Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ξηγήσου μόρτικα




Στρίψε μου ένα και κάτσε να τα πούμε. Βαρύ το θέλω. Όπως τη ματιά μου όταν σε κοιτάει εξερευνητικά από πάνω μέχρι κάτω. Όπως τα υπονοούμενά μου όταν στέκονται μια στιγμή παραπάνω στων χειλιών σου το άνοιγμα. Όπως το χάδι μου όταν γίνεται λίγο πιο έντονο απ’ όσο χρειάζεται ώστε να περάσει στο πιο πέρα στάδιο της αφής.


Βάλε μου κι ένα πάγο στο ποτήρι. Να ακούσω τον ήχο που κάνει το υγρό όταν δέχεται ένα σώμα στέρεο. Να πιάσω και μια πιτσιλιά στον αέρα την ώρα που πηγαίνει να ξεφύγει και να την αφήσω να τρέχει στο δάχτυλό μου πάνω.


Και θα γείρω το κορμί μου πίσω. Θα χαϊδέψω νωχελικά τον λαιμό και θα βάλω το ένα μου πόδι πάνω απ’ τ’ άλλο. Κι ύστερα, θα σε καρφώσω με το βλέμμα μου.


Τι μήνυμα σου δίνω; Τι θέλω να σου μεταφέρω; Τι νομίζεις πως έχω ανάγκη να σου πω; Τι καταλαβαίνεις; Φταίει ο τρόπος; Η γλώσσα που μιλάει χωρίς να βγάζει λέξεις; Η ανάσα που διαχέεται καυτή; Είναι κάτι που θέλω να νιώσω; Να δω; Να μάθω;


Ίσως...


Και τώρα μίλα μου. Πες ότι έχεις να μου πεις. Ότι θέλεις να μου κάνεις. Όπως θα ήθελες να με δεις. Ή μήπως περιμένεις την κατάλληλη στιγμή για να γίνει αυτό; Και ποια είναι αυτή; Η δική σου κατάλληλη στιγμή μήπως; Κι αν δεν ταιριάζει με τη δική μου; Το σκέφτηκες αυτό;


Άσε με να πιω μια γουλιά και συνεχίζεις. Κι ας μην άρχισες ακόμη. Με κοιτάς πώς πίνω; Αγγίζω το ποτήρι απαλά. Κρύο είναι. Μ’ αρέσει η αίσθησή του. Μα το ποτό που κυλάει μέσα μου είναι καυτό. Όπως και η λέξη που μόλις σκέφτηκες. Πες την.


Δε τη λες, ε;


Θα το πάω λίγο πιο κει. Να δω μέχρι πού μπορείς να φτάσεις. Εγώ ξέρω για μένα. Μα θέλω να δω αν εσύ είσαι αλλιώς. Είσαι; Πόσο θα ’θελα να είσαι διαφορετικός. Πόσο θα ’θελα να μη πλέξω πάλι ένα σενάριο χωρίς να αναγκαστώ να το ξηλώσω για να σχηματίσω ξανά ένα καινούργιο κουβάρι.


Μα...


Ακόμη δε μιλάς, ε; Μη μου πεις πως δεν σ’ αφήνω. Αν ήθελες να μιλήσεις τόση ώρα, θα είχες βρει και τον τρόπο. Ξέρεις τι θα μου άρεσε; Μια πρωτοτυπία. Ένα σκάσε. Ένα βούλωσέ το. Ένα πάψε να με κοιτάς έτσι. Και να ’ρχόσουν μια ανάσα μακριά απ’ το πρόσωπό μου και να άρχιζες να μιλάς. Δυνατά. Στιβαρά. Με πατημένες τις λέξεις. Με βλέμμα μες το βλέμμα. Και να αρχίσεις να μου ξεδιπλώνεσαι. Να μου ανοίγεσαι. Να μου δείχνεσαι.


Μα φοβάσαι. Τρέμεις. Εσένα. Όχι εμένα. Γιατί είσαι άλλος ένας απ’ αυτούς που το βάζουν στα πόδια όταν βλέπουν τον εαυτό τους κατάματα. Και είναι στιγμές που μέσα μου βλέπεις εσένα. Το ξέρω. Ότι και να πεις, το ξέρω από πριν. Μα γουστάρω να ακούω εξηγήσεις χωρίς σελοφάν. Χωρίς φιόγκους και περιτυλίγματα. Γουστάρω συμπεριφορά καθάρια. Με υπόκρουση. Με ηχώ. Με βάθος. Με στεναγμό.


Γι’ αυτό κάτσε και ξηγήσου μόρτικα.


Μπορείς;


.