Καλό μου παραμύθι όλο και μεγαλώνεις. Καμιά φορά αυθάδικα γελώ κι ας ξέρω πως θυμώνεις.
Πού να χωρέσω τις σελίδες σου και πού να σ’ ακουμπήσω; Σαν σε διαβάζω απ’ την αρχή ξεχνιέμαι, καταριέμαι μα τίποτα δεν θα σου σβήσω.
Σε γράφω στα σκοτάδια, μόνη με το φως του φεγγαριού μέσα στο κάτασπρο κελί μου. Κλειδαριές βαριές μου ’βαλαν οι καινούργιοι δεσμοφύλακες γιατί οι παλιοί φοβήθηκαν τη δύναμή μου.
Και δώσαν προσταγή καλά να με φυλούνε μα δεν ξέρουν πως οι βοηθοί μου έξω τριγυρνούνε. Μη ξεφύγω,λένε, και γεμίσω τον κόσμο αστραπές μα οι φίλοι οι δικοί μου αψηφούν τις φυλακές.
Σαν ακουμπούν στα σύνορά μου με μούχλα τα γεμίζουν, πάνω απ’ τα μάτια με κοιτούν φωνάζουν και με βρίζουν.
Και γω στην πέτρα μου επάνω τους κοιτώ και κοροϊδεύω, τα στήθη μου πιάνω και τα δυο, τα σφίγγω τα χαϊδεύω. Κι άλλοτε ξόρκια μαγικά τους ρίχνω με λαγνεία κι εκείνοι τρέχουν να κρυφτούν, φοβούνται τη μανία.
Κι ύστερα μόνη μου ξανά γράφω για όνειρα
και για γαλάζιους ουρανούς
και οι σελίδες μου είναι υγρές από βροχή και κεραυνούς.
Κι έτσι το παραμύθι δεν έχει τελειωμό…
Μα σαν με κάψουν στην πυράλέξεις θα πηδήξουν με δόντια κοφτερά
και γω μέσα απ’ τις φλόγες δυνατά θα τους χλευάζω
και μες το παραλήρημα όλο μορφές θ’ αλλάζω...