Θα μου πεις, υπάρχουν και τα όμορφα και τα μελένια καθώς και
τα ζεστά. Τα καυτά, τα ζωηρά, τα φωτεινά. Εντάξει, δε λέω. Ακούγοντας κάποιες
νότες μπουζουκιού, θες την τελευταία σου πνοή να την αφήσεις στην αλμύρα. Κι ας
έχει και φουρτούνα. Κι ας μυρίζει ψαροκάικο. Κι ας νιώθεις πως έχεις να κλάψεις
γοερά κάτι μήνες και βάλε.
Θα μου πεις, υπάρχουν κι αυτοί εκεί έξω. Με καρδιές
σπασμένες σε κομμάτια της ουγγιάς. Της σήψης. Του παραμυθιού. Ξέρω πως θέλουν
φίλημα. Γνωρίζω πως θεν το χάδι. Ελπίζω, να αναζητούν έναν έρωτα κι ας είν’ ο
πιο αλήτης. Ο πιο μούργος. Ο πιο αγροίκος, βρε αδερφέ. Χατίρι δεν χαλούν οι
χτύποι την τελευταία τη στιγμή. Αχ, πόσο αγαπώ το αγαπώ. Κι ας μη πιστεύω πια στις
επιγραφές. Το στοίχημα είναι να φορέσω ακόμη ένα νούμερο μικρότερο. Να σφίγγει
τα στήθια στο σημείο του πνιγμού. Κι αν έρθει να με λευτερώσει ο μονόκερος, να
τον πάρω μαζί μου για ποτά.
/αγρυπνώ με τις πηγές/
Θα μου πεις πως υπάρχεις κι εσύ. Που αργοκαταπίνεις το σάλιο
μου. Που έχεις τη γεύση των σωθικών μου. Που δεν έχεις ακόμη μαγειρέψει τα
μαχαίρια μου. Θα μου πεις πως δεν θες τα πολλά. Τα λίγα. Και τα τίποτα. Και θα
σου πω.
Πως το τίποτα με τίποτα πεθαίνει.
Κι είναι ευλογία να παραμένει μόνο, ανόητο και ευγενώς
απωθημένο.
/γιατί εκεί πέρα θα ψάχνει ακόμη το γιατί/
Χάρισμά του.
.