Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Κρυμμένο μου…

photo by Δον ΨΥΧΩΤΗΣ

Μου λείπει αυτό που θα μπορούσα να γίνω κοντά σου. Μου λείπει εκείνο το χαμόγελο που φαντάζομαι πως θα είχε το πρόσωπό μου δίπλα σου. Μου λείπει κι αυτό το κάτι που θα με έκανε να μη θέλω να πατώ στο χώμα ετούτο. Μου λείπει και το περισσότερο που θα ήμουν ικανή να δημιουργήσω. Φτερά να βγάλω, να γίνω μάχη, να τραγουδήσω ειρήνη, να ντυθώ έρωτας. Χρώμα να υπάρξω, καμβάς έτοιμος για ζωγραφιά, πνοή στα μάτια νεογέννητου ουρανού. Χάδι παρηγοριάς, κόκκινο της χαράς, νερό να ξεδιψάω κάθε ταξιδιώτη. Θάλασσα ολάκερη για καράβια θύελλες. Μονάκριβο στολίδι σε χείλη άφαντων πλασμάτων. Τόξο στα χέρια αιθέριας αμαζόνας που λαξεύει ιστορία. Μορφή με αιτία. Με σύσταση. Με προορισμό.

Μου λείπει να λέω αγάπη μου. Εκείνο το αγάπη μου που σημαίνει πόθο, λαχτάρα και ανάγκη. Που αναζητά καταφύγιο, που θέλει να υπάρξει φωτιά, που μπορεί να καταρρίψει τους αιώνες. Πόσο θα ήθελα να γονατίσω στο μεταίχμιο του χρόνου νικημένη από αντιστάσεις. Αχ και να μπορούσα για όσο κρατάει μια αστραπή να ορίσω τους κανόνες μου. Να φτιάξω τα απομεσήμερά μου. Να αποσώσω τα λάθη μου. Να γδάρω τα τρωτά μου. Πόσο πολύ διψώ για το πάτημα εκείνο που θα μου δώσει ώθηση να ξεφύγω. Να διανοίξω. Να εξορύξω.

Κι ύστερα με ικανοποίηση να φορέσω το τότε που θα μου. Να βγω και να σπείρω βήματα. Αναμνήσεις να γίνουν στα δάχτυλα του ψίθυρου. Στάλες στη γεύση της πίστης. Λουλούδια στα μαλλιά της γνώσης. Να χωθώ μες τον καθρέφτη εκείνον που θα ομολογήσει το παραμύθι του. Σε μια μύτη μολυβιού να γίνω το τέλος που προμηνύει ακολουθία. Μεταμόρφωση. Σεισμό. Να βάλω τη γραμμή μια δόση παρακάτω. Να χυθώ στο απέραντο με χάντρα το ολοκλήρωμά μου.

Πόσο μου λείπεις όμως, αφανέρωτό μου. Πόσο αργείς να αποφασίσεις να πλησιάσεις.

Και πόσο καλά σε έχω κρυμμένο μου…

.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Να τι θα ήθελα


Στο στόμα σου ανασαιμιά σε μιας ρωγμής το πουθενά. Να στέκομαι με πιρουέτες στο κενό και φούστα αδράχτι στου καιρού τα κύματα. Σταγόνες να ρουφώ, στα στήθια μου σπηλιά να γίνουν. Να χωθείς, να χαθείς, να παραμείνεις. Να τι θα ήθελα. Ένα νεύμα σιωπής και μια αγκαλιά αστέρια. Σε κείνη την τρύπα τη βαθιά να μείνουμε εραστές χωρίς αναστημό. Ανήλιαγοι επισκέπτες του ασήμαντου. Μισοί εχθροί του απωθημένου. Και ενός ουρανού θεοί για να χαθούμε.

Να τι θα ήθελα. Ένα ακόμη μείγμα από σκόνη και σάλιο για να γεννηθεί το άπειρο. Μια θηλιά για να περαστεί το όνειρο. Κι άλλη μια να γίνει κούνια να σαλέψω. Στης παλάμης τις γραμμές να κυλιστώ, να γλύψω την ιδέα της άγνοιας. Απαλλαγμένη ενοχών να δρέψω νέκταρ απ’ της γης τη λύτρωση, στα χείλη να στο στάξω. Να πιω κι εγώ μαζί σ’ ένα φιλί το τώρα σου.

Να τι θα ήθελα. Σε μια στιγμή του τσακ να σπάσω τα κομμάτια μου. Άμμος να γίνω στα ακροδάχτυλά σου, να παίξω το παιχνίδι των λυγμών. Να με μετράς και να σου περισσεύω. Να με σπαταλάς και να σου απομένω. Να με χαλάς και να σου φέρνω. Απομεινάρια να χώνεις σε τσέπες προσδοκίας κι άσπρα περιστέρια να γίνονται για να τραγουδούν το είναι σου. Έτσι θα μου άρεσες. Μικρός και ανιστόρητος γεύσεων. Να σου μαθαίνω το ξημέρωμα ανάμεσα στους πόθους. Κι εσύ πρόθυμος υποταγής για να με κυριεύεις.

Είδες τι θα ήθελα?

Άκου με, μέλλοντα. Και μη γυρνάς την πλάτη. Γείρε στης αστραπής το ξέσπασμα να ξαποστάσεις. Πιες ένα μίσος ξεχασμένο μήπως και γελάσεις. Ντύσου και μια γέννηση για να ξεχάσεις. Τα απωθημένα σου δε θέλω να μπαλώνω. Να ισιώνω. Να διορθώνω. Κι αν διστάζεις να μιλήσεις, δε γίνεται από μένα να κρυφτείς. Την ανάγκη έχεις να επιθυμείς. Τη δύναμη έχεις να δοθείς. Την άγνοια έχεις για να αφεθείς. Γι’ αυτό κάνε πως ήσουν χθες και γύρισε πλευρό…

…να μου χαρείς…

.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Πού σάλιο για ξόδεμα?



Η κουνιστή αλογόμυγα έγειρε το μικροσκοπικό της κεφάλι και χώθηκε στο ντουλάπι με τις καλαμποκότρυπες. Μαζί με τα άλλα όρνια, έσκισαν το ξημέρωμα και εμφανίστηκε από μέσα ένα κουνουποειδές νταρνταριχτίρι χωρίς περικεφαλαία. Αυτά ήταν και τα πιο επικίνδυνα. Οι κεραίες του είχαν στρώσει κουβαρίστρα σε δώδεκα γωνιές και τσίριζε το τρίχωμά του στους εξινταδυό ανέμους. Έπρεπε οπωσδήποτε να έρθει το σουπερτέτοιο με την μπλε παρανυχίδα. Αλλιώς τη γαμήσαμε.

Δεν είναι εύκολο να επέλθει το κατάλληλο τάιμινγκ όταν ξερνάς σουβλακόπιτες με επίστρωση χρυσής ουτοπίας μετά την κραιπάλη από απανωτά σφηνάκια εκρήξεων αμφιβληστροειδών υπονόμων. Δεν είναι σαφές κατά πόσο θα μπορεί να ανταπεξέλθει το είναι σου όταν το τρίτο σου πόδι παρα-πέη σε καταναλώσεις άνευ φόβου. Δεν μπορείς καν να μιλάς όταν βαίνεις άπατος χωρίς καλτσάκια εμπριμέ. Γι’ αυτό και το σουπερτέτοιο ήταν αδύνατον να ανασηκώσει την κατσαροσύνη του έτσι πλέρια όπως το συνηθίζει σαν είναι νηφάλιο.

Η κουνιστή αλογόμυγα έπρεπε να αναλάβει δράση. Ποιος όμως θα της έλεγε πως η μιζαμπλί απέτυχε? Ποιος θα την ξεπροβόδιζε άλαλη χωρίς ένα ζητοκραυγάκι μες το βρακί? Και ποιος θα της έδινε εκείνο το φιλικό χτύπημα στην πλάτη που θα υπονοούσε το προχώρα? Κανείς, φίλε μου. Κανείς στον κόσμο εκείνο δεν είναι τόσο ύπουλος ώστε να λατρέψει τη συνάφεια του παραλόγου. Και κανείς δεν μπορεί να στραβώσει τον καθρέφτη για να σιάξει η φάτσα του οσονούπω. Κι έτσι βγήκε αχτένιστη.

Τα υπόλοιπα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του παρελθόντος. Η φύση στέγνωσε.

Και πού σάλιο για ξόδεμα?

.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Μια μορφή ακόμα


Διάβηκα τη χώρα του ανείπωτου με πόδια ξυπόλητα. Στης άκρης μου το βούρκωμα, ήρθε μια πυγολαμπίδα για συντροφιά. Και την άφησα πάνω στα βλέφαρα σαν προσευχή. Άγγιξα μια σταγόνα ανασαιμιάς και ψέκασα ό,τι έβλεπα από δρόμο. Κι έγινα σιωπή πιο βαθιά απ’ το κενό. Πιο κει το στεγνό, μου έκανε νεύμα αγρύπνιας. Το χαιρέτησα χωρίς να σταθώ. Προσπέρασα με σκυμμένο νου χωρίς να δώσω σκέψη. Δε ξέρω αν έπρεπε έστω να κοντοσταθώ για να γνέψω στο αφύσικο, μα η δική μου φύση είναι αντίθετη απ’ του σύμπαντος τις προσταγές. Κι έτσι, χάρισα στη μονοτονία της στιγμής ακόμη μια ελπίδα.

Ξεκρέμασα έναν ιστό και τον στόλισα σκουλαρίκι. Μεταξύ του λοβού και της μύτης, η απόσταση διαγράφει μισής ζωής ουσία. Και σκέφτηκα πως αν κάποτε γυρίσω προς τα πίσω, κάτι διαμάντια σκιές θα περιπαίξουν την απόφασή μου. Πάνω σ’ αυτό χαμογέλασα κι έκανα μια πρόποση νοερή. Στην υγεία του αόρατου, ψέλλισα καταπίνοντας ένα γραμμάριο φαρμάκι. Τι όμορφα που ξέρει να κάνει κόλπα ο ουρανός σαν είναι στα άγριά του. Κι έτσι, δέχτηκα την ανάμνηση.

