Παιχνίδια του μυαλού. Παιχνίδια στο χθες και στο τώρα. Παιχνίδια στο αύριο. Παιχνίδια με νικητές και ηττημένους. Παιχνίδια χωρίς νικητές και χωρίς ηττημένους. Στο κει, στο αλλού και στο δήθεν. Στο κάποτε στο πού και στο γιατί. Και συ ανάμεσα. Να παίζεις και να σε παίζουν. Να θες και να σε θέλουν. ΄Η να νομίζεις πως θες και να κάνεις και τους άλλους να νομίζουν πως θέλουν.
Μαριονέτα στα χέρια του άγνωστου, του αέρα και του ψίθυρου. Και να παραδίδεσαι γιατί έχεις καιρό να παραδοθείς. Γιατί αν σου φύγει το σκοινί θα βρεθείς να πετάς στο άπειρο. Και λοιπόν; Μήπως είναι καλύτερο το άπειρο; Εκεί που δεν σε ορίζουν και δεν πας πουθενά; Και γιατί είναι ανάγκη να πηγαίνεις; Θέατρο της φυγής και ηθοποιός και σκηνοθέτης εσύ. Με θεατή το είναι σου που συνεχώς αλλάζει. Κάθε φορά το έργο σου είναι αλλιώς. Πουλημένη παράσταση στα χέρια του κενού. Και να βαράς παλαμάκια γιατί δεν ξέρεις να κάνεις αλλιώς.
Μέχρι που σηκώνεσαι ένα πρωινό κι αρχίζεις να κλωτσάς τα άδεια καθίσματα. Και να φυσάς τη σκόνη απ’ το πάτωμα. Και να αλλάζεις ρούχα στο ανύπαρκτο κοινό σου. Με το ίδιο σου το πρόσωπο να χαμογελά και να κλαίει ταυτόχρονα. Με τον προβολέα πάνω σου και πάνω στη σκηνή. Και στη πλατεία. Με φορεσιές να αλλάζουν γιατί οι ρόλοι σου το απαιτούν. Ποτέ ο ίδιος ρόλος. Ποτέ η ίδια φορεσιά.
Κι ένα χαμόγελο να σκάει για καληνύχτα. Και μια σελήνη κίτρινη στο χρώμα που μισείς. Και τα σκοινιά να παίζουν ακόμη και να κρέμονται και συ να νομίζεις πως ακόμα σε ορίζουν. ΄Η έτσι να νομίζουν εκείνοι που τα κρατούν. Κι αναρωτιέσαι. Αλήθεια, τα κρατούσε ποτέ κανείς; Και πότε; Και για πόσο; Μα δεν θες να πάρεις ή να δώσεις απάντηση.
Φυσάς ένα φτερό από πάνω σου και ξέρεις πως δεν θα το δει κανείς. Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να το δει. Κι αν σου λέει πως το είδε, ξέρεις πολύ καλά πως δεν θα τον πιστέψεις. Και αν κάποιος σε μάθει, θα ξέρει πως τα ίδια πράγματα δεν πρέπει να τα κάνει ποτέ. Γιατί είσαι αλλιώς. Γιατί θέλεις να γίνεις κι άλλο. Γιατί τα αερικά δεν πατούν εδώ. Πετούν στο πέρα…
Μαριονέτα στα χέρια του άγνωστου, του αέρα και του ψίθυρου. Και να παραδίδεσαι γιατί έχεις καιρό να παραδοθείς. Γιατί αν σου φύγει το σκοινί θα βρεθείς να πετάς στο άπειρο. Και λοιπόν; Μήπως είναι καλύτερο το άπειρο; Εκεί που δεν σε ορίζουν και δεν πας πουθενά; Και γιατί είναι ανάγκη να πηγαίνεις; Θέατρο της φυγής και ηθοποιός και σκηνοθέτης εσύ. Με θεατή το είναι σου που συνεχώς αλλάζει. Κάθε φορά το έργο σου είναι αλλιώς. Πουλημένη παράσταση στα χέρια του κενού. Και να βαράς παλαμάκια γιατί δεν ξέρεις να κάνεις αλλιώς.
Μέχρι που σηκώνεσαι ένα πρωινό κι αρχίζεις να κλωτσάς τα άδεια καθίσματα. Και να φυσάς τη σκόνη απ’ το πάτωμα. Και να αλλάζεις ρούχα στο ανύπαρκτο κοινό σου. Με το ίδιο σου το πρόσωπο να χαμογελά και να κλαίει ταυτόχρονα. Με τον προβολέα πάνω σου και πάνω στη σκηνή. Και στη πλατεία. Με φορεσιές να αλλάζουν γιατί οι ρόλοι σου το απαιτούν. Ποτέ ο ίδιος ρόλος. Ποτέ η ίδια φορεσιά.
Κι ένα χαμόγελο να σκάει για καληνύχτα. Και μια σελήνη κίτρινη στο χρώμα που μισείς. Και τα σκοινιά να παίζουν ακόμη και να κρέμονται και συ να νομίζεις πως ακόμα σε ορίζουν. ΄Η έτσι να νομίζουν εκείνοι που τα κρατούν. Κι αναρωτιέσαι. Αλήθεια, τα κρατούσε ποτέ κανείς; Και πότε; Και για πόσο; Μα δεν θες να πάρεις ή να δώσεις απάντηση.
Φυσάς ένα φτερό από πάνω σου και ξέρεις πως δεν θα το δει κανείς. Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να το δει. Κι αν σου λέει πως το είδε, ξέρεις πολύ καλά πως δεν θα τον πιστέψεις. Και αν κάποιος σε μάθει, θα ξέρει πως τα ίδια πράγματα δεν πρέπει να τα κάνει ποτέ. Γιατί είσαι αλλιώς. Γιατί θέλεις να γίνεις κι άλλο. Γιατί τα αερικά δεν πατούν εδώ. Πετούν στο πέρα…