Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Παρα-φρονώ!






Προχώραγε στη χώρα του τίποτα κι έπεσε ένα γαμίδι στο κεφάλι της. Από κάποιο παραθύρι ξέφυγε και της ήρθε στο δόξα πατρί. Έτσι είναι με τα γαμίδια. Εκσφενδονίζονται κι όποιον πάρει ο χάρος. Άραγε σαν παίρνει ο χάρος το κάνει καλά ή είναι κι αυτό ξενέρωτο όπως με τον Αντώνη; (άσχετο). Φόραγε τα μίνια με την κάλτσα τη σιλικονάτη μέχρι το μπούτι και το πουκάμισο ξεκούμπωτο ίσαμε κάτω. Έτσι γουστάρει να περπατάει. Να γλύφει ο αέρας τα σωθικά. Κι όταν ο καιρός το ξεπαγιάζει το πράμα, ακόμη καλύτερα. Όλο και κάποιος πρόθυμος θα βρεθεί να τη ζεστάνει.


Μα στη χώρα του τίποτα, κι αυτό σπάνιο είναι. Μόνο γαμίδια υπάρχουν. Ξεπεταμένα, πούστικα, λερωμένα, αχρεία γαμίδια του κερατά. Που νομίζουν πως επειδή τα ξεστόμισε κάποιος πήραν κεφάλι. Χα! Σιγά το ουσιαστικό που θέλει και πρόθεση (ρε συ, τι να κάνει ο Βασιλάκης; Να ’μαθε πού του ’παν τα τέσσερα;).


Ο ήλιος χασκογέλαγε και της έσπαγε τα τσατάλια. Της αρέσει η βροχή και το λέει. Κάποιος μαλακοκαυλάκος της είπε τις προάλλες πως το λεν πολλοί αυτό γιατί είναι μόδα. Ρε άντε πάγαινε να κουρέψεις κάνα πρόβατο που θα μου πεις εμένα τι μ’ αρέσει και γιατί. Κι αν κάποιος δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτό που γουστάρει, θα φανεί στη συνέχεια. Μα εδώ στη χώρα του χάμου η υπο-στήριξη έχει πάει περίπατο. Θέλει χαπάκι ανόρθωσης. Και ποιος έχει κάτι για να του ανορθωθεί εδώ που τα λέμε; Όλοι στο ψαχτήρι το ’χουν ρίξει. Κρίμα την υπόθεση που θέλει να δώσει και ρεπό στις ψιχάλες.


Η κατατραπακιά με το γαμίδι την συνέφερε κάπως. Έπιασε τον πόντο που πήγε να της φύγει και τον έδεσε γύρω απ’ τον λαιμό. Ύστερα βρήκε ένα δέντρο που αντί για κλαριά είχε οχιές σφυρίζουσες. Την κέρασαν δηλητήριο και το ’πιε μονοκοπανιά. Χασκογέλασε σαν αλήτρω και κάθισε ανακούρκουδα στη ρίζα. Ο ήλιος έδυε κι εκείνη ατένιζε τους πέρα κάμπους.


Σαν άρχισε να ποτίζει με το καυτό της ρυάκι τα ξερόχορτα, μια αστραπή φάνηκε απέναντι στην χώρα του φεύγα. Σιγά μη πήγαινε από κει. Το κουνημένο της μυαλό της υπαγόρευε πως αν σερνόταν με την όπισθεν θα χτύπαγε την τελευταία της λατρεμένη ηδονή στ’ αχαμνά. Και ο ήχος που θα έβγαζε αυτός ο καριόλης θα ’ταν βάλσαμο στην λογική της. Από καιρό ήθελε να θεραπεύσει το «πρέπει». Καιρός να παραφρονήσει απενοχοποιημένη. Για να το χαρεί περισσότερο.