Κλείνοντας την ομίχλη πίσω μου, διαπίστωσα πως δεν κρύωσα στιγμή. Οι ώμοι μου γυμνοί δεν θέλησαν να γίνουν πάχνη. Των μαλλιών μου η κίνηση έμεινε μετέωρη και το βήμα μου στένεψε. Μ’ αρέσει όταν με κόσμους μεταφέρω το φανταστικό μου νήμα. Σα να πλέκω ανάμεσα στα δάχτυλα δαντέλα με γαλαξίες. Σα να ρουφάω ζάλη και να μεταμορφώνεται σε αφή. Σα να ξαγρυπνάω στερνές ανάσες και να γίνονται φωτιά. Κι έτσι προχωρώντας στου άγνωστου τις λαβωματιές έγινα…

…μια μορφή ακόμα…

.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Αντί πτυχίου


Πήρα κι ένα φόρεμα του γούστου μου. Στενό με τους ώμους έξω και ανοιχτό προς τα κάτω. Κοντό μπροστά και πίσω μακρύ. Στην πλάτη να δένει με σκοινάκια. Κι ένα μπολερό που κάνει κόμπο στο μπούστο. Σχήμα περίεργο με κάτι από μυστήριο. Δε το θέλω με στιλέτο τακούνι. Με μπότα θα το ταιριάξω ίσαμε πάνω απ’ το γόνατο. Κι ακόμη πιο ψηλά...

Το είδα πάνω μου για τα δικά μου μάτια μοναχά. Και ίσως έτσι μείνει για καιρό. Χωρίς να σιάξει δρόμο άλλο. Εκεί να σταθεί, να υπάρξει όσο πρέπει σε μια πνοή για να φτιάξει τραγούδι χωρίς να χαρίσει δικαίωμα. Χωρίς να παίξει σε κύματα που σκορπίζουν ηλεκτρολύτες. Χωρίς να χυθεί σε ξένα αυτιά. Άνευ ξεκλειδώματος, το μηδέν παραμένει νούμερο. Αλλιώς, ως σύμβολο διπλώνει. Όπως μ’ αρέσει δηλαδή…

Το κρέμασα μαζί με τα άλλα τα αφόρετα. Δίπλα στο μαντίλι που γελά. Κοντά στο άλαλο που μορφάζει. Πάνω από τη χάρτινη σακούλα με τις κλωστές. Κάτω απ’ το ζωγραφιστό φεγγάρι της κρεμάστρας. Θα ήθελα, ίσως, να το φορούσα την ημερομηνία που θα έπαιρνα και επίσημα μια ακόμη κορδέλα. Ίσως να με φαντάζομαι να διασχίζω την αίθουσα στο άκουσμα του ονόματός μου και να έχω σχηματισμένο ένα υγρό χαμόγελο στο πρόσωπο. Κι ίσως να περίμενα πως με το μαζί θα το χαιρόμουν πιότερο…

Μα όπου υπάρχει το δεν, το σκηνικό δε μένει ίδιο. Κι ας ξέρεις πως μέχρι την τελευταία στιγμή προσπάθησες για να αλλάξει η πιθανότητα του ίδιου σου. Του τάχα σου. Του τίποτά σου.

Έπαψες να ενθουσιάζεσαι, μου είχε πει το κάποτε. Κι άδικο δεν έχει. Υπάρχει λόγος να αστράψεις αν το σύμπαν είναι βουβό? Υπάρχει λόγος να ταιριάξεις αν το μόνο σου μοιάζει γεμάτο? Υπάρχει λόγος να ορθωθείς αν δε κοιτά ο ίδιος σου ο εαυτός? Τουλάχιστον υπάρχει το ρούχο μου το κρεμασμένο και φαντάζομαι. Αυτό, ίσως είναι και το μόνο που ξέρω να κάνω καλά.

Να φαντάζομαι…

.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Φύγε…

photo by Dimitris Apostolou

Στο δωμάτιο με τις πράσινες λειχήνες και πάλι ξάγρυπνη υπομένω. Ανάλαφρη ενοχών, ιδεών και προσμονών στέκομαι παραστρατώντας στο κενό. Με το ένα πόδι στον τοίχο και το άλλο στην όχθη την απέναντι, χαμογελώ στο τίποτα. Του νερού η κίνηση δε με τρομάζει. Δεν παρασέρνει η μια βροχή την άλλη. Μόνο ψίθυρους της δίνει. Κι αφήνομαι.

Τα χέρια πίσω από την πλάτη, σε μια ιστορία άνευ θρέψης. Σκισμένα τα σωθικά στο γλείψιμο του ανέμου, μα έτσι τους πρέπει. Να φωνάζουν λύτρωση και εκείνη να αλείφει ακόμη μια χαραγματιά με φλόγα. Έτσι μ’ αρέσουν οι αλλαγές των ορμών. Ξέσκεπες.

Κάτω μου ορυμαγδός. Χέρια αόρατα σε μια προσπάθεια να φέρουν το ανάλαφρο σε τούτη τη γη. Να το χαϊδέψουν, να το βαφτίσουν με μύρο κι ύστερα να το καταπιούν αμάσητο. Στης βαθιάς κάθαρσης το ύφος, κανείς δεν ταλαντεύεται. Μόνο, υποκλίνεται και γδύνεται εποχών.

Θα ήθελα να ψελλίσω ελεύθερη μα κάπου σκοντάφτει το ρο του έρωτα. Χαμένο μέσα σε θρόμβους ανυπαρξίας, ρουφιέται στου χρόνου τα τερτίπια. Και βάφεται με σιωπή. Λυμένη από παντού κατεβαίνω μισό μέτρο στο ανίδεο, κλωτσώντας τη στροφή να γίνει ίσιο. Κι ύστερα, με Χ χωράω στο άγραφο. Τι όμορφα που έφτιαξες τη μέθη μου, ουρανέ. Μα δε θα σε λατρέψω.

Στης σπίθας πάνω το τελείωμα, ραντίζω μέλι. Μεταμορφώνω το ανίδεο σε ουτοπίας πλεύση. Σε στάση απρόσεχτη. Με στήθη στητά και τόσο ξεπεσμένα. Με βλέμμα καθάριο και τόσο πονηρό. Με δέρμα πρόστυχο και τόσο αθώο. Τα χέρια φτύνω κι ένα νεύμα καταπίνω. Πνεύμα γίνομαι μέχρι να επιστρέψω. Εσύ…

…φύγε…

.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Ας ξημερώσει…

photo by ManRay

Φόρεσα της νυχτιάς το φόρεμα και άνοιξα το παραθύρι. Βασιλεμένα τα βλέφαρα του ουρανού από ώρα, μα εκείνη η αναλαμπή που δεν αφήνει το απόλυτο σκοτάδι να θεριέψει υπήρχε ακόμη εκεί. Άνοιξα το φύλλο στο μισό του και γρατζούνισα τις γρίλιες. Θόρυβος ανάσας στο γέρμα της μέρας μου. Εκπνοής σύννεφο σε τοπίο ξερό. Στροβίλισμα του απαλού μέσα στο άγριο. Ο αέρας μόνο με έκανε να νιώθω την κίνηση που κάνει το σύμπαν όταν προσμένει.

Χαιρέτησα τη χαραμάδα του ορίζοντα ψελλίζοντάς της μιαν ευχή. Και ξόρκισα από μέσα μου μια κατάρα. Έφερα τη γλώσσα πάνω απ’ τα χείλη κι έγιναν υγρά. Σα τα μάτια μου πριν την καταιγίδα. Σα τη γεύση μου πριν το ξέσπασμα. Σα το όνειρό μου πριν γίνει μπαλόνι κόκκινο στον ουρανό. Κι άνοιξα και το άλλο μισό του παραθυριού.

Τα χέρια έφερα στη μέση και σχεδόν με πίεσα. Να νιώσω του πόθου το άρωμα, μαντίλι να το κάνω. Κι ύστερα να το απλώσω στη φυγή μα γερά να το κρατώ. Σα να θέλω παιχνίδι να της παίξω που με περιγελά. Μια έρχεται και μια ξεμακραίνει. Μα γίνεται η φυγή να έρχεται; Κι όμως, θαρρώ πως γίνεται.

Αστραπής βάδισμα ακούστηκε από μακριά και ήξερα πως αυτή τη φορά θα την είχα. Στα χέρια μου, στο κορμί μου, στο χώμα μου. Στα μάγουλα, στην αφή, στο βουϊτό μου. Στα μέσα μου βαθιά, σημάδι για να γίνει. Στα δάχτυλα να την πλέξω και να την κάμω κρασί μελαγχολικό. Γουλιά γουλιά να πίνω την αντάρα, γουλιά γουλιά και το ήσυχο. Κοντά μου να τη γείρω και να αναστηθεί. Κομμάτι στο κομμάτι μου να νιώσει κι ύστερα…

…ας ξημερώσει…

.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Τ’ ακούς…


Σε ενός ουδετέρου την απόληξη καταρρίπτω ακόμη μια ενοχή. Αυτή της απρόσκοπτης περιέργειας που φέρνει το αδιάκριτο όταν αποφασίσει να ξεγυμνώσει ακόμη μια σελίδα του. Γραμμένη ή άγραφη, ιερή ή ανούσια. Χτυπημένη σε μιας μεσοτοιχίας το ανάγνωσμα, ξεσκίζω τη λεπίδα που κρεμιέται από ψηλά και ρίχνω στα μάτια τη στάχτη της απόστασης.

Ναι, αγαπημένο μου. Στου τζακιού σου τη ζέστη, φουρνίζω μια τρίχα σιωπής. Να ανεμίσει το ποίημα που κρατώ. Να γίνει ιδρώτας σε κορμί αλειμμένο νιότη. Να γίνει άνεμος σ’ ενός λουλουδιού το γέρμα. Να φέρει λατρεία μέσα από λιβάνι εξωτικό. Σπονδή να απλώσει στρωμένη για το χειμώνα. Να φτιάξει ανέμη να γνέθεις τ’ όνειρο.

Μη παραλογίζεσαι δική μου καρδιά μ’ αυτό το ανόητο που κουβαλάς. Μόνο έχε στο νου να μη κρυώνει εκείνο σου. Που ξεμακραίνει.

Τ’ ακούς, μάτια μου…

,το ξέρω…

Τ’ ακούς…

.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Μια φορά...



