Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Καπνός και κάτω


Τα υπόγεια θέλουν καπνό για να ανασάνουν. Υγρά ποτήρια με στάλες ουρανού στις πτυχές τις γυάλινες. Ορέξεις απόκοσμες με άρωμα βαρύ. Έως πνιγηρό. Ένα τρένο μπλε στις νότες διασχίζει τα βλέφαρά μου. Και μια υποψία ιδρώτα πριν ανασάνω το ήρθα...

Σκίσιμο στο πλάι σε φούστα στενή λίγο κάτω από το γόνατο. Στη ραφή δυο πετροκέρασα να κρύβουν το φιλί που τα ενώνει. Και στο στρίφωμα μια παράνομη αφή. Για όποιον ξέρει πού να αγγίξει, ο παράδεισος μπορεί να περιμένει πριν το βήμα για την κόλαση. Όποιος τολμά, ενδέχεται να μην έχει αύριο...

Άναψα ένα πούρο δυο δάχτυλα μακρύτερο απ’ το παρελθόν μου. Και ποιος ξέρει να κρίνει το γιατί; Έχει γούστο να τους κοιτάς να σε εξερευνούν χωρίς να γλύφουν καν το πάνω χείλος τους από γνώση. Δαίμονες στα καταγώγια χωρίς καν την ετικέτα της λαγνείας. Σικέ παρθενοραφές για εξαιρεμένους παίκτες ενός αγκωμαχούντος οργασμού. Και πώς να ενώσω τις πληγές μου για να ξεγελάσω την απουσία επιθυμίας;

Πόδια μισάνοιχτα σε σκιές από ημίφως. Χορτασμένα Φθινόπωρα με λιανή ομίχλη. Στο πιάτο, παρακαλώ, θα ήθελα και δυο ανεμώνες. ΄Η μήπως πέρασε ο καιρός τους; Αν είναι έτσι, ορέγομαι φιστίκια. Από κείνα με το περίβλημα. Ξέρεις εσύ...

Η γραμμή ανάμεσα απ’ τα στήθια μου πάλλεται. Το σαξόφωνο μοιάζει με στόμα έτοιμο να ρουφήξει τις μελλοντικές μου αναβλύσεις. Σιντριβάνι χυμών ανακατωμένο με βότκα σκέτη.(Δε ζήτησα λεμόνι, μικρέ. Συγκεντρώσου...)

Στο μεσαίο κουμπί της πλάτης βρίσκεται το παραμύθι. Κι αυτοί, εκεί. Να αφουγκράζονται σάπια αναφιλητά από γκόμενες κλώνους. Να παίζουν ζάρια με κοχύλια που βρωμάνε θάνατο. Να αναμασούν την ίδια λέξη ξανά και ξανά. Να ρίχνουν βλέμμα κενό μπας και καταφέρουν να στραγγαλίσουν μια νύχτα ακόμη. Και μέσα σε όλα αυτά να αποζητούν τον ηδονικό πνιγμό μου...

Εκεί θα μείνουν. Τους ξέρω. Στην κίνηση νούμερο ένα. Δεν πάνε οι ράγες παρακάτω. Μέχρι να πιω άλλο ένα φαρμάκι γαρνιρισμένο με ενός κεραυνού το λίκνισμα, θα έχουν ξεραθεί στον ύπνο για να δουν την υπόλοιπη ζωή τους μέσα από καρέ εγκεφαλικών παλινδρομήσεων.

Φτύνω στα μούτρα τους άλλη μια συνήθεια και τινάζω απ’ τα μαλλιά μια πυγολαμπίδα. Απόψε ήρθα για να διαπιστώσω ότι εξακολουθώ να απομακρύνομαι.

Την αλήθεια μου πολλοί μισήσαν.


Πόσο μάλλον το ψέμα που ακόμη δε φίλησα...






.