Μου άνοιξε την πόρτα και μπήκα στο χώρο του. Είχε φτιάξει σκοτάδι κι η μπαλκονόπορτα του ρετιρέ του, έδειχνε τα φώτα που φαίνονταν από μακριά. Οι κουρτίνες επιμελώς ανοιγμένες η μια να είναι στη μια άκρη κι η άλλη κάπου πιο πέρα. Φαινόταν και το φως απ’ το φεγγάρι που λες και είχε συνωμοτήσει να ρίχνει τις ανταύγειες του ακριβώς εκείνη την ώρα στο κέντρο του δωματίου.
Γύρω κεριά. Μικρά, μεγάλα, μεσαία. Αρωματικά, λευκά, χρωματιστά. Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί με δυο ποτήρια ήταν στο κέντρο του χαμηλού τραπεζιού μπροστά απ’ τους δυο καναπέδες Απ’ ότι διέκρινα,ο χώρος ήταν ενιαίος, μα αυτό που δέσποζε ήταν η τεράστια βιβλιοθήκη του που έπιανε όλον τον τοίχο από πάνω ως κάτω. Ένα επίπεδο ψηλότερα απ’ τον υπόλοιπο χώρο, βρισκόταν ένα διπλό μεταλλικό κρεβάτι με απαλό κίτρινο πάπλωμα και πάνω του έπεφταν δυο διάφανα πέπλα που κρέμονταν με χάρη απ’ το ταβάνι ίσαμε το πάτωμα. Η κλασική μουσική που απλωνόταν συμπλήρωνε την καλοφτιαγμένη ατμόσφαιρα.«Σκηνικό αποπλάνησης», σκέφτηκα και προχώρησα πιο μέσα.
Τον είχα γνωρίσει σε μια εκδήλωση και με κάλεσε στο σπίτι του το οποίο χρησιμοποιεί και σαν γραφείο να μιλήσουμε για μια μου δουλειά. Ως ειδικός και «μέσα στα πράγματα», φαινόταν να ξέρει αρκετά, έτσι δέχτηκα να τον συναντήσω ιδιαιτέρως. Τύπος μποέμ, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω σε μικρή ουρά. Μ’ αρέσουν κάτι τέτοιοι. Εκπέμπουν οικειότητα.
Περίμενα πως θα έκανε κάποια κίνηση τύπου φλερτ, μα δεν περίμενα πως θα το προχωρούσε τόσο γρήγορα εξ αρχής. Μιλούσαμε και με κοιτούσε στα χείλη και μετά από λίγο το βλέμμα του έτρεχε πάνω του. Μου έβαλε κρασί και μου μίλησε για τη δουλειά του. Ομολογώ πως με εντυπωσίασε απ’ τα πράγματα που είχε κάνει, το πώς έγινε γνωστός τόσο γρήγορα καθώς και το ότι είχε ταξιδέψει σχεδόν παντού. Είχε τον αέρα του «διαλέγω αυτό που μ’ αρέσει και το έχω». Κι όταν ο άλλος σου δίνει αυτή την εντύπωση, αυτόματα νιώθεις πως έχει και το πάνω χέρι. Πράγμα που καμιά φορά είναι γοητευτικό. Όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Καθόμουν σταυροπόδι και ύστερα από λίγο, με σταθερά βήματα, ήρθε προς τα πίσω μου κρατώντας το ποτήρι του. Σταμάτησε απότομα την κουβέντα και πέρασε το χέρι του απαλά γύρω απ’ τον λαιμό μου. Μου τράβηξε τα μαλλιά κάνοντάς με να τον κοιτάξω. Δεν αντιστάθηκα. Με μιας έχυσε από ψηλά το μισό του κρασί μες το στήθος μου, που διακρινόταν απ’ το ανοιχτό μου φόρεμα, κι άρχισε να μου το απλώνει στις ρόγες βάζοντας το χέρι του ολοένα και πιο μέσα.
Ένιωσα το κρύο υγρό να κυλάει ανάμεσα απ’ τις χαράδρες μου κι ύστερα τη ζεστή του παλάμη να με χαϊδεύει. Τον κοιτούσα χωρίς να μιλώ, ανήμπορη να κουνηθώ, παραδομένη σε ένα χέρι που πρώτη φορά το ένιωθα πάνω μου και χωρίς καμία διάθεση να τραβηχτώ. Ένιωσα πως και να ήθελα να σηκωθώ, εκείνος θα έβρισκε τρόπο να με κάνει να σκεφτώ πως δεν θα ήταν και τόσο καλή ιδέα. Δεν μ’ ένοιαξε διόλου που το κόκκινο ποτό είχε χρωματίσει το σουτιέν και το φόρεμά μου. Λεπτομέρειες άνευ σημασίας.