Μια φορά ήταν ένα κορίτσι

που γέλαγε, λένε…
που χόρευε, λένε…
που πέταγε, λένε…
που κοιμόταν, λένε…
και που ξύπναγε, λένε…

Έναν καιρό έγινε γυναίκα

…λένε…

και έκλαψε, λέει…
και πόνεσε, λέει…
και φοβήθηκε, λέει…
και έλιωσε, λέει…
και χάθηκε, λέει…

Και ζήσαν όλοι τους καλά

…λέει…

Κι αυτή καλύτερα

…λένε…




Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Δευτέρα…

photo by Mamakos Antonhs


Κάποια στιγμή πρέπει να χτύπησε το ξυπνητήρι μα με διέκοψε από ονείρου δράμα. Το έκαμα σκηνικό και το προσάρμοσα στον ήχο της σκηνής φτιάχνοντας ένα ντριν πάνω στην αλλαγή της εικόνας. Και πετάχτηκα επάνω τρεχάτη..
Θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια αυτό στο οποίο συμμετείχα και μπορώ να πω πως είχε ενδιαφέρον. Αυτή τη στιγμή όμως, δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο το χρώμα του ονείρου μου έχει μείνει. Καφέ και μαύρο. Με λίγες πινελιές πορτοκαλί κάπου στο κέντρο και στις άκρες…
Έφτιαξα έναν γρήγορο καφέ κι έβαλα ξανά τα ίδια ρούχα. Άργησα να πω μια καλημέρα κι ίσως να έχασα και τη στιγμή. Δε βαριέσαι. Κανείς δε καταλαβαίνει πως μερικές πιεσμένες καλημέρες είναι πιεσμένες επειδή δεν μπορούν να είναι κάπως αλλιώς. Και εισπράττεις ξινίλα. Δεν πειράζει; Κι όμως…είναι στιγμές που πειράζει…
Έφτασα καθυστερημένη σε ένα κάτι που απαιτεί ακρίβεια. Ξέρεις τι είναι να λες σε μια φύση που πετάει, για ακόμη μια πίεση; Πόσο να αντέξεις πια; Άνοιξα τον υπολογιστή και κοίταξα την αλληλογραφία της νύχτας. Και είδα…ανάγκη…είδα…σιωπή που ουρλιάζει…είδα δάκρυ που ήθελε να στάξει κι ας ένιωθε στερεμένο. Είδα μια νύχτα να ξημερώνει με θόρυβο. Μα στην τελευταία τελεία είδα και ελπίδα…
΄Ανθρωποι. Υπάρχουν. Ανασαίνουν. Παλεύουν. Παλεύονται. Χάνουν. Ζουν. Προσεύχονται. Ξέρεις…υπάρχουν κάποιοι που προσεύχονται ακόμα…Σε τι; Σε ποιον; Δεν έχει σημασία. ΄Οπου και να πιστεύει κανείς, είναι δικό του. Και δεν μπορεί να του το πάρει κανείς. Και έτσι πρέπει. Να μην του το αγγίζει κανείς.
Είναι απ’ τις φορές που θέλω να στείλω χάδι. Απ’ τις φορές που θέλω να αγγίξω με άγγιγμα μωβ. Ζεστό μωβ. Όχι θλιβερό. Να έχει θέλω, μια βελούδινη χροιά. Και μυρωδιά αγρού. Να το νιώσει. Κι ας μη χαμογελάσει. Ας το νιώσει κι ας το διώξει. Ας το δεχθεί κι ας το βάλει στο πέτο να το έχει για ένα βράδυ ακόμη. Για ένα βράδυ που θα χυθεί στον δρόμο.
Ένα μπουκάλι με νερό δίπλα μου. Θα τελειώσει σε μερικές ώρες και θα το γεμίσω ξανά. Σα να πίνω τους κόμπους μου. Σα να κατεβάζω τις ανάσες μου. Σα να ποτίζω τα σωθικά μου με ένα ξημέρωμα ακόμα. Έχω να διαβάσω και ένα βιβλίο. Το υποσχέθηκα. Να το δω. Να εισχωρήσω σε μια σκέψη ακόμα. Είναι όμορφο να ανακαλύπτεις σκέψεις. Είναι όμορφο να αγγίζεις σελίδες από ζωή. Είναι όμορφο κάποιος να θέλει να μοιραστεί κομμάτια του…
Είναι κι ένα απόγευμα που περιμένει. Που θέλει να χαράξω και μια γραμμή κάτω απ’ τα μάτια. Ασημένια βάζω αυτή την εποχή. Και μαύρη από πάνω. Και σκιά μαύρη. Στο μαύρο, μπορείς να βάλεις ό.τι χρώμα θες και να παίξεις μ’ αυτό απλώνοντάς το. Μα δεν απλώνω τίποτα. Παίρνει χρώματα το βλέμμα μου. Και κάνει τα δικά του.
Άλλη μια γουλιά νερό. Πάει κάτω αργά. Κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Μελωδία βάζουν εδώ. Ας βάζουν. Είναι στιγμές που δεν ακούω τίποτα. Είναι στιγμές που δεν με βλέπει κανείς. Είναι στιγμές που τους έχω κάνει να πιστέψουν πως δεν είμαι εδώ. Μ’ αρέσει αυτό. Μ’ αρέσει…
Θέλω να βρω χρόνο σήμερα να φτιάξω μια καινούργια προσμονή. Να ρωτήσω και μια ψυχή αν είναι καλύτερα. Να πληρώσω και κάτι χρωστούμενα. Να πάρω και μια φωνή να της πω πως μου έλειψε επειδή έχω να τη δω καιρό. Α…να απαντήσω και σ’ ένα μήνυμα προχθεσινό. Κοιμάσαι; με ρώταγε. Δε ξέρω…Δε ξέρω αν εκείνη την ώρα κοιμόμουν…

Δευτέρα...

.


Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Παραμένω


Φανερωμένη στα μάτια σου. Αγία στα όνειρά σου. Χαμηλωμένη μέχρι να με φτάνεις και ορθωμένη για να με κατακτάς. Στα χέρια σου αφήνω ένα νερολούλουδο και γδύνομαι ακόμη μια στιγμή. Της απουσίας, της ουσίας, της υφής. Της ύπαρξης εκείνης που εκπέμπει στο τούνελ της αφθαρσίας. Στα υγρά κομμάτια του μονοπατιού που αναδύουν έρωτα. Δική σου ώσπου να ξοδέψεις ρόγχο υποταγής. Και σιγουριά βγαλμένη από μύθο που ήρωα σε έχρισε. Κοντά σου ώσπου να εξαγνιστεί το βλέμμα του εφικτού μου. Και του οσοδήποτε.

Ανοίγω τα χέρια και χαϊδεύω ουρανό. Στα χείλη μου το σύννεφο φαντάζει χαρά μα τα μάτια κλείνω. Με διπλή την αίσθηση της γεύσης, παραδίνομαι. Κι αποπνέω χαραυγή. Στο στήθος μου βυζαίνει της πεταλούδας η ανάσα. Και πέταγμα γεμίζει. Στο εκεί. Στο πιο πέρα. Στο παρακάτω. Γονατίζω και φέρνω τα μαλλιά μπροστά. Να σκουπίσω το διάβα σου. Να φτιάξω γυάλινο θρόνο να υπάρξεις ως αστέρας. Κι ύστερα να με σκορπίσεις σε σκόνη να φτιάξω σύμπαν.

Την καταιγίδα ακούω σε ήχους γνώριμους. Τυλίγει ένα κορμί γυμνό στις προτροπές. Και στις αφές. Δεν είναι για χάσιμο η φτιάξη του ορίζοντα για να αναλώνεται σε μήπως. Δεν υπάρχει χωρισμός χωρίς του πόνου το αγκάθι κι ούτε αγάπη χωρίς αίμα. Να συγυρίσω θέλω το σούρουπο, να γίνει χαίτη σου. ΄Ετσι να τη βλέπω να ανεμίζει σκουπίζοντας τα ξερόκλαδα. Κι ύστερα μετανοημένη να προσφέρω το μισό μου. Εκεί που κύκλος θα γίνει για να χωρέσει το έλα σου.

Παραμένω. Κι αν βλέπεις πως φεύγω, τα μάτια άνοιξε. Τίποτα δε χάνεται.


Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Σκέφτηκες…?

photo by Dimitris Apostolou

Στα χέρια μου παρατηρώ εκείνη τη μικρή ξύλινη βοσκοπούλα. Στο τζάκι επάνω να ανασαίνει καπνούς. Να έχει τα φουστάνια της μακριά και κόκκινα τα μάγουλα. Και μου έρχεται στο νου το παραμύθι με τον καπνοδοχοκαθαριστή. Που ήθελε να τη σώσει απ’ τον άλλον, εκείνον, τον πιο πέρα που δικιά του την ήθελε. Και εκείνη επιθυμούσε να βγει έξω στη στέγη μαζί του να πιαστούν χέρι χέρι. Κι ύστερα θέλω να την πατήσω κάτω. Να την γδύσω, να την σπάσω, να τη λιώσω. Να μεταποιήσω το παραμύθι της και να το μαυρίσω. Σχεδόν ανίερο να το κάνω. Και να το θάψω σε μια στεγνή πραγματικότητα. Που οι ευχές ενσαρκώνονται σε κατάρες. Που παίρνεις αυτό που μέσα σου αποζητάς και εύχεσαι ποτέ να μη το έχεις. Γιατί όταν οι ουρανοί είναι ανοιχτοί δε σου έρχεται μόνο βροχή. Σου έρχονται και πέτρες κατακούτελα. Να σκίζουν τη σάρκα σου σε οχτακόσια δώδεκα κομμάτια και να πετιέται στα περαστικά πουλιά να την τσιμπολογούν. Εκεί να δεις τι ηδονή που έχει η λαχτάρα της τελευταίας σου πνοής. Να παρακαλάς για θάνατο κι αυτός να σου υψώνει το μεσαίο δάχτυλο χάσκοντας. Όχι μωρή πουτάνα, εδώ θα κάτσεις ακόμη.

Δεν είναι που αποζητώ το έλα σου, μα είναι που επιμένω στο παρόν χωρίς μια δόση χαμόγελου. Υστερικό κομμάτι ενός ξεπερασμένου εαυτού χωρίς κλειδωνιά για το ανείπωτο. Να χάσκει η πόρτα της ψυχής και να μπαινοβγαίνουν αέρηδες με κόκκινα πουκάμισα. Να γραπώνονται από την κόψη του βλέμματός μου και να βαράνε παλαμάκια. Ένα για το δώσε, δύο για το δες, τρία για το σκύψε λίγο παρακάτω. Αχ τρείς στροφές να φέρω γύρω απ’ το σκοινί και να γίνω παράνοια να με κάψεις. Κι άλλες δυο κουτρουβάλες απ’ του ματιού μου το ρυθμό, να μη ξεχάσω τα χαμόγελα που αγάπησα. Όταν γίνω γη ξανά, θυμήσου με. Στοιχειό θα μείνω.

