Κι έρχονται στιγμές που διώχνεις από πάνω σου το πάπλωμα το βαρύ και μες την απερισκεψία (;) την λαχτάρα (;) την ασυνειδησία (;) την ορμή (;) και την οργή(;) μα πιο πολύ το ως εδώ που σου καρφώνεται στα χείλη και κάνει το αίμα σου να χύνεται μπουκιές μπουκιές στα στήθια σου επάνω, αποφασίζεις να τερματίσεις, να σκίσεις, να διαλύσεις και να κάψεις το επόμενο ίδιο δευτερόλεπτο. Και θες να το δεις να ανασαίνει, ν’ αλλάζει χρώμα, να φωνάζει τον ήχο τον δικό του, τον καινούργιο, τον αλλιώτικο, τον διαφορετικό. Το ναι, το τώρα, το όχι μετά!
Και σηκώνεσαι και γδύνεσαι και αποδύεσαι εαυτόν (;) Και μεταμορφώνεσαι σ’ αυτό που ξέρεις (;) πως είσαι, πως θα γίνεις, που το θες, που το επιθυμείς, βρε αδερφέ. Και πως ξέρεις ως το τελευταίο σου κύτταρο πως θα ανασάνεις μόνο αν πεις στοπ. Και το λες, το δείχνεις, το γράφεις, το πετάς κατάμουτρα. Και φεύγεις και θες να περπατήσεις μια διάβαση ακόμη. Χωρίς φως. Κι αυτό είναι που γουστάρεις ηδονικά. Που δεν βλέπεις.
Θα μου πεις, είναι εποχή για μεταβάσεις; Ναι, μάγκα μου, είναι. Γιατί το μετά, ούτως ή άλλως δεν στο εξασφαλίζει καμία πουτάνα ζωή. Μόνο ένας θάνατος σου γνέφει. Και θες να τον φιλήσεις με χείλη που τρέμουν ταχύτητα. Κι έτσι το χτυπάς. Παραιτούμαι τους λες κι ότι καταλάβουν. Μα μέσα σου, ξέρεις (;) νιώθεις, βλέπεις (;) πως αρχίζεις. Κάτι άλλο. Κάτι που το παίρνεις απ’ τα μαλλιά και το φέρνεις μπροστά σου και του λες: Αφού μέσα μου ήσουν, φανερώσου κι άσε τα μάτια σου να δω.
Σε εποχές δύσκολες-μα και πότε εύκολες ήταν; Σε εποχές ρημαγμένες από όσους νιώθουν ρημαγμένοι, σε εποχές σκοτεινές, μια σκοτεινιά φτιάχνω δική μου. Κατάδική μου. Κι αν ακόμη ένα λάθος είναι, θα το χαρώ όσο δε πάει. Γιατί, το προκάλεσα εγώ. Κι άλλος κανείς.
Δεν παραιτήθηκα από μια δουλειά χρόνων με «εξασφαλισμένο μέλλον» (;) για την καύλα της στιγμής. Έσκισα όμως μια προδιαγεγραμμένη αφαίμαξη της εναπομείνασας ψυχής μου. Με σκοπό να της βάλω ένα κομμάτι παραπάνω. Απ’ τα σπλάχνα μου που τόσο καιρό φώναζαν να ακούσω την κραυγή τους.
Επιτέλους, ένα τέλος ακόμα!
Αφιερωμένο σε μια αρχή που δεν ξέρω πού θα με πάει. Μα έχω σκοπό, να την πάρω απ’ το χέρι...
.