Ξεκίνησε με βλέμμα υστερικό. Στον δρόμο θα έγδερνε τον χρόνο απ’ την ανάποδη. Γουστάρει να πηγαίνει κόντρα στην ζωγραφιά που την έχουν κλεισμένη. Να δεις που θα βρει και τρόπο να σπάσει την κορνίζα. Έτσι γίνεται με τις αλόγιστες λόγιες του λόγου. Γαμούν τα σύννεφα να χύσουν μέλι. Κι αυτή ότι είχε αρχίσει να επαναπροσδιορίζεται...


.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Στη χώρα της σκιάς



Μια φορά ήταν μια χώρα, στην οποία έπεφταν αρρώστιες η μια μετά την άλλη. Ο χάρος είχε πολύ δουλειά να κάνει. Τόση πολύ, που δεν προλάβαινε ποιον να πρωτοπάρει. Οι αρρώστιες, χτύπαγαν τους νέους σε ηλικία. Κι όχι αυτούς που ήταν η σειρά τους να πεθάνουν. Κι έτσι, εκείνη η χώρα δεν είχε πια ζωή...


Στη χώρα αυτή, ζούσε ένα παλικάρι. Ήταν το μόνο που δεν το είχαν πειράξει οι αρρώστιες. Ποιος ξέρει γιατί. Μα, είχε μείνει μόνο του γιατί είχε χάσει όλη του την οικογένεια. ΄Ετσι, μιας και ένιωθε τόσο δυστυχισμένο, αποφάσισε από μόνο του να πεθάνει. Και ξάπλωσε μια μέρα σ’ ένα ντιβάνι και είπε: «Τώρα θα πεθάνω!». Και πέθανε...


Το παλικάρι, μετά το θάνατό του, πήγε στη χώρα της σκιάς. Περιπλανήθηκε για πολύ κι έψαχνε τους δικούς του. ΄Ομως, δεν έβρισκε κανέναν. Εκεί που περπάταγε, τον βρήκε ο χάρος που αμέσως είδε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν. «Δεν ανήκεις εδώ», του είπε, «δεν ήρθε ακόμη η ώρα σου να πεθάνεις. Κι εδώ κάτω, στη χώρα της σκιάς, έρχονται μόνο όσοι φέρνω εγώ. Γι’ αυτό, σήκω και φύγε»...


Μα το παλικάρι, δεν ήθελε να φύγει. Είπε του χάρου πως δεν θέλει να γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε κανέναν. Και δεν την άντεχε άλλο τη ζωή. Ο χάρος όμως επέμενε και του είπε πως είναι αδύνατον να τον αφήσει να μείνει εκεί. Κι άλλο μην επιμένει. Θα γύρναγε πίσω ούτως ή άλλως. Μα επειδή τον λυπήθηκε κιόλας, του είπε να διαλέξει από τη χώρα της σκιάς κάτι και να το πάρει μαζί του ώστε να μην αισθάνεται μόνο του...


Και το παλικάρι, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, έκανε ότι του είπε ο χάρος. ΄Εψαξε, έψαξε και βρήκε τι να πάρει. Σε ένα σκοτεινό μέρος μιας μεγάλης σπηλιάς, είδε μια στοίβα με ιστορίες, παραμύθια και μύθους πολλούς. Πάντα του άρεσαν του παλικαριού τα σκευάσματα της φαντασίας. Και πάντα εύρισκε σ’ αυτά κάτι από τον εαυτό του. Του άρεσε να χάνεται σε κόσμους μαγικούς. Κι έτσι,τα φορτώθηκε στην πλάτη κι έκανε να φύγει...


΄Ομως, απ’ τη χώρα της σκιάς αλώβητος δεν γυρνάει κανείς. Ο χάρος, έπρεπε να πάρει και κάτι απ’ αυτόν μέχρι την φορά που οριστικά θα τον έφερνε εκεί κάτω...


Και το παλικάρι γύρισε πίσω στη χώρα του. Γύρισε αφήνοντας στον χάρο τα δυο του μάτια. Στη θέση τους υπήρχαν πια δυο μαύρες τρύπες...