Βλέπω εκείνο το ξερόφυλλο δίπλα μου και δεν το αγγίζω. Θέλω να θυμάμαι τον ήχο που έκανε όταν ήξερα να αφήνομαι. Εκείνο το σκριιτςς που έσκαγε στην παλάμη και σήκωνε κύμα. Που έχυνε απόχρωση αναίτιας ανάσας. Που έφτιαχνε σύμπαν μες το σύμπαν για να πετούν αερικά. Δε θέλω να αλλάξει αυτός ο ήχος. Ξέρετε, τον ακούω κάθε που βραδιάζει. Σα ποντίκι που ροκανίζει το παράλογό μου. Σαν αράχνη που σπάει το καβούκι του θύματός της για να ρουφήξει ζωή. Σα σαράκι που τρώει τα σωθικά μέχρι να γίνουν πεταλούδες.

Κι ύστερα μου λες για αγάπη.

Σκέφτηκες πως θα χαθείς κι εσύ μαζί μου?

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

19



Το Ένα. Κάπου μήνας που παίζει το μάτι κάπου εκεί στο βλέφαρο. Κονταροχτυπιέται το μέσα με ό,τι κι αν είναι αυτό που κοιτά και πώς το μεταφράζει. Σημάδι, λέει. Καλό, κακό το ίδιο κάνει. Δε γαμιέται. Στην άλλη στροφή είναι η χαράδρα και με φούστα ασήκωτη τις ώρες μετρώ. Τους χτύπους, τους ήχους, τις φωνές. Σπάστα, φύγε και ξαναέλα. Χόρεψε, στάσου, ξέσπασε. Κι αυτή η τρώγλη που ροκανίζεται ολοένα και ξεφτά. Μα κοίτα κάτι ουρανούς. Θέλουν ακόμη να έχουν το χρώμα της γαλήνης και πώς να μου ταιριάξει? Ψήνω στα κάρβουνα μια σιωπή και καταπίνω το γλυφό μου. Δεν έχει γεύση ετούτος ο καημός.

Το Δυο. Ντύσου κι έλα, μου είπε μια φωνή και ξεσπάθωσα. Θυμήθηκα πως ερχόταν και δεν έφευγα εγώ. Γιατί τώρα θα πρέπει να ντυθώ για να οδέψω? Έσπασε κι εκείνος ο θερμοσίφωνας που πλένει τα λιωμένα. Γέμισε νερά η θλίψη μου και πώς να τη στεγνώσω? Με νοτισμένο τον καιρό μόνο σύννεφα ξεπλένω. Δε γίνεται σου λέω να με φτιάξεις. Σπασμένη κούκλα άνευ βιτρίνας για μπανιστήρι. Γείτονας έγινε και η αστραπή. Τουλάχιστον αυτή με ξέρει.

Το τέσσερα. Το τραγούδι μας απ’ το πρωί ακούω και δεν στέρεψα ακόμη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γιορτάσω. Χωρίς σαμπάνια σε μέρα στεγνή. Εις υγείαν του περιτυλίγματος που δεν είχες. Γι αυτό μ’ αρέσεις ακόμη. Σε γουστάρω, ξέρεις. Μα έχω χρόνια να στο πω. Ίσως, επειδή δεν έχεις φύγει. Ναι, ίσως αυτό να είναι. Που εξ’ αναβολής, ακόμη παραμένεις παιδί. Ίσως γι’ αυτό να έφυγα εγώ. Ίσως γι’ αυτό ακόμη να με ορίζεις.

Χωρίς το τρία.


Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Δεν πειράζει, λες


Και πώς να το ελέγξω? Και πώς να πω ένα στοπ και ως εδώ? Εύκολο μοιάζει μα δεν είναι. Κι αν κολλάς, κόλλησες. Σε σκέψεις, σε αιτίες, σε αφορμές. Σε αναίτια, σε άγαρμπα, σε μη ουσιώδη. Κι εκεί είναι που αποτελειώνεις ακόμη ένα σου δέρμα. Που σκοτώνεις κάθε αυθύπαρκτη ύλη που σε περιβάλει. Που αυτοκτονείς σέρνοντας τη θηλιά ως την επόμενη στροφή. Εκεί το τσιγκέλι είναι πιο σίγουρο, φαντάζεσαι, και προχωράς με βήματα βαριά για ακόμη μια χαώδη σπηλιά. Η πρώτη τρύπα κάνει τη διαφορά κι αν χωρέσεις, χώρεσες. ΄Υστερα η πτώση φαντάζει εύκολη. Δελεαστική, σχεδόν ηδονική.

Σ’ αρέσει αυτό, ε? Το έχεις ακούσει κάμποσες φορές και άλλες τόσες θες να ξεσκίσεις πρόσωπα και πράγματα. Γιατί διστάζεις? Γιατί αναβάλλεις? Γιατί κατηγορείς? Δεν είναι ο χτύπος των δώδεκα ξημερωμάτων που σε κάνει να σηκωθείς απ’ τα βαριά σκεπάσματα, μα η υποχρέωση του ανεκπλήρωτου οδυρμού που νιώθεις πως πρέπει να τον περπατήσεις. Κι είναι κι εκείνες οι φωνές που παρακαλούν για θρέψη. Και πώς ν’ αφήσεις το ένστικτο κλεισμένο στο σελοφάν της περιέργειας?

Μίλησαν για έκτακτο καιρό και γδύνομαι ώρες τώρα. Τι έκτακτο είναι αυτό που το προαναγγέλλουν μέρες και ώρες πριν? Βαρέθηκα την ανάλυση και περιμένω τη βροντή. Να με αναστήσει. Να με θεριέψει. Να με κάνει να ακουστώ στα χίλια σύμπαντα. Να φωνάξω χωρίς να εξηγώ. Με το βλέμμα της τρελής να διαλυθώ. Κι ύστερα όμοια να ξαναγεννηθώ.

Πόσο με μισώ…


Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Απάντηση


Κι ανάμεσα σε νότες ηχηρές, σέρτικους καπνούς και βαριά καμένα φαγητά, άλλο ένα απομεσήμερο φωνάζει πως θέλει να πνιγεί. Εκεί, ανάμεσα απ’ του στήθους μου τον καταρράκτη να κλειστεί και να ουρλιάξει. Σύννεφο να γίνει να χυθεί μέχρι τη χαραμάδα από τα απόκρυφά μου. Με χίμαιρα πάθους να λουστεί να γίνει χθες. Κι ύστερα, μου λες πως ένα ρίσκο είναι η ζωή και να τη ζήσω. Και με στολίζεις σύννεφα που μεθούν με άγρυπνο χυμό και στύβουν έναν ακόμη μύθο.

Ρωτάς πώς πορεύομαι και μου βγαίνει εκείνη η χλεύη, ο κυνισμός ο άτρωτος που μ’ έχει αιωνίως στημένη στο ένα πόδι κι αυτό που θέλω να ξεράσω είναι ένα ζεστό ημέρωμα που δε βρίσκει αναπαμό. Πώς να ξορκίσω την ίδια τη λεπίδα όταν με ηδονή χαράσσω τα αρχικά του Φθινοπώρου? Κάθε ουλή κι ένας αναστεναγμός. Κάθε ρούφηγμα κι ένας οργασμός ανομολόγητος.

Δεν γίνεται ξέγνοιαστη να φύγω απ’ το κόμικ ετούτο. Καουμπόισσα μελαγχολική σε άμαξα δίχως άλογα. Ασκιτσάριστο μελάνι ενός ντυμένου με ομίχλη ομοιώματος του μεταφυσικού μου εαυτού. Ναι, πλάνη μου. Ακονίζοντας ακόμη μια αλόγιστη εποχή, γδύνομαι νωχελικά μπροστά σου. Μια τιράντα για το σήμερα. Μία για εκείνο που ήμουν και δε γνώρισες. Μια πτυχή για το εντάξει. Κι άλλη μια για τα όχι μου. Αν μ’ αγγίξεις θα πεθάνεις. Αν σ’ αγγίξω, δεν θα έχω λόγο να σιωπώ. Μη μου ζητάς βροντή να γίνω αν χειμώνα δεν έχεις στην καρδιά.


Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Και πάλι!


Θυμάμαι έστελνα το τραγούδι και το έβαζες να δώσει νότες στη χούφτα σου. Τις άφηνες να σου μουσκέψουν τα δάχτυλα κι ύστερα μία μία τις έβαζες στα χείλη. Σα να ένιωθες μια συνύπαρξη ανυπόστατη να διαπερνά μαγνητικές αναλαμπές και να καθηλώνεται στο χώρο σου. Σε κείνη τη γωνιά του απίστευτου μ’ ένα ποτήρι στο χρώμα του χρυσού. Από κεί με έπινες γουλιά γουλιά. Με την τελετή του ζευγαρώματος στο νου, να σου καίει το λαιμό κάθε λέξη πριν την πεις. Να σου μπουκώνει τα πνευμόνια κάθε ανάσα πριν τη βγάλεις. Να σου ανυψώνει κάθε κύτταρο του ονειρικού πριν καν το φανταστείς.


Χιλιόμετρα μακριά να μας χωρίζει θάλασσα-αυτή η μαύρη η πλανεύτρα- κι εσύ να θες να δεθείς με τα σκοινιά του παραλόγου. Να διπλωθείς και σε μπαούλο να χωθείς όπως κάτι ξεχασμένα ρούχα αιώνων πριν δοθούν για κάψιμο κι αμόλυντα να ξεπεράσουν ετούτη τους την ύλη. Θυμάσαι που μου έλεγες πως έχεις μια πόρτα που βγάζει σε απόνερα? Κι ότι εκεί θα ήθελες να ρίξεις το κουφάρι που σέρνεις κάτι σάπια βράδυα?


Μου λείπεις, ιππότη μου. Σκοτεινέ, ξεχασμένε και απερίγραπτε. Δεν έχω άλλον να με ποτίζει απ’ το φαρμάκι του και να ανασταίνει τα ξημερώματά μου. Κι άλλον δεν έχω να του σκίζω τις πληγές κι ύστερα ηδονικά να του ρουφάω το κόκκινο υγρό που με κάνει να πεθαίνω όπως εγώ θέλω κάθε φορά. Με την έννοια της ένωσης καρφωμένη στα μαλλιά να μου προσδίδει ένα επίθετο ακόμα. Με το πλάνο του αγρού να μου σηκώνει τα φουστάνια κι ένοχα να κοιτάζει από κάτω. Με τη γεύση της οχιάς να ξερνάει έναν αιώνα ρουφηγμένο.


Ονόμασέ με και θα γίνω ξανά η ερωμένη που δεν θα αποκτήσεις. ΄Ετσι κι αλλιώς, εφιάλτης είναι η σκέψη σου. Ξέρω πως εκεί που πας, εμέ θα συναντήσεις.


