Ανέκαθεν έβρισκα στο μηδέν μια λύτρωση ορθολογιστική. Παρόλο
που μπορείς να φτιάξεις τη διάμετρο όση και το μπόι σου ή ακόμη και
τοσοδούτσικη σα ξωτικό κρυμμένο κάτω από δηλητηριώδες μανιτάρι, εκείνο το
κυκλάκι ορίζει τη δική του ιστορία. Δεν έχει και γωνιές για να κάθεται κι η
σκόνη. Λίγο είναι να μη σκέφτεσαι ακόμη μία υποχρέωση?
Ανέκαθεν προσδοκούσα ανάταση μορφών. Σκεφτόμουν πως χωρίς το
ουδέν, δεν υπάρχουν περιττοί. Μα ούτε και άρτιοι. Ουδέν κακόν, που λέει και ο
ήλιος. Μηδένα προ του τέλους, απαντάει η βροχή. Ωστόσο, μαζί με τα καιρικά
φαινόμενα οι κύκλοι επανέρχονται.
_Να, κάπου εδώ ήρθαν στο νου τα μάτια σου.
_Σμαράγδια με κάτι από βυθό.
_Σ’ αγαπώ και θα.
Ανέκαθεν εκλιπαρούσα για βύζαγμα μαμής. Ήθελα να καταγράψω
ακόμη μία παραμάνα. Να καρφώσω ένα σταυρό στα χείλη κι ύστερα να κοκκινίσω το
πρώτο μου αυτοφυές τετράδιο. Σκούρο μπλε σα το εσώρουχο του αρραβώνα μας. Με
ίσιες παραστάσεις, επειδή σου αρέσει η τάξη. Και μ’ ένα σκισμένο κομμάτι άκρης
για να θυμίζει φαγωμένη πεθυμιά.
_Ξεσκίσαμε τις σάρκες μας εν τέλει.
_Αντιλόπη και αγέρας σημειώσατε μηδέν.
_Πόσο λατρεύω το μηδέν.
Ανέκαθεν ζωήρευα την Άνοιξη. Να υποθέσω πως ό,τι αρχίζει
ωραίο τελειώνει με φθόνο?
Μπα. Θα αρκεστώ στο «ο» της λανθασμένης ορθογραφίας του «ω».
Είναι κι αυτό μια από/φαση.
.