Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Κρυμμένο μου…

photo by Δον ΨΥΧΩΤΗΣ

Μου λείπει αυτό που θα μπορούσα να γίνω κοντά σου. Μου λείπει εκείνο το χαμόγελο που φαντάζομαι πως θα είχε το πρόσωπό μου δίπλα σου. Μου λείπει κι αυτό το κάτι που θα με έκανε να μη θέλω να πατώ στο χώμα ετούτο. Μου λείπει και το περισσότερο που θα ήμουν ικανή να δημιουργήσω. Φτερά να βγάλω, να γίνω μάχη, να τραγουδήσω ειρήνη, να ντυθώ έρωτας. Χρώμα να υπάρξω, καμβάς έτοιμος για ζωγραφιά, πνοή στα μάτια νεογέννητου ουρανού. Χάδι παρηγοριάς, κόκκινο της χαράς, νερό να ξεδιψάω κάθε ταξιδιώτη. Θάλασσα ολάκερη για καράβια θύελλες. Μονάκριβο στολίδι σε χείλη άφαντων πλασμάτων. Τόξο στα χέρια αιθέριας αμαζόνας που λαξεύει ιστορία. Μορφή με αιτία. Με σύσταση. Με προορισμό.

Μου λείπει να λέω αγάπη μου. Εκείνο το αγάπη μου που σημαίνει πόθο, λαχτάρα και ανάγκη. Που αναζητά καταφύγιο, που θέλει να υπάρξει φωτιά, που μπορεί να καταρρίψει τους αιώνες. Πόσο θα ήθελα να γονατίσω στο μεταίχμιο του χρόνου νικημένη από αντιστάσεις. Αχ και να μπορούσα για όσο κρατάει μια αστραπή να ορίσω τους κανόνες μου. Να φτιάξω τα απομεσήμερά μου. Να αποσώσω τα λάθη μου. Να γδάρω τα τρωτά μου. Πόσο πολύ διψώ για το πάτημα εκείνο που θα μου δώσει ώθηση να ξεφύγω. Να διανοίξω. Να εξορύξω.

Κι ύστερα με ικανοποίηση να φορέσω το τότε που θα μου. Να βγω και να σπείρω βήματα. Αναμνήσεις να γίνουν στα δάχτυλα του ψίθυρου. Στάλες στη γεύση της πίστης. Λουλούδια στα μαλλιά της γνώσης. Να χωθώ μες τον καθρέφτη εκείνον που θα ομολογήσει το παραμύθι του. Σε μια μύτη μολυβιού να γίνω το τέλος που προμηνύει ακολουθία. Μεταμόρφωση. Σεισμό. Να βάλω τη γραμμή μια δόση παρακάτω. Να χυθώ στο απέραντο με χάντρα το ολοκλήρωμά μου.

Πόσο μου λείπεις όμως, αφανέρωτό μου. Πόσο αργείς να αποφασίσεις να πλησιάσεις.

Και πόσο καλά σε έχω κρυμμένο μου…

.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Να τι θα ήθελα


Στο στόμα σου ανασαιμιά σε μιας ρωγμής το πουθενά. Να στέκομαι με πιρουέτες στο κενό και φούστα αδράχτι στου καιρού τα κύματα. Σταγόνες να ρουφώ, στα στήθια μου σπηλιά να γίνουν. Να χωθείς, να χαθείς, να παραμείνεις. Να τι θα ήθελα. Ένα νεύμα σιωπής και μια αγκαλιά αστέρια. Σε κείνη την τρύπα τη βαθιά να μείνουμε εραστές χωρίς αναστημό. Ανήλιαγοι επισκέπτες του ασήμαντου. Μισοί εχθροί του απωθημένου. Και ενός ουρανού θεοί για να χαθούμε.

Να τι θα ήθελα. Ένα ακόμη μείγμα από σκόνη και σάλιο για να γεννηθεί το άπειρο. Μια θηλιά για να περαστεί το όνειρο. Κι άλλη μια να γίνει κούνια να σαλέψω. Στης παλάμης τις γραμμές να κυλιστώ, να γλύψω την ιδέα της άγνοιας. Απαλλαγμένη ενοχών να δρέψω νέκταρ απ’ της γης τη λύτρωση, στα χείλη να στο στάξω. Να πιω κι εγώ μαζί σ’ ένα φιλί το τώρα σου.