...είχε όμως τις ιστορίες που από κει και πέρα τον οδηγούσαν...


.

Παιχνίδια με τις (λ)έξεις




Όνειρο. Ξύπνησε και φόρεσε μπουρνούζι λευκό. Τεντώθηκε και τίναξε τα μαλλιά του με μια κίνηση. Έβ(γ)αλε έναν ψίθυρο πίσω, εκεί που ανήκε. Σε κάτι χείλη ζωντανά που ακόμη δεν είχαν ξυπνήσει. Πήγε στην κουζίνα. Φόρεσε τη μάσκα των εν-νέα με πέντε. Ήπιε καφέ και (ξε)κλείδωσε. Βγήκε...


Σιωπή. Γονάτισε κάτω απ’ το κρεβ-άτι. Κάτω απ’ το τραπέζι. Ακόμη και κάτω απ’ τον καναπέ. Τι(ποτα)! Πού είχαν πάει τα φωνήεντα; Το ήξερε πως το «α» θα είχε παρα-σύρει και τα υπόλοιπα. Είχε δυνατή φωνή αυτό το «α». Ήξερε να επι-βάλλεται. Σηκώθηκε. Είχε λερώσει τα γόνατά της και έκανε μια γκριμάτσα ροζ. Να πάρει η ευχή. Θα συμ-βιβα-στεί πάλι με συμ-φων(ι)α που δεν θέλει...


Συνάντηση. Στο ασανσέρ του κτιρίου που τους έθρεφε με ξεπε(ρα)σμένες συγ-κινήσεις. Της έκλεισε το μάτι πονηρά και του ’κανε χαμόγελο. Πάτησαν το Νο 5 και οι δυο. Τα δάχτυλά τους άγγιξαν λίγο ουρανό κι ένα άστ(ρ)ο αποφάσισε εκείνο το βράδυ να γίνει περισ(σσσ)σότερο μωβ απ’ ότι βαφ-όταν συνήθως...


Ρ(αντε)βού. Στις δέκα για συνηθισμένες απολαύσεις περι-λαμβάνουσες μουσική και φαγητό. Απαραίτητες όμως για μια αρχική καθώς πρέπει γνωριμία δυο ταιριαχτών φαινομενικά χαρακτήρων που ίσως (απο)δεικνύονταν στη συνέχεια ένα φιάσκο και μισό. Μα χωρίς ρίσκο πώς θα δια-πιστωθεί αν το όνειρο ζει στη σιωπή;


Εμ-πνέω. Χωράφι του νου η φαντασία του και το ήξερε. Πέρ-ασε στο λαιμό το κόκκινο μεταξωτό μαντίλι κι αντί να το δέσει κόμπο, το έσκισε σε δυο μεριές. Ύστερα έκλεισε το μάτι στον καθρέφτη. Η (αντι)θεση του σχετικά με τα πράγματα ήταν να τα βλέπει πάντα ανα-σκευάζοντας τρόπους ασύμ-βατους με το συν-εθισμένο. Την είδε μα την είχε φανταστεί αν-επιτήδευτη. Η πρώτη εν-τύπωση ήταν ξεν-ερωτική...


Απ(απ)αστρα-πτουσα. Ήρθε στην ώρα της φερμένη από όραμα, οπ-τασία ενός σκοτεινού ρυθμού μέσα από του κατα(ρ)ρα-κτη τη ροή. Ξέ-πλυνε όλο το βράδυ μνήμες λικνίζοντας το γυμνό της κορμί κάτω από τις στάλες της (πε)περασμένης της ζωής ρέοντας πορτοκαλί από-ηχους. Μέχρι το τέλος της νύχτας είχε μετα-μορφωθεί σε μια καινούργια ανυπα(ρ)ξία που απο-ζητούσε ακόμη κάποια ατίθασα χαμένα φωνήεντα...