.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Μια κούρσα δρόμος


Έδωσα κατεύθυνση και κίνησε. Κόκκινες και πράσινες αναλαμπές έγερναν στις ρόδες και μερικές πορτοκαλί προειδοποιήσεις, άνοιγαν κλειδαριές στον κόσμο του πιο γρήγορου. Γύρισμα σε σοκάκια άπλυτα από ορμή αγγέλων και μίασμα δαιμόνων. Σούρουπο σε μια πόλη οδυρμού με λίγη χροιά από ανούσια αλμύρα. Στα χέρια του το τιμόνι φάνταξε πυξίδα που έδειχνε εκεί. Σε μερικούς άντρες δεν χρειάζονται πολλές κινήσεις για να προσδιορίσουν το είναι τους. Μια στροφή αρκεί για να φτιάξει το φάντασμά τους.

Τον ένιωθα πάνω μου να αγγίζει και να φεύγει. Να έρχεται και να μένει. Να κατακτά και να επιμένει. Κι ύστερα, αδιάφορα να προχωράει στο άτοπο. Κοντά γκριζαρισμένα μαλλιά κι ένα σκουλαρίκι στο ένα αυτί. Κρίκος, θαρρώ πως ήταν, μα δεν έβλεπα καλά μέσα απ’ τον καθρέφτη. Σε πρόσωπο αντρίκιο, μια λάμψη στο λοβό, δίνει κάτι από βλέμμα θεριού. Κι αυτό μ’ αρέσει.

Αδιάφορος να ρίχνει στάχτη στην τράπουλα του ονειρικού μου. Ακάλεστος ήρωας σε ένα έργο που δεν θα παιχθεί ποτέ. Πρωταγωνιστής μιας ιστορίας ενός χιλιοστού του χρόνου. Σε μιαν αυλαία άνευ θεατών. Ενός σεναρίου που δεν γράφτηκε καν. Και ούτε πρόκειται ποτέ να ειπωθεί. Ανάμεσα σ’ ένα σταυροπόδι και ένα φθάσαμε που κι αυτό υπονοήθηκε, δεν υπήρξε ούτε μια ανταλλαγή βλέμματος. Μα ένιωσα πως εκείνη η σπάνια έλξη που κάνει τη ματιά να στέκεται και δεύτερη και τρίτη φορά πάνω στο περιτύλιγμα μιας εκπομπής από μια ράτσα του είδους σου είναι κάτι παραπάνω από...

...μια κούρσα δρόμος...


.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Προκατ-αρκτικός κύκλος


Σε μιας ελπίδας την ουσία αφήνομαι ανεξερεύνητη να στρώσω έναν ύπνο παραπάνω. Εκείνον της ουτοπίας που σέρνει η καταιγίδα πριν το γκρέμισμα του όχι, του μη και του γιατί. Εκείνον της ασύστατης συμπαντικής ύλης που γίνεται ένα με το σκοτάδι της χαράς. Ναι. ΄Οταν αφήνεις το φως να σε ρουφήξει, τότε καταλαβαίνεις πόσο σκιά είσαι. ΄Εχω αρχίσει να σε (?) χρειάζομαι. Κι έχω αρχίσει να το ψελλίζω κάτω απ’ τα σκεπάσματά μου. Ξανά. Και Ξανά. Και δεν είναι που με φοβίζει τόσο το τέρμα του ρήματος, όσο το στοπ που θα ξεφωνίσεις στην επόμενη γωνία. Μα αν «δεν» τότε πώς «θα»? Ξέρω τι θα πεις. Πάντα εκείνο το ποτέ. Και πάλι εκείνο το πάντα. Και πώς να αφεθώ ξανά? Πώς να πω «επιθυμώ»?

Να σ’ αγγίξω φαντάζομαι σε ενός αναφιλητού το μείνε. Να σε λούσω σε μιας ωδής την ξεστρατισμένη νότα. Να σε σκεπάσω μ’ ένα ψημένο άρωμα αγρού. Να χτενίσω την τούφα που πέφτει στους μικρούς σου δισταγμούς. Αν μπορούσα να ψελλίσω εκείνο το φωνήεν που σκοντάφτει στα δόντια μου, ίσως να κρύωνα λιγότερο.

Κι επειδή κάτι χειροπιαστό δεν έλαχε να στείλω, μάζεψα ορισμένα πράγματα μικρά να σου χαρίσω, με την ευχή μια κάποια μέρα να σου τα ψιθυρίσω...

Δικά σου λοιπόν,

΄Ενα χρώμα της αυγής να σου φωτίζει τα βλέφαρα κάθε που ανοίγουν. Το πήρα απ’ τη σπηλιά του ήλιου την ώρα που έστρωνε τραπέζι στους πλανήτες. Κι ήταν μια στιγμή που όλοι ήταν τόσο μα τόσο ευτυχισμένοι...

Μια στάλα απ’ του ουρανού τη φορτωσιά, να σου δροσίζει τ’ όνειρο. Την άρπαξα απ’ τα μαλλιά πριν γίνει ένα με το δέρμα μου. ΄Εχει όμως τη μυρωδιά που επιθυμείς...

΄Ενα έλα για να σε κάνει να προχωράς ίσαμε τ’ αστέρια. Το έκλεψα απ’ τις σελίδες του άγνωστου την ώρα που διάβαζε ένα παραμύθι πριν αποκοιμηθεί για έναν ακόμη αιώνα...

΄Ενα κομμάτι βελούδο στο χρώμα που αγαπώ. Το σκούρο της φωτιάς με γεύση πεθυμιάς, να σου θυμίζει πως το εδώ πάει και λίγο παραπέρα. Το έφτιαξα στη μέση μιας γυροβολιάς στο χορό του απερίγραπτου. Κι έχει κάτι από χαρά...

Αυτά ήταν μερικά απ’ αυτά που έχω φυλαγμένα. Μα μέσα απ’ την καρδιά βγαλμένα. Να γίνουν σύννεφο βροχής για σένα...

...και για μένα...

.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Καπνός και κάτω


Τα υπόγεια θέλουν καπνό για να ανασάνουν. Υγρά ποτήρια με στάλες ουρανού στις πτυχές τις γυάλινες. Ορέξεις απόκοσμες με άρωμα βαρύ. Έως πνιγηρό. Ένα τρένο μπλε στις νότες διασχίζει τα βλέφαρά μου. Και μια υποψία ιδρώτα πριν ανασάνω το ήρθα...

Σκίσιμο στο πλάι σε φούστα στενή λίγο κάτω από το γόνατο. Στη ραφή δυο πετροκέρασα να κρύβουν το φιλί που τα ενώνει. Και στο στρίφωμα μια παράνομη αφή. Για όποιον ξέρει πού να αγγίξει, ο παράδεισος μπορεί να περιμένει πριν το βήμα για την κόλαση. Όποιος τολμά, ενδέχεται να μην έχει αύριο...

Άναψα ένα πούρο δυο δάχτυλα μακρύτερο απ’ το παρελθόν μου. Και ποιος ξέρει να κρίνει το γιατί; Έχει γούστο να τους κοιτάς να σε εξερευνούν χωρίς να γλύφουν καν το πάνω χείλος τους από γνώση. Δαίμονες στα καταγώγια χωρίς καν την ετικέτα της λαγνείας. Σικέ παρθενοραφές για εξαιρεμένους παίκτες ενός αγκωμαχούντος οργασμού. Και πώς να ενώσω τις πληγές μου για να ξεγελάσω την απουσία επιθυμίας;

Πόδια μισάνοιχτα σε σκιές από ημίφως. Χορτασμένα Φθινόπωρα με λιανή ομίχλη. Στο πιάτο, παρακαλώ, θα ήθελα και δυο ανεμώνες. ΄Η μήπως πέρασε ο καιρός τους; Αν είναι έτσι, ορέγομαι φιστίκια. Από κείνα με το περίβλημα. Ξέρεις εσύ...

Η γραμμή ανάμεσα απ’ τα στήθια μου πάλλεται. Το σαξόφωνο μοιάζει με στόμα έτοιμο να ρουφήξει τις μελλοντικές μου αναβλύσεις. Σιντριβάνι χυμών ανακατωμένο με βότκα σκέτη.(Δε ζήτησα λεμόνι, μικρέ. Συγκεντρώσου...)

Στο μεσαίο κουμπί της πλάτης βρίσκεται το παραμύθι. Κι αυτοί, εκεί. Να αφουγκράζονται σάπια αναφιλητά από γκόμενες κλώνους. Να παίζουν ζάρια με κοχύλια που βρωμάνε θάνατο. Να αναμασούν την ίδια λέξη ξανά και ξανά. Να ρίχνουν βλέμμα κενό μπας και καταφέρουν να στραγγαλίσουν μια νύχτα ακόμη. Και μέσα σε όλα αυτά να αποζητούν τον ηδονικό πνιγμό μου...

Εκεί θα μείνουν. Τους ξέρω. Στην κίνηση νούμερο ένα. Δεν πάνε οι ράγες παρακάτω. Μέχρι να πιω άλλο ένα φαρμάκι γαρνιρισμένο με ενός κεραυνού το λίκνισμα, θα έχουν ξεραθεί στον ύπνο για να δουν την υπόλοιπη ζωή τους μέσα από καρέ εγκεφαλικών παλινδρομήσεων.

Φτύνω στα μούτρα τους άλλη μια συνήθεια και τινάζω απ’ τα μαλλιά μια πυγολαμπίδα. Απόψε ήρθα για να διαπιστώσω ότι εξακολουθώ να απομακρύνομαι.

Την αλήθεια μου πολλοί μισήσαν.


Πόσο μάλλον το ψέμα που ακόμη δε φίλησα...






.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Κοίτα με...




Νιώθω μόνη απόψε. Νιώθω τόσο μόνη απόψε. Σα να με κυκλώνει το φεγγάρι και να θέλει να πιαστεί απ’ τις ίνες του λαιμού μου. Απ’ αυτές που κρέμονται και φτιάχνουν ήχους χαμένης αναλαμπής. Του τότε μου. Του εκείνου μου. Του πριν μου. Του όποτε συνήθιζα να ήμουν το κορίτσι που γέλαγε συχνά. Να θέλει να μου σφίξει τις χορδές σ’ ένα χορό κάτω από τα αστέρια. Εκεί που στα δάση τα πυκνά ψάχνουν οι μάγισσες τα ταίρια τους. Που κάνουν τελετές γυμνής λατρείας. Που φτιάχνουν φυλαχτά για νεογέννητα θέλω.