Ήρθε μπρος μου και γονάτισε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου. «Ξέρεις μικρή», μου είπε, «είσαι απ’ τις γυναίκες που χρειάζονται κάποιον να υπηρετήσουν κι είμαι σίγουρος πως αυτό δεν στο έχει βγάλει κανείς». Απόρησα όχι μόνο με το ότι είχε πέσει μέσα σ’ αυτό, μα συγχρόνως θύμωσα και λίγο για την ιδέα που είχε για μένα. Τι θα πει να υπηρετήσω κάποιον δηλαδή; Στράβωσα όταν αναλογίστηκα κάτι τέτοιο.
Χωρίς να περιμένει να πω κάτι, άνοιξε το συρτάρι που ήταν κάτω απ’ το τραπεζάκι του σαλονιού. Έβγαλε ένα δερμάτινο λουρί με μιαν αγκράφα και μια μακριά ασημένια αλυσίδα. Με μια κίνηση, μου το πέρασε απ’ το λαιμό και πριν προλάβω να αντιδράσω με τράβηξε πάνω του. Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου. Χάιδεψα το κολάρο στον λαιμό μου. Ένιωσα παράξενα. Περίεργα. Ηδονικά περίεργα. Ασκούσε μια εξουσία πάνω μου που την έβρισκα άκρως ερεθιστική μα προχωρούσε γρήγορα. Πολύ γρήγορα για τα δικά μου γούστα.
Την ώρα που έκανε να μου τραβήξει το κιλοτάκι κι είχε βάλει το χέρι μου στο φουσκωμένο του όργανο, τραβήχτηκα. Με κοίταξε με μάτια που πετούσαν φλόγες. «Δεν θα πας πουθενά γιατί σ’ αρέσει», μου είπε. Ναι, ίσως να μου άρεσε μα ταράχτηκα όταν ένιωσα πως θα μπορούσα να το συνεχίσω. «Μετά από λίγο καιρό που θα συνηθίσεις», συνέχισε, «θα έρχεσαι εδώ, και με το που θα μπαίνεις στο δωμάτιο θα γδύνεσαι, θα φοράς το λουρί και θα κάθεσαι στα γόνατά μου χωρίς καν να στο έχω πει. Και θα το θέλεις, μικρή. Θα το γουστάρεις πολύ».
Δεν ξέρω γιατί μα αυτά τα λόγια με αναστάτωσαν. Τον έσπρωξα και σηκώθηκα επάνω. ΄Εβγαλα το κολάρο και το άφησα στα μαξιλάρια του καναπέ. Έβαλα το παλτό μου και ψέλλισα κάτι. Ούτε που θυμάμαι τι. ΄Εφυγα κατεβαίνοντας απ’ τις σκάλες με την καρδιά μου να χτυπάει. Εκείνος κρατούσε την πόρτα και πρόλαβα να δω το χαμόγελό του που αγκάλιαζε όλο μου το κορμί καθώς ξεμάκραινα.
Έξω έβρεχε και γύρισα σπίτι μου με τα πόδια, σχεδόν μια ώρα δρόμο. Έγινα μούσκεμα και οι σκέψεις μου ήταν ανάκατες. Η καρδιά μου συνέχιζε τους γρήγορους κτύπους της. Δεν μπορούσα να εξηγήσω μα ούτε είχα και τη δύναμη να αναλύσω τα πολύπλοκα συναισθήματά μου. Είχα ριγήσει στην ιδέα πως αυτός ο άντρας θα μπορούσε να με κάνει ότι θέλει. Και ξέρω πως θα ζούσα μαζί του εμπειρίες που δεν είχα ως τα τώρα με κανέναν. Κι αυτό με φόβιζε. Μα...όμως...εγώ έρμαιο; Ποτέ!
Το άλλο βράδυ, μετά το μπάνιο μου, στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξα το σώμα μου αγγίζοντας τις καμπύλες μου. Φόρεσα τις μεταξωτές μαύρες κάλτσες μου με τη σιλικόνη. Έβαλα ζαρτιέρες και κούμπωσα το δαντελωτό μου σουτιέν. Χωρίς εσώρουχο. Έβαλα το στενό μου φόρεμα με το φερμουάρ και σήκωσα τα μαλλιά μου ψηλά. Λίγο άρωμα πίσω απ’ το λαιμό και ένα μπορντό μαντίλι περασμένο απ’ τον καρπό.
Βγήκα και πήρα ταξί. Κατέβηκα και κοίταξα προς το ρετιρέ του. Ημίφως και νότες κλασικής μουσικής που τις έφερνε ο άνεμος απ’ την ανοιχτή του μπαλκονόπορτα. Μου άνοιξε αμέσως όταν του χτύπησα την πόρτα έχοντας στα χείλη του ζωγραφισμένο το ίδιο χαμόγελο που είχε το προηγούμενο βράδυ όταν με έβλεπε να φεύγω. Προχώρησα με αργές κινήσεις στο δωμάτιο. Πήγα στο τραπεζάκι του σαλονιού κι άνοιξα το συρτάρι του. Έβγαλα το λουρί με την αλυσίδα και το πέρασα στο λαιμό μου. Κάθισα στο χαλί και έγειρα προς τα πίσω. Τον κοίταξα και χαμογέλασα.
Έκλεισε την πόρτα. Πλησίασε.