρθει να σου χτυπήσει την πόρτα ίδιος μα διαφορετικός. Και συ εκεί με δυο χαρακιές πάνω στο στήθος που τις έφτιαξες για να τις βλέπει εκείνος. Σαν νύχια θεριού που στάζουν αίμα. Σαν δόντια θύελλας που σε μαστίγωσε. Σαν άγγιγμα καταιγίδας που σε σάρωσε.
Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και σπας τα ρολόγια σου. ΄Ασε τους άλλους να μετρούν. Χαμογελάς και δαγκώνεις τα χείλια σου με δύναμη. Νιώθεις την γεύση τους που την μοιράζεις σε όσους θες. Που την κάνεις να είναι σαν και σένα κάθε φορά. Με χρώμα, με άρωμα, με ήχο. ΄Εχει η γεύση ήχο; Δεν τον ακούνε όλοι και το ξέρεις. Γι’ αυτό γυρνάς πάντα με το κεφάλι σκυφτό. Επειδή κανείς τους δεν ξέρει ν’ ακούει. Κι αν λεν πως ξέρουν, τους σαρκάζεις βουβά.
Θες και δε θες. Φοβάσαι και δεν φοβάσαι. Τολμάς και δεν τολμάς. Ψάχνεις για μια ουσία μες το αποτέλεσμα. Μια σταγόνα ύπαρξης ανάμεσα στην σκόνη. Ένα κάτι στο τίποτα. ΄Η ένα τίποτα στο κάτι. Υπάρχει; Υπάρχουν αλήθειες; Υπάρχουν βλέμματα που τις λένε. Διαφορετικές κάθε φορά. Καλυμμένες αλλιώς. Σερβιρισμένες με έναν καινούργιο εαυτό κάθε φορά. Τις αντέχεις; Ναι. Όχι. Ίσως.
Κι άλλο ποτό αυτή τη νύχτα. Ρακή. Κρασί κόκκινο. Γλυκό. Να καίει τα σωθικά. Να γίνεται αντάρα. Να γίνεται ηφαίστειο. Κρύο στην αρχή, φωτιά στην κατρακύλα του. Λάβα σαν βγαίνει απ’ τους χυμούς σου. Λάβα που σε εξαγνίζει. Λάβα με χρώμα κόκκινο. Λάβα με κλάμα. Κι ένα δάκρυ ασημένιο. Σαν τρίχωμα αγριμιού…