Πού είσαι;

Νιώθω τόσο χαμένη σ’ ένα ύστερα που ακόμη δεν έχει έρθει και είναι αυτό που φοβάμαι τόσο. Μη δε προλάβω να νιώσω ακόμη ένα χτύπο χαρμόσυνο. Μα γιατί να φέρνω πένθη και να τα ντύνω σε διάφανα υγρά; Γιατί να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα της άφαντης ουσίας μου και να στενάζω από χειμώνες; Γιατί αρέσκομαι να αγγίζω το τρίχωμα που δεν μου φόρεσε εκείνη η επιθυμία που με έφτιαξε ως διαλείπουσα ορμή σε καταρράκτη ονειρικό; Πόσο δεν μπορώ να σιάξω τον ορίζοντα όταν πετούν τα ψαροπούλια μπροστά στα μάτια μου. Επίτηδες θαρρώ το κάνουν. Επειδή ξέρουν πως δεν αντέχω τις φωνές τους.

Δε μπορώ να ψελλίσω «σ’ αγαπώ»...

Υπάρχει άραγε εκείνο το φάντασμα που λεν πως ακούει; Πως κοιτάει; Πως δίνει; Πως παίρνει; Δε θέλω σημάδια κι ούτε φοβάμαι τα φρικιά. Ούτε αποδείξεις αναζητώ για να χυθώ στο ρεύμα της αταίριαστης πύλης που με πλησιάζει. Μα είναι εκείνο το παιδί μέσα μου που ζητά μια απαλή κουβέρτα να τρίψει με τα δυο του δάχτυλα κι ύστερα να τη βάλει στα χείλη του επάνω που με κάνει να μη σκίσω μια παραίτηση ακόμη. Εκείνου του όρκου μπρος στον καθρέφτη της σιωπής.

Θυμάσαι;

Το χρέος μου είναι ακόμη απλήρωτο. Κι ας ξέμεινα από κομμάτια. Θα σκάψω για ένα σύμπαν ακόμη. Και μη ρωτάς πώς. Απλά...

Κοίτα με...

.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ακούμπα με...



Σεπτέμβρη άρωμα μες τους αναστεναγμούς μου. Κάτι σα πρωτοβρόχι ξέστρωτο στου αγρού τον οργασμό. Να πέφτει, να χύνεται, να απλώνεται, να ανα-γεννάται. Να απορροφάται μεταξύ δυο κενών του χρόνου. Να φοράει καλτσοδέτα μεταξωτή και να σέρνει ξοπίσω του καλοκαίρια και χειμώνες. Να βάζει κραγιόν στο χρώμα του πρώτου δισταγμού. Εκεί που το αχ παίρνει μια ουσία παραπάνω. Εκείνη της συστολής που φέρνει η πρώτη αθωότητα.

Λύνω ένα νεύμα και το αφήνω εδώ. Σε χώρο που ορίζει κεραυνούς, αστραπές και σύννεφα. Σε χώρο απύθμενο που βαδίζουν κόκκινα σκοτάδια σηκώνοντας τις πτυχές τους μέχρι πάνω απ’ το γόνατο. Και λίγο πιο πάνω. Εκεί που οι παλμοί ανακατεύονται με υγρές απολαύσεις. Εκεί που οι θυμοί φεύγουν για τόπους άφωτους. Εκεί που τα σωθικά ξαγρυπνούν με τις ορέξεις. Ναι, μελλοντικέ μου ουρανέ. Εκεί που θα ανοίξω δίοδο να αγκαλιάσεις τη γεύση της γεύσης.

Ένα βήμα πιο κάτω, εκεί στης παπαρούνας την κίνηση, στήνει χορό το γέλιο. Πάμε, λες να το κάνουμε στα μάγουλα χρώμα; Πάμε να το κάνουμε μυρωδιά ουσίας; Ε; πάμε να το κάνουμε στρόβιλο ανάμεσα απ’ τους πόθους μας; Θυμάσαι τότε που πίναμε στα κρυφά το φεγγάρι; Τότε που ξεδιπλώναμε το αόρατο ανάμεσα απ’ τα στήθια μας; Τότε που γινόμασταν κάτι χωρίς να μας νοιάζει το τι; Πάμε να δούμε σ’ έναν καθρέφτη το τωρινό μας βλέμμα;

Και μη τρομάξεις, μη. Μη σκεφτείς το θα. Μην αναλογιστείς το μέχρι πότε. Μη τολμήσεις καν να ρωτήσεις το γιατί. Θα μας περιμένει σε λιβάδι νοτισμένο εκείνο το μονοπάτι που ζουν οι χίλιες οι πνοές. Μία αρκεί για να μας κάνει να ανασάνουμε ένα Φθινόπωρο ακόμη.

Ακούμπα με...


.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Μη μ’ αφήσεις



Και τι είναι αυτό που σ’ αλλάζει κάποια στιγμή; Να είναι η στιγμή ή να θέλει χρόνο η ανακάλυψη; Κι αν όλα συντελούν στο να επαναπροσδιοριστείς, προς τι το επόμενο βήμα; Κι αν βρεις το λάθος; Χωράν οι μετανοήσεις όταν ήδη έχεις βάψει τα γόνατά σου κόκκινα; Δε ξέρω. Είναι και το χρώμα που άμα μείνει εκεί, δε θες να το προσπεράσεις...

Μας δίνουν δύναμη ορισμένα χέρια σαν μας κρατούν γερά ή είναι ακόμη μια ψευδαίσθηση ότι θες να νιώσεις σιγουριά έστω και για ένα κενό του χρόνου; Σε κάτι δάση άφωτα να θες να φιληθείς και κάτι να σου κλείνει το στόμα μη βγάλεις αχ. Κάτι να σου παγιδεύει την ανάσα πριν δώσεις σήμα πως το θες. Κι αν δε το θες; Πρέπει πρώτα να το κάνεις για να το διαπιστώσεις; Κι αν έτσι, σβήνει ακόμη μια φλόγα άβροχη; Πώς γίνεται να κατεβαίνουν τα μνήματα έτη φωτός χωρίς να πεθαίνουν; Εσύ; Εσύ γιατί να πιστεύεις πως αυτό που ζεις είναι η ζωή σου;

Να σκίσω σε κομμάτια μια σκέψη ακόμα. Να μη την αφήσω να μου διαβρώσει ό,τι μου απέμεινε από φόβο. Να μη την αφήσω να μου κατασπαράξει τα σωθικά πριν τη νιώσω. Επιτέλους, να σταματήσω να υπάρχω με το αν. Μα δε μπορώ. Και ποιος να βρεθεί οδηγός στο τρενάκι του τρόμου μου; Ασυνόδευτο πάει σε γύρους αγρύπνιας. Αν υπάρχεις, πνεύμα μου, γιατί με ντύνεις με αγκάθια ξανά και ξανά; Αρέσκεσαι στη μετενσάρκωση του χαμένου μου τίποτα; Τι είδους ικανοποίηση σου προκαλεί αυτό, θα ήθελα να ήξερα.

Κι αν κάτι μου λέει να έρθω σε σένα; Να το αφήσω; Πες μου, έτσι θα νιώσω μικρότερη; Μεγαλύτερη; Θα νιώσω λες τόσο γερασμένη που θα θέλω να χωθώ σε στρώμα χωμάτινο ώσπου να λιώσει ακόμη μια μου ανάγκη; Ανάγκη; Μεγάλη λέξη με τόσα λίγα γράμματα. Σε είχα ερωτευθεί, ξέρεις. Κι αν εξακολουθώ; Σε είχα αγαπήσει, νομίζω. Κι αν ξανά το επιθυμώ; Εσύ μόλις ξεκινάς. Και πώς θα πρέπει να νιώθω εγώ μ’ αυτό;

Χορός σε ατίναχτα στρώματα όλες μου οι ζωγραφιές. Ανυπόγραφοι παλιάτσοι να παίζουν ντέφι κι εγώ να θέλω να σηκώσω μιαν ΄Ανοιξη ακόμα μέσα από τη φούστα μου. Να ’ξερες πώς ντρέπομαι μερικές φορές που δεν είμαι. Που δεν έχω φτάσει. Που δεν έχω γίνει. Ή που προσπέρασα χωρίς να τόλμησα. Νομίζω αυτό θα είναι και το μεγαλύτερό μου αμάρτημα. Που εμποδίστηκα από ένα μύθο για να μη φτιάξω ακόμη ένα παραμύθι.

Μη μ’ αφήσεις.


.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Άντε να δούμε!



Κάτι μπουμπουνητά, δυο φλογέρες στον κώλο, έξι κλαψομουνιάσματα και σαρανταδυό χαμένα παγωτά –χωνάκι παρακαλώ- θα μπορούσε να είναι ο απολογισμός μιας αποκλίνουσας καθωσπρεπίστικης παραλογικής άνοιας που σου φέρνει ένα μαλακισμένος γδούπος που έρχεται κάτω απ’ το φοινικόδεντρο του ξασπρισμένου πάτου (σου). Ναι ρε αρχιδόμουτρο, σε σένα απευθύνομαι που χάλασες ανθόνερο για ξέπλυμα λασπόλουτρου. Ναι ρε παλιόπαιδο, σε σένα μιλάω που άρχισες τη μέρα σου πάλι με αχ βαχ ουχ και μουχ, αφού πρώτα διάβασες ακόμη μια σκατένια παρατήρηση που σου ήρθε πεσκέσι με ταχυδρομικό (κο)κοράκι.

Σκάσε μου μαλάκα ένα χαμόγελο και θα σου περάσω σιδεράκια στις κουφάλες. Ναι, ρε άχρηστε. Από κείνα τα διάφανα που κάνουν το διπλάσιο χρόνο επανόρθωσης στο μάσημα κάτι χαμένων ξεσκισμάτων (σου). Από κείνα που κάνουν κλαααατς και χύνουν άγριο βατόμουρο ανακατωμένο με μυρωδιά σκόρπιας χαμούρας. Ρε συ, σου είπαν πως δεν σου πάνε τα γόνατα; Μα πόσο γλούπος είσαι που ακόμη δεν κατάλαβες πως δεν με ανάβουν τα σάπια σου κορδόνια; Ρε βούρλο, σύνελθε μη σου σερβίρω ακόμη έναν ήλιο φλαμπέ πασπαλισμένο με τρίμματα ξεκοιλιασμένου παραδείσου. Και ξέρεις τι προκαλεί αυτό,ε; Έλα....μη μου πεις πως δεν ξέρεις από ξέρασμα ανεπανόρθωτου πυροβολημένου μνημονικού. Από τι είσαι φτιαγμένος νομίζεις; Από χρυσαφλίδων όραμα; Μη με κάνεις να χασμουριέμαι...

