Μια εικόνα με δάχτυλα πλεγμένα σε απόσταση μηδενική μέσα από του νου την κατρακύλα. Υπάρχει το μετά; Γιατί; Υπήρχε το πριν; Κι έρχονται στιγμές σε παραλήρημα ακροβατώντας στο καρφί, εκεί πάνω στην κόψη που θα γευθεί το αίμα της τελευταίας στιγμής. Εκείνο που δε φαίνεται, εκείνο που δεν θα διαγνωσθεί, εκείνο που δεν ζητά να χυθεί μπροστά σε μάτια αλλοπαρμένα. Άνοιξη, θαρρείς, ήρθε να δρέψει εκείνο το στεφάνι με τις λαμπρές τοξοβολιές που γδέρνουν τ’ άστρα. Άνοιξη κι όταν είχα πρωτοφιλήσει εκείνον τον δαίμονα που ακόμη με γιατρεύει. Κι ΄Ανοιξη όταν ξεψύχησα ξανά στην αγκαλιά του.
Σε λατρεύω σου είπα και ανταπέδωσες με σκοινί δεμένο στο λαιμό. ΄Ετσι είναι το ξέπλυμα των ευχών; Έτσι ανώδυνο είναι αγαπημένε μου; Έτσι εύκολα λες το αντίο από κάτι που εσύ ο ίδιος έφερες πρώτος μέσα από το σύμπαν; Το ξέρεις πως εδώ θα τριγυρνάς κι εγώ θα σε σταυρώνω ξανά και ξανά. Όχι γιατί είσαι προορισμένος για αιώνια ανάσταση, μα γιατί το σκαρί μου είναι από γνήσιο μετάξι. Αυτό που τσαλακώνει και που φοριέται σα να μην έφερε ούτε μια γύρα γύρω από τον πνιγμένο μου λαιμό. Κι έτσι έχω κάθε δικαίωμα να σου προκαλώ ακόμη ένα αγριεμένο ένστικτο. Αυτό, της σκόρπιας επιβίωσης μέσα από την αυθύπαρκτη ανυποταξία σου μπρος στη σειρά των σκουριασμένων πολυβόλων. Ρίξε στην καρδιά, λέει το βλέμμα σου, μα επίτηδες στοχεύω σύννεφα. Κι ας ξέρω πως η δική μου ανάσταση δεν θα έρθει ποτέ.
Στη νύχτα βγαίνεις με την πλάτη κρυμμένη στα στενά. Αλυχτάς άγρυπνο σπέρμα αιώνιας σιωπής και φτύνεις στα σοκάκια έναν έρωτα ακόμη. Έτσι σ’ έμαθαν; Έτσι σε βύζαξαν; Έτσι σου έλεγαν στα νανουρίσματα πως κάνουν τα αγρίμια; Όπως και να ήταν εσύ έτσι το μετέφρασες. Κι από τότε σκορπιέσαι στις φωνές. Του εδώ. Του εκεί. Του τίποτα. Κι ύστερα γονατίζεις παρακαλώντας για μια πληγή ακόμη. Εκείνη της μη μετάνοιας για πράξεις που δεν έκανες. Κοντά σου, μια στάλα ακόμη φερμένη απ’ του παράξενου τα μέρη. Εκείνα που ούτε σαν πνεύμα δεν θα αγγίξεις γιατί φοβάσαι μη χτυπήσεις πάνω στην ταμπέλα των μαρκαρισμένων. Έχετε κάνει κράτηση, παρακαλώ; Κι εσύ γδέρνεις με τα νύχια σου την είσοδο.
Ξεφεύγεις. Τούτη τη λέξη δεν την ξεχνώ κι ας έκανα πως πέρασε. Το ξέρεις πως οι θάλασσες οι άπατες ολοένα και διψούν; Το ξέρεις πως όση αλμύρα έχουν μέσα τους, άλλη τόση γλύκα τις παρασέρνει; Σου ψιθύρισαν άραγε πως το ίδιο είναι τόσο ίδιο με το διαφορετικό; Ξεφεύγω, ναι. Ίσως και να ξεφεύγω. Από κάτι που ήμουν. Από κάτι που έγινα. Από κάτι που δεν ξέρω καν πως είμαι. Από τα όλα μου. Από τα πάντα μου. Από τα ανομολόγητά μου. Αυτή τη φορά το φευγιό μου ανακατεύτηκε με ουσία. Κόκκινη. Σε ποτήρι γυαλάδας. Κι όταν ανακατεύονται οι ουσίες δύο πράγματα μπορείς να κάνεις. Ή να τις χωνέψεις ή να τις ξεράσεις. Δε ξέρω γιατί, μα πάντα προτιμούσα το ξέπλυμα. Ευτυχώς που υπάρχουν και μερικοί που νομίζουν πως καταλαβαίνουν αρκετά. Κι έτσι, διαχέεις λίγο περισσότερο τη σύγχυση. Ώσπου να αποφασίσεις να θάψεις ακόμη ένα ναι, ένα όχι, ή ένα ίσως. Που ακόμη το βαστάς σφαλισμένο στην εξαφανισμένη σου ορμή.
Άλλη μια εβδομάδα για να θυμίζει ΄Ανοιξη. Δε θέλω. Σου είπα πως δεν θέλω υπενθυμίσεις; Όταν με μάθεις κι άλλο, αν αντέξεις να με μάθεις κι άλλο, τότε θα διαπιστώσεις πως κάθε νύχτα που περνώ είναι ακόμη ένα αντίο σε ένα κορίτσι που....
...κάποτε φορούσε σταυρό στο στήθος...
.