Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Στη χώρα της σκιάς



Μια φορά ήταν μια χώρα, στην οποία έπεφταν αρρώστιες η μια μετά την άλλη. Ο χάρος είχε πολύ δουλειά να κάνει. Τόση πολύ, που δεν προλάβαινε ποιον να πρωτοπάρει. Οι αρρώστιες, χτύπαγαν τους νέους σε ηλικία. Κι όχι αυτούς που ήταν η σειρά τους να πεθάνουν. Κι έτσι, εκείνη η χώρα δεν είχε πια ζωή...


Στη χώρα αυτή, ζούσε ένα παλικάρι. Ήταν το μόνο που δεν το είχαν πειράξει οι αρρώστιες. Ποιος ξέρει γιατί. Μα, είχε μείνει μόνο του γιατί είχε χάσει όλη του την οικογένεια. ΄Ετσι, μιας και ένιωθε τόσο δυστυχισμένο, αποφάσισε από μόνο του να πεθάνει. Και ξάπλωσε μια μέρα σ’ ένα ντιβάνι και είπε: «Τώρα θα πεθάνω!». Και πέθανε...


Το παλικάρι, μετά το θάνατό του, πήγε στη χώρα της σκιάς. Περιπλανήθηκε για πολύ κι έψαχνε τους δικούς του. ΄Ομως, δεν έβρισκε κανέναν. Εκεί που περπάταγε, τον βρήκε ο χάρος που αμέσως είδε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν. «Δεν ανήκεις εδώ», του είπε, «δεν ήρθε ακόμη η ώρα σου να πεθάνεις. Κι εδώ κάτω, στη χώρα της σκιάς, έρχονται μόνο όσοι φέρνω εγώ. Γι’ αυτό, σήκω και φύγε»...


Μα το παλικάρι, δεν ήθελε να φύγει. Είπε του χάρου πως δεν θέλει να γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε κανέναν. Και δεν την άντεχε άλλο τη ζωή. Ο χάρος όμως επέμενε και του είπε πως είναι αδύνατον να τον αφήσει να μείνει εκεί. Κι άλλο μην επιμένει. Θα γύρναγε πίσω ούτως ή άλλως. Μα επειδή τον λυπήθηκε κιόλας, του είπε να διαλέξει από τη χώρα της σκιάς κάτι και να το πάρει μαζί του ώστε να μην αισθάνεται μόνο του...


Και το παλικάρι, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, έκανε ότι του είπε ο χάρος. ΄Εψαξε, έψαξε και βρήκε τι να πάρει. Σε ένα σκοτεινό μέρος μιας μεγάλης σπηλιάς, είδε μια στοίβα με ιστορίες, παραμύθια και μύθους πολλούς. Πάντα του άρεσαν του παλικαριού τα σκευάσματα της φαντασίας. Και πάντα εύρισκε σ’ αυτά κάτι από τον εαυτό του. Του άρεσε να χάνεται σε κόσμους μαγικούς. Κι έτσι,τα φορτώθηκε στην πλάτη κι έκανε να φύγει...


΄Ομως, απ’ τη χώρα της σκιάς αλώβητος δεν γυρνάει κανείς. Ο χάρος, έπρεπε να πάρει και κάτι απ’ αυτόν μέχρι την φορά που οριστικά θα τον έφερνε εκεί κάτω...


Και το παλικάρι γύρισε πίσω στη χώρα του. Γύρισε αφήνοντας στον χάρο τα δυο του μάτια. Στη θέση τους υπήρχαν πια δυο μαύρες τρύπες...


...είχε όμως τις ιστορίες που από κει και πέρα τον οδηγούσαν...


.