Χώρισαν πριν καν ξανα-βρεθούν, κάτω από τις στάλες μιας υγρής ομίχλης που άπλωνε την παρ-ουσία της στο πλακόστρωτο. (Χαμο)γέλασαν διαπιστώνοντας πως είχαν φτιάξει μια εξ-αίρεση που τους έδωσε έναυσμα να συνεχίσουν την πορ(ν)εία τους ακροβατώντας σε τρι(γ)μμένα γεφύρια αναζητώντας πολέμιους χαμένων σιωπηλών ονείρων για να απο-δείξουν πως οι κανόνες επι-βεβαιώνονται κάπου γύρω στο (ε)ξημέρωμα...


...κι ήταν ακόμη μεσα-νυχτα...

.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Θέλω να πω αντίο...






Είναι μέρες τώρα που μου τριγυρνάει στο μυαλό. Βλέπεις, οι αλλαγές στη ζωή μας έρχονται όταν δεν τις έχουμε γραμμένες στα δικά μας τα τεφτέρια. Είναι γραμμένες σε κάποια μακρινά αστέρια και ορίζουν εκείνες τον χρόνο που θα εμφανιστούν. Και οι αλλαγές σ’ αυτά που συμβαίνουν μέσα μας, είναι και οι πιο καθοριστικές. Ίσως, γιατί έτσι νομίζουμε πως είναι προς στιγμή. Μετά από καιρό ανακαλύπτουμε πως ίσως, να μην έχει αλλάξει και τίποτα στην τελική. Και να ήταν απλά, μια στροφή σαν όλες τις άλλες τις στροφές...


Μιας και δεν μπορώ εύκολα αυτή τη φορά να παλέψω την αντάρα που θεριεύει μέσα μου και δυστυχώς η μέθοδος που είχα έως τώρα αυτή τη φορά δεν δούλεψε- μεγαλώνοντας, λέει, αλλάζει και η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις του σώματος - κι έτσι «δεν έγινα δεκτική» στο μαστούρωμα των σκέψεών μου, αποφάσισα να αρχίσω να λέω μερικά αντίο...


Το καλύτερο, ίσως, θα ήταν να πω αντίο σ’ αυτά που αφήνω μόνη μου να με ξεσκίζουν. Σ’ αυτά που μεγαλώνουν τρώγοντας τα κομμάτια της ψυχής μου και σ’ εκείνα τα σκοτάδια που τώρα τελευταία όλο και τα ποτίζω. Κι αυτά, αντί να αραιώνουν, τόσο πιο πυκνά γίνονται. Και γεμίζουν φορτωσιές ολόκληρες με βροχή που γίνεται ανεξέλεγκτη. Τι δύσκολα που είναι αυτά τα αντίο όμως...και πόσο ηδονικά βυθίζεσαι εκεί που ξέρεις πως δεν μπορείς ν’ αναπνεύσεις...


Δυο γραμμένα αντίο κι ένα με τη φωνή μου...΄Ενα που άφησα να υπονοηθεί ως αναπάντητο ερωτηματικό κι ένα άλλο που το δρομολογώ οσονούπω...Τι καταλαβαίνω έτσι, ε; Δεν ξέρω. Μακάρι να ήξερα. Μακάρι να ήξερα το αποτέλεσμα από πριν. Μα νιώθω πως αν αρχίσω να ξεφεύγω έστω κι έτσι, ίσως οι βροντές μου ησυχάσουν για λίγο. Από μένα ξεκινούν και από μένα θα πρέπει να τελειώσουν...

.
Σκέφτομαι πως ορισμένοι θα είναι μια χαρά και χωρίς εμένα. Άλλωστε, με ήξεραν κι από πριν; Το αν θα είμαι κι εγώ μια χαρά χωρίς αυτούς...ναι...κάποια στιγμή θα είμαι κι εγώ. Γιατί να μην είμαι;


Σκέφτηκα να πω κι ένα αντίο εδώ...για πολύ...για λίγο...μα...η «αίσθησή» μου στάζει το αίμα μου. Δεν ξέρω πόσο την πιέζω και πόσο με πιέζει καμιά φορά. Νομίζω πως είμαι εγώ, όμως, αυτή που την πνίγω. Κι ίσως, να πάρει η ευχή, να πνίγω κι άλλους...