Α, και πού είσαι; Σα πας στον πηγαιμό για τα χουρμάδια, φέρε μου ένα πέταλο να βάλω στο πέτο. Ναι, μονόκερου τριζάτου, αγάπη μου. Απ’ αυτούς που αν τους δεις μια φορά, αποφασίζεις να κόψεις τα υπάρχοντά σου σε κομμάτια οκτώ. Γιατί αν πω τρία...θα ψάχνεις να θυμηθείς τι σκατά σημαίνει ένα νούμερο ακόμη. Ναι, χρυσουλάκι μου, ναι. Απ’ αυτό που επάνω σου ούτε κατά διάνοια υπάρχει. Α! Το πέταλο, δε, βρίσκεται στο λάκκο με τις φάβες. Επειδή δε γουστάρω να το σηκώσω εγώ, σε στέλνω εσένα. Με σκύψιμο καλό, ε; Εκεί γύρω παραμονεύει ακόμη ένας εφιάλτης σου.

Σε προτρέπω να στηθείς καλά.

Άκου με και μια φορά.

Άκου με!

.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

ΠροΤροπής ανάγνωσμα



Πόσο σκληρή μπορεί να γίνει μια στάλα που κρατά μαγνήτη; Πόσο θαρρετά πρέπει να πέφτει στο κενό για να ακουστεί το μπαμ; Και πόσο θεσπέσια πρέπει να φέρεται, να άγεται, να κολυμπά και να παρασύρεται; Εν γνώσει των συνεπειών του τρόμου, υποκλίνομαι επτάκις πριν σβήσω το φως στα μυστικά των βράχων και σκίζω θύμισες παλιές. Έτσι δε μου πες; Πως γουστάρεις συνετά να ανοίξω τα ιμάτιά μου για να δεις αναλαμπές; Πως επιθυμείς να απο-καλύψω ακόμη έναν βρυχηθμό που βγαίνει απ’ των στενών τα σωθικά; Σκύψε κι ακολούθα...

Και μείνε. Συρόμενος σα πόρτα ανάμεσα σε δυο δωμάτια. Κατά προτίμηση διάφανη με νερά που σχηματίζουν προτροπές. Μεταξύ τραπεζαρίας και δωματίου παραστρατημένης πομπής ενός ονειρικού χάσματος που του ’λαχε να γίνει κάτι σα γυναίκα ευρεσιτέχνης. Ναι, καλέ μου. Για να πιάσεις κόκκινο, πρέπει να κάνεις κινήσεις ταυτόχρονες. Συνήθως με τον απέναντι. ΄Η τον παραδίπλα. Πιάσου κι έλα...

Δεν είναι τα μαλλιά τ’ ακουμπισμένα στη ρόγα που είμαι καταπιεσμένη να σου περιγράψω-και δεν θα το κάνω με την καύλα της αντίστασης- μα είναι εκείνος ο κρίκος που υποδηλώνει δέσμιο Φθινόπωρο που με κάνει να ρίχνομαι στης φωτιάς το γκρεμό. Ναι, λαχτάρα μου. Θυμάσαι τα φύλλα πώς τρίζουν κάθε που με κοιτάς; Ναι, ριζικό μου. Θαρρείς δεν πρόσεξα που ένωσες τα πόδια σου τρέμοντας όταν αντίκρισες τον ιδρώτα στο λαιμό μου; Κάτσε και ανοίξου...

Δεν θα πάω παρακάτω αν δεν μου σφίξεις το λαιμό. Δεν θα προχωρήσω στα σοκάκια με γόβες λαμέ αν δε μου χαράξεις της φλέβας τον παλμό. Δεν θα σου δείξω γλώσσα αν πρώτα δε μου φιμώσεις τη βουβή βρισιά. Νομίζεις δε ξέρω από αγριάδες;



Μπορείς και κάν’ το...


.

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Μη





Είχα ξεχάσει πώς είναι να ξυπνάω πλάι σου γυμνή. Φοβάμαι μην αρχίσει να μ’ αρέσει.


Να είδες; Κάτι τέτοια σκέφτομαι και μετά νιώθω ενοχές που κλείνω πίσω σου την πόρτα κάθε που λες αχνά «εγώ να πηγαίνω...».


Μην αρχίσεις να με κοιτάς στα μάτια.


Σε παρακαλώ...


Αυτή τη φορά η κατάληξη θα είναι οριστική.



Και δε θα το αντέξεις.


.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Διακ-οπές





Με ανοιχτή επι-στροφή...





σΤα βρόχινά μου...




.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Αγρίμι




Στο βάθος της σπηλιάς καθισμένη ανακούρκουδα στην εστία του κάτι μου μ’ ένα σκισμένο μεσοφόρι γύρω απ’ τους μηρούς. Στα χείλη, κομμένη ανάσα απομεσήμερου βουτηγμένο σε σιρόπι από βατόμουρα. Μωβ με μια υποψία κόκκινης στάλας να στάζει άγουρη αγρύπνια. Κι ένα τρέμουλο να παίζει στα βλέφαρα σα να θέλει να φέρει ονείρεμα ταξιδιάρικης τρέλας.

Γύρω ψυχές. Αναστεναγμοί του αόρατου, του άπειρου, του τίποτα. Του όλου. Και σπίθες να χορεύουν χορό υστερικό. Χορό ουράνιο. Χορό βγαλμένο απ’ του μεσαίωνα τη σκοτεινιά. Η υγρασία στις πέτρες να παίζει με την ανατριχίλα μου. Να ενώνεται με τις ράγες των χειλιών μου. Να πεθαίνει για μια ακόμη ανάσταση στου στήθους μου τις πτυχές.

Κι αυτό εκεί. Έξω. Να παρακολουθεί. Ανήμερο. Σκεπτικό. Αναποφάσιστο. Περίεργο. Ανάστατο. Και τόσο ήρεμο συγχρόνως. Σα να ελέγχει κάθε του κίνηση μα και σα να φοβάται το απρόσμενο. Το απερίγραπτο. Το ουδέν. Αγρίμι. Αγρίμι με ματιά. Κίτρινη.

Όταν ενώθηκαν οι στιγμές μας δεν τ’ άφησα. Εκεί. Καρφωμένη ανάμεσα στις κόρες του που έμοιαζαν με σχισμή ανίερης παρθένας. Γραμμές τρεμουλιαστές που ψάχνουν πάθη. Εφιάλτες. Πληγές. Αιμάτινα ξημερώματα σε βράχων εξοχές.

Κι έμεινε να με εξ-ερευνά.

Ξάπλωσα κι άνοιξα δρόμο ήσυχο. Διαβατάρικο. Προφυλαγμένο απ’ τις σκιές που κάνουν οι φόβοι όταν δε ξέρουν το αποτέλεσμα. Κι έλυσα μια αντίσταση ακόμα. Την άφησα να καεί στη θράκα βγάζοντας άρωμα καμένης προφύλαξης. Τσίκνα με ξεχασμένη βανίλια. Με μια τζούρα μήπως. Κι ένα δεμένο όχι να αναστενάζει κάτω απ’ το χώμα. Εκεί θα μείνει απόψε. Φιμωμένο. Να δώσει χώρο στην πεθυμιά του να απλωθεί με την ηδονή της επερχόμενης ενοχής. Και της ξεφτισμένης οδύνης.

Ήρθε με βήματα αργά. Σα πληγωμένος που ζητά παρηγοριά. Σα πεινασμένος που ζητά ανάσα. Σα ξεστρατισμένος που ψάχνει απάγκιο. Ένιωθε, μύριζε, ήξερε πως όπου να ’ναι θα αποκτούσε μια τρίχα ασημιά ακόμη. Εκείνη που ανοίγει μονοπάτι για να πάει το θάνατο σε μέλλον άγραφο. Απροσδιόριστο. Αναπάντητο. Και ξεχασμένο.

Βύζαξε τα στήθη μου απαλά. Ύστερα λαίμαργα. Η ματιά του πάνω μου. Μέσα μου. Βαθιά μου. Η γλώσσα του ξερό βελούδο που ολοένα γινόταν και πιο υγρό. Πιο ζωντανό. Πιο έτοιμο να ξεδιπλώσει της ψυχής του το απολειφάδι. ΄Ανοιξα τα χείλη μου κι έβγαλα έναν αναστεναγμό. Πίεσα τα στήθη μου να ξεχάσουν το δηλητήριο. Και να χύσουν μέθη. Την ήπιε.

Κύλησε το βλέμμα του στο λαιμό, στην κοιλιά, ανάμεσα απ’ τα πόδια μου. Η γλώσσα του τριγύρισε όλες τις πτυχές της σοφιστίας μου. Και του απονενοημένου μου. ΄Ανοιξε τους πόρους μου σε μια εκπνοή ακόμη. Λύτρωσης. Κάθαρσης. Αγνότητας. Κι αφέθηκα. Κι αφέθηκε.

Έφυγε όπως ήρθε. Μα με κινήσεις γρήγορες. Πιο σταθερές. Με τη δύναμη στον αέρα πως βρήκε μια σπηλιά να την πλησιάσει. Όποτε ξανάρθει, θα είμαι εκεί. Με τη φωτιά αναμμένη. Και την υγρασία στους τοίχους μου καθάρια. Το κοίταξα παίρνοντας τη στάση την αρχική. Κοντά στις σπίθες, καθισμένη ανακούρκουδα. Χαμογέλασα κι έριξα ένα ξύλο στις φλόγες. Δίπλα μου αφημένο ένα φυλακτό.

Αόρατο.

Δεν τ’ άγγιξα.

Αγρίμι...


.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

AMHN


λόγια...ήχοι...συναισθήματα...






(βίντεο σε επιμέλεια του Γ. Ποταμίτη. στίχοι δικοί μου, της vaggy grego και της μαρίας ροδοπούλου)


.

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Ιστορία μία




Ξαπλωμένη με ένα μικρό διάφανο νυχτικό. Ραντάκια, με στήθη να ξεχειλίζουν απ’ τις άκρες. Ασυμμάζευτα. Σαν ορέξεις που ζητούν γλώσσα να γλυκάνουν. Να την μεθύσουν. Να την απογειώσουν. Στο πλάι γυρισμένη με το ένα μπούτι πάνω απ’ το άλλο. Υγρασία εγκλωβισμένη σε εσώρουχο ακουμπισμένο σε λόφο ηδονής. Μαλλιά ξέπλεκα να πέφτουν στη μια μεριά του προσώπου κι ένα μαξιλάρι να δέχεται ανάσα προσμονής.

Ήξερα πως θα ερχόταν. Ένιωθα πως και αυτό το βράδυ θα ερχόταν απρόσκλητος. Όπως και ήξερε πως θα τον άφηνα. Σιωπηλή συμφωνία σε θέατρο παραλογισμού. Ή απουσίας αντίδρασης. Ή ενδόμυχης ικανοποίησης ενός κάτι ακόμη. Ξάπλωσε πίσω μου και με ακούμπησε στην πλάτη. Η ανάσα του βαριά. Ένιωσα την παλάμη του πριν καν μου σηκώσει το ρούχο. Πριν καν μου το φέρει πάνω απ’ τα στήθη και πριν καν τα κάνει να επιδειχθούν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Με χούφτωσε και με μια δεύτερη κίνηση έφερε και το άλλο του χέρι γύρω μου. Τα έπιασε και τα δυο. Τα ζούληξε, τα έτεινε μπροστά. Τσίμπησε τις ρόγες σχεδόν να με πονέσει. Έβγαλα έναν αναστεναγμό. Μα δεν έπρεπε να δείξω πως δε θέλω. Κι ας μην ήθελα. Κι ας ήθελα.

Τους έβλεπα μπροστά μου. Έναν έναν. Ήταν εκεί κι αυτό το βράδυ. Σχεδόν δυο με τρεις φορές την εβδομάδα, το ίδιο σκηνικό. Στην ηλικία του και εκείνοι. Φίλοι απ’ τα παλιά. Ή φίλοι πρόσφατοι. Τα μάτια ίδια. Ίσως κάποιες φορές κάποιο καινούργιο πρόσωπο ερχόταν στην παρέα. Όχι παραπάνω από τέσσερις. Εκεί. Απέναντί μου με βλέμμα λάγνο και χείλη να τρεμοπαίζουν. Γκρίζα μαλλιά με χέρια έτοιμα να ακουμπήσουν στα χαμηλά τους. Να χαϊδευτούν. Χωρίς να με χαϊδέψουν. Μόνο να κοιτούν. Να κοιτούν από την ορισμένη τους απόσταση. Που δείχνει τις γωνιές. Τις επιφάνειες. Και όλα τα στενά σοκάκια και αρμούς. Εκεί, που να τους επιτρέπει να ικανοποιούνται σε θέαμα απλήρωτο.

Κι εκείνος να με δείχνει. Να με πηγαίνει στο πλάι, να με σφίγγει, να μου γλύφει το λαιμό. Μη βγάλω ανάσα. Μη μας ακούσουν απ’ το διπλανό δωμάτιο. Που λογικά, θα πρέπει να κοιμούνται. Κρυφά βράδια σε σάπια ξημερώματα. Συμφωνία κυρίων. Έσφιξα τα πόδια μου κι άρχισε να μου τραβά το εσώρουχο. Κίνηση μελετημένη. Και γνώριμη. Ίδια με άλλες φορές. Πριν γίνει η τελική αποκάλυψη θα έπρεπε να το λαχταρούν. Να το θέλουν ασυγκράτητα. Να τους δοθεί στα μάτια με καθυστέρηση. Κι άλλο τράβηγμα στο εσώρουχο μέχρι να πάει στα γόνατα. Βλέμματα στητά. Ορθάνοιχτα. Όπως και τα πόδια μου που ανοιγοκλείνουν πλέον σε κινήσεις αργές. Να τους νιώθω να εκτοξεύουν ακτίνες μέχρι τα τρίσβαθά μου. Να τους κοιτώ να παίζονται άλλος πιο αργά άλλος πιο γρήγορα. Κι εγώ με μάτια μισάνοιχτα να αναστενάζω ελαφρά. Πουτανάκι. Πουτανάκι σκέτο. Λάγνο, ερωτικό, υπάκουο, μιας επιθυμίας ανίερης τόσο εσωτερικής όσο και διασκευασμένης. Σε θέατρο φυλακισμένων ορμών.

Πάντα χύνω έτσι. Δυνατά, έντονα, προκλητικά. Με το σώμα μου να πάλλεται για ολόκληρα λεπτά. Με παλμούς να απλώνονται σα κύματα ρίχνοντας αντανακλάσεις αέρινων παφλασμών μέχρι τα πλαδαρά κορμιά τους. Με αγρύπνιες που φέρνουν μια άγραφη σελίδα ακόμη. Με στασιμότητες σε ένα άγαρμπο τώρα μιας χαζής επίπεδης γραμμής. Ε, και; Μήπως όλα είναι ερωτεύσιμα; Μήπως όλα είναι ζωηρά; Μήπως όλα έρχονται με φόρεμα κόκκινο σε σοκάκι λαμπερό;

Έλα...σώπασε μελετητή μου. Μια φαντασίωση ακόμη δεν έβλαψε κανέναν. Μόνον ίσως, εκείνον που δεν μπορεί να την απο-δεχθεί. Κοιμήσου...


.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Μου κάνεις κακό!



Κι έρχονται στιγμές που θες να αποδυθείς εαυτούς. Γιατί και οι άλλοι «σου», σ’ έχουν κάνει να πιστέψεις κάποια στιγμή πως είναι τάχα μου κομμάτια σου. Μέχρι να δώσεις μία και ν’ αρχίσεις να φυσάς τη σκόνη απ’ τα μάτια. Να σκίζεις με λύσσα τους ιστούς που είσαι παγιδευμένος και να κλοτσάς αόρατα πανιά ασφυκτικά δεμένα γύρω από τα φυλλοκάρδια σου. Θλίβομαι να βάζω το αίμα μου ανακάτωμα με δήθεν όμοιο. Και να πρέπει να το ρουφώ για να ξεγελιέμαι. Μεθούν οι κεραυνοί με φτιασίδια; Όχι...δε μεθούν.


Απ’ τις λίγες φορές που επιθυμώ να διώξω, να ξεφορτωθώ, να πω πως επιτέλους θέλω να ανασάνω. Χωρίς εσένα. Χωρίς και εσένα. Μα και χωρίς εσέ. Δίνω ευκαιρίες, λούζομαι αμαρτίες, ονοματίζω προσμονές, χρωματίζω λάθη, περιμένω μέχρι να περιμένω. Μα είναι κάτι δευτερόλεπτα που θέλω να τα λιώσω και να τα καταπιώ μονορούφι πριν προλάβω να βάλω στα χείλη μου μια πίκρα ακόμη.


Μου κάνεις κακό! Απ’ τις λίγες φορές που το έχω πει τόσες πολλές φορές μουρμουρίζοντάς το. Σήμερα μόνο, αν τις μετρούσα θα ήταν άνω των ογδόντα. Μεγάλος αριθμός αν αναλογιστείς πως τελευταία μου κόβεται η ανάσα μετά τα δέκα λεπτά λυγμού. Μα αυτή τη στιγμή έχω το κουράγιο να το πω. Δε σε θέλω λοιπόν στη ζωή μου. Δε σε θέλω γιατί μου απέδειξες πως δεν ενδιαφέρεσαι. Μου απέδειξες πως δεν υπάρχεις. Μου απέδειξες πως είσαι για να είσαι. Δε θέλω να έχω ακόμη έναν, δύο, τρεις, που μου επισημαίνουν αυτά που ήδη ξέρω χωρίς να προτίθενται να μου χαρίσουν έστω ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, ένα χέρι απαλό.


Ναι, φίλε. Για σένα λέω που σου είπα «υποφέρω» και εξαφανίστηκες. Για σένα αδερφέ, που σου είπα «δεν αντέχω» και μου το αντιγύρισες. Και για σένα αιμάτινε δεσμέ, που μόνο να κρίνεις ξέρεις χωρίς να διακρίνεις. Και σένα φιλενάδα. Που έχεις παραιτηθεί τόσο που ούτε την ανάσα σου πια δεν αγαπάς. Ξέχασες και τι θα πει «εμπνέω». Κι ούτε πλησιάζεις πια τα μεσημέρια να φτιάξουμε μαζί μαρμελάδα από κεράσι. Θυμάσαι που γελάγαμε;


Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να προσφέρω απ’ την καρδιά μου και να τη ρουφάτε περισσότερο. Βαρέθηκα να φορτώνομαι χωρίς ουσίας λόγο. Βαρέθηκα να αναμένω χωρίς προ-ορισμό. Δεν αξίζετε να σας αφήνω να κοιτάτε μέσα μου για το αν υπάρχει και κάτι ακόμη. Δε σας χρειάζομαι. Δεν θέλω πλέον να αναπαράγομαι για εσάς. Δε γουστάρω να υπάρχω στον κόσμο το δικό σας. Αφήστε με να φύγω. Να σας φύγω. Ήρθε η στιγμή που σταμάτησα να σας επιθυμώ. Κι αν πάτε κάτι να μου πείτε, αφήστε το. Ήδη σας άφησα εγώ.


Μου κάνετε κακό!

.

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Κανείς!




Δε μπορείς γιατί απλά δε μπορείς. Δε μπορείτε απλά γιατί δε μπορείτε. Είναι εύκολο, αγαπημένα μου, να λέτε πως θέλετε να βάλετε, να ακουμπήσετε, να σπρώξετε, να ακινητοποιήσετε μια γυναίκα Γυναίκα γυναίκΑ σ’ έναν μαντρότοιχο στη βροχή μα τρομερά αξιολύπητο όταν έρχεται εκείνη η ώρα και ψάχνετε για ομπρέλα. Και το παράδειγμα δεν είναι επί του συγκεκριμένου. Το παράδειγμα αφορά και άλλα. Δε μπορείς, δε μπορείτε, δεν είστε καν ικανοί, μωρά μου να είστε Εκείνοι που επιθυμείτε, που θα θέλατε, που ελπίζατε, που νομίζετε, γιατί απλά δεν είστε. Κι ούτε θα γίνετε.


Το ζούληγμα, το κοντά, το τώρα, το-μη-μιλάς-γιατί-είμαι-εγώ-εδώ, αφού το δείτε σ’ ένα καλό όνειρο, δεν έχετε τ’ αρχίδια να το ζήσετε ούτε καν σαν εφιάλτη. Κι ύστερα να ψάχνετε ένα καλό σίδερο να σας σιάξει την τσάκιση. Της αγρύπνιας, της ανησυχίας, του κόμπου στο λαιμό, του παλμού εκεί στα χαμηλά, της αναστάτωσης, της Καύλας.


Ναι, σιγουράκια μου. Ναι, καλοβολεμενάκια μου. Ναι, απαθή πλασματάκια των όξω-από-δω- επιθυμιών μου. Ναι, χλιαρένιοι μου...





Σας παίζω, επειδή μπορώ!


.