Να τι θα ήθελα. Σε μια στιγμή του τσακ να σπάσω τα κομμάτια μου. Άμμος να γίνω στα ακροδάχτυλά σου, να παίξω το παιχνίδι των λυγμών. Να με μετράς και να σου περισσεύω. Να με σπαταλάς και να σου απομένω. Να με χαλάς και να σου φέρνω. Απομεινάρια να χώνεις σε τσέπες προσδοκίας κι άσπρα περιστέρια να γίνονται για να τραγουδούν το είναι σου. Έτσι θα μου άρεσες. Μικρός και ανιστόρητος γεύσεων. Να σου μαθαίνω το ξημέρωμα ανάμεσα στους πόθους. Κι εσύ πρόθυμος υποταγής για να με κυριεύεις.

Είδες τι θα ήθελα?

Άκου με, μέλλοντα. Και μη γυρνάς την πλάτη. Γείρε στης αστραπής το ξέσπασμα να ξαποστάσεις. Πιες ένα μίσος ξεχασμένο μήπως και γελάσεις. Ντύσου και μια γέννηση για να ξεχάσεις. Τα απωθημένα σου δε θέλω να μπαλώνω. Να ισιώνω. Να διορθώνω. Κι αν διστάζεις να μιλήσεις, δε γίνεται από μένα να κρυφτείς. Την ανάγκη έχεις να επιθυμείς. Τη δύναμη έχεις να δοθείς. Την άγνοια έχεις για να αφεθείς. Γι’ αυτό κάνε πως ήσουν χθες και γύρισε πλευρό…

…να μου χαρείς…

.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Πού σάλιο για ξόδεμα?



Η κουνιστή αλογόμυγα έγειρε το μικροσκοπικό της κεφάλι και χώθηκε στο ντουλάπι με τις καλαμποκότρυπες. Μαζί με τα άλλα όρνια, έσκισαν το ξημέρωμα και εμφανίστηκε από μέσα ένα κουνουποειδές νταρνταριχτίρι χωρίς περικεφαλαία. Αυτά ήταν και τα πιο επικίνδυνα. Οι κεραίες του είχαν στρώσει κουβαρίστρα σε δώδεκα γωνιές και τσίριζε το τρίχωμά του στους εξινταδυό ανέμους. Έπρεπε οπωσδήποτε να έρθει το σουπερτέτοιο με την μπλε παρανυχίδα. Αλλιώς τη γαμήσαμε.

Δεν είναι εύκολο να επέλθει το κατάλληλο τάιμινγκ όταν ξερνάς σουβλακόπιτες με επίστρωση χρυσής ουτοπίας μετά την κραιπάλη από απανωτά σφηνάκια εκρήξεων αμφιβληστροειδών υπονόμων. Δεν είναι σαφές κατά πόσο θα μπορεί να ανταπεξέλθει το είναι σου όταν το τρίτο σου πόδι παρα-πέη σε καταναλώσεις άνευ φόβου. Δεν μπορείς καν να μιλάς όταν βαίνεις άπατος χωρίς καλτσάκια εμπριμέ. Γι’ αυτό και το σουπερτέτοιο ήταν αδύνατον να ανασηκώσει την κατσαροσύνη του έτσι πλέρια όπως το συνηθίζει σαν είναι νηφάλιο.

Η κουνιστή αλογόμυγα έπρεπε να αναλάβει δράση. Ποιος όμως θα της έλεγε πως η μιζαμπλί απέτυχε? Ποιος θα την ξεπροβόδιζε άλαλη χωρίς ένα ζητοκραυγάκι μες το βρακί? Και ποιος θα της έδινε εκείνο το φιλικό χτύπημα στην πλάτη που θα υπονοούσε το προχώρα? Κανείς, φίλε μου. Κανείς στον κόσμο εκείνο δεν είναι τόσο ύπουλος ώστε να λατρέψει τη συνάφεια του παραλόγου. Και κανείς δεν μπορεί να στραβώσει τον καθρέφτη για να σιάξει η φάτσα του οσονούπω. Κι έτσι βγήκε αχτένιστη.

Τα υπόλοιπα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του παρελθόντος. Η φύση στέγνωσε.

Και πού σάλιο για ξόδεμα?

.