.
Αναρωτιέμαι...ορισμένα αντίο που ξέρουμε πως θα τα μετανιώσουμε γρήγορα, γιατί να βιαστούμε να τα πούμε; Παρόρμηση το λένε αυτό και καμιά φορά σαν να μη μπορείς να την αποφύγεις. Σαν να σου φωνάζει πως εκείνη θα νικήσει. Κι έτσι το κάνεις. Και μετά, για εγωιστικούς λόγους τηρείς την ηλίθια απόφασή σου. Ή πείθεσαι πως δεν σκέφτηκες λογικά...ή διαπιστώνεις πως για άλλη μια φορά είσαι βλάκας και ανώριμος κι έτσι αναιρείς ξανά και ξανά. Και αναιρείσαι... Ως συνήθως, δηλαδή...


Μιλούσα με έναν αγαπημένο μου πριν λίγο και μου είπε να του φωνάξω τι είναι αυτό που θέλω αυτόν τον καιρό και τι θα με κάνει να νιώσω την έκρηξή μου. Δίστασα, γαμώτο, μα το ξεστόμισα. Και γέλαγε...αφού ήξερε τι θα πω. Μα δάγκωσα τη γλώσσα μου αμέσως.΄Ετσι κάνω για μια «ιδέα»; ΄Η μήπως...δεν είναι «ιδέα»; Μήπως ονομάζεται....αχχχ...


Μα ότι κι αν είναι αυτό κι ότι κι αν κάνω εν τέλει, θα κλείσω μέσα μου τα λόγια του :


"Πες τα αντίο σου, καρδιά μου. Δεν χρειάζεσαι κι άλλο πόνο να σε κρατάει πίσω. Να είσαι σίγουρη ότι αύριο θα είναι μια άλλη μέρα στην κόλαση. Μα θα βρεθεί άλλος ένας διάβολος να σου δώσει μια ακόμη ελπίδα..."

.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Αγαπημένο μου...



Αγαπημένο μου,


Σου γράφω αυτό το γράμμα και τα σκισμένα του κομμάτια θα τα σκορπίσω στο ποτάμι που πηγαίνω και απλώνω τις σκέψεις μου. Κι όπως εκείνες ανακατεύονται με το ρεύμα και βυθίζονται, διπλώνονται, κυματίζουν, σκορπίζονται, χάνονται κι εμφανίζονται ξανά, έτσι κι αυτές μου οι λέξεις θα κάνουν την πορεία τους μέσα στο υγρό στοιχείο, αλλάζοντας θερμοκρασία, ρυθμό ροής και χρώματα.
.Αν και γνωρίζω πως το παζλ απ’ αυτά τα κομμάτια δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να το σχηματίσει-γιατί άλλα απ’ αυτά θα έχουν διαλυθεί, άλλα θα έχουν ξεπλυθεί, κι άλλα θα έχουν χαθεί-ωστόσο οι λέξεις που θα τα έχουν αποτελέσει, είμαι σίγουρη πως κατά κάποιον τρόπο θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Κι όχι μονάχα ως λέξεις!

Βέβαια, νιώθω πως γνωρίζεις το περιεχόμενο απ’ αυτό μου το γράμμα πριν καν το γράψω. Γιατί είσαι μέσα μου, κομμάτι της ψυχής και της σκέψης μου, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας μου. Κι ίσως ίσως, να μου έχεις υπαγορεύσει κι εσύ ένα μέρος του και να με έχεις προτρέψει να το γράψω. Πώς άλλωστε θα είχα την τόσο έντονη επιθυμία να μεταφέρω στο χαρτί αυτά τα συναισθήματα που νιώθω για σένα και να θέλω κιόλας να γίνουν ένα με τη φύση που μέσα της κινούμαι; Σαν να έχω την παρόρμηση να σκορπίσω τα κομμάτια μας όσο μακρύτερα γίνεται. Κι όχι για να φύγουν από μέσα μου, όχι! Εκεί, θα υπάρχουν πάντα. Μα για να τα κάνω χειροπιαστά, να τα χαϊδέψω, να τα φιλήσω, να τα μυρίσω. Και ξέρεις πολύ καλά, πως μ’ αρέσει να λειτουργώ με όλες μου τις αισθήσεις.
.Αγαπημένο μου,

Είσαι το κομμάτι μου εκείνο που δεν θα το φέρω σ’ αυτόν τον κόσμο. Θα σε κρατήσω στον κόσμο της σκιάς, των ονείρων και της μοίρας. Μόνο που αυτή τη φορά, ρόλο για τη μοίρα σου θα παίξω εγώ. Μη με κατηγορήσεις γι’ αυτό. Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος, καλό ή κακό. Ποιος ορίζει άλλωστε τα νοήματα και ποιος μπορεί να κρίνει τη διαφορά τους ανάλογα με τις στιγμές;
.Είσαι η εικόνα που θα κρατήσω μέσα μου και που θα της δώσω τα χρώματα, το σχήμα και το μέγεθος που ονειρεύομαι. Είσαι η φωνή που ηχεί στο νου μου και που με κάνει να γελάω κάθε φορά πιο δυνατά ή να κλαίω κάθε στιγμή πιο γοερά. Είσαι ο ήλιος και το φεγγάρι μου. Το φως και το σκοτάδι μου. Είσαι...είσαι η βροχή που πέφτει στάλα στάλα μέσα μου. Η δύναμη και η αδυναμία μου. Η φωνή και η σιωπή μου. Είσαι η ευτυχία και η μελαγχολία μου.

Αγαπημένο μου,
.Δεν θα σου γράψω τους λόγους που έχω πάρει αυτή την απόφαση. Ας πούμε πως ορισμένοι κύκλοι έχουν κλείσει κι έχω γίνει...διαφορετική. Ας πούμε πως έχω πάει πλέον σε άλλα μονοπάτια. Ή...ας πούμε πως δεν θέλω να διαπιστώσω πως ακόμη...δεν έχω αλλάξει... Κι ίσως να τα θεωρείς δικαιολογία όλα αυτά. ΄Ισως και να είναι. Δέξου όμως, πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα υπάρχεις στο μυαλό μου και θα μου δίνεις περισσότερη έμπνευση για να κάνω τα αποτυπώματά μου πιο...κόκκινα.

Μη με πεις εγωίστρια. Σκέψου το, μα μη μου το φωνάξεις. Δέξου πως ζεις και θα ζεις μέσα μου και συνέχισε να μου υπαγορεύεις λόγους για να ανασαίνω.
.Κι εγώ...εγώ...θα σε φροντίζω, θα σε μεγαλώνω, θα σου σκουπίζω τα δάκρυα, θα σου ψιθυρίζω γλυκόλογα, θα σ’ έχω αγκαλιά, θα σ’ αγαπώ...

...κι ας μείνεις για πάντα το...
....αγέννητο παραμύθι μου...
.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Χωρίς αντίκρισμα




Μια σκιά στον καθρέφτη. Ένα σφίξιμο στο στήθος. Ένας κλεμμένος κτύπος στην πόρτα. Ένας άχρωμος παλμός. Ένα δάκρυ που δεν βγαίνει. Ένας ήχος φιμωμένος. Μια ξεψυχισμένη ορχήστρα. Ένα σύννεφο που δεν λέει να στύψει τον θάνατό του. Μια βροντή που ντρέπεται να υπάρξει.
.
.
.Μια αγωνία σ’ ένα χθες χωρίς αύριο. Μια λάμπα που δεν θέλει να ανάψει. Μια ένταση δίχως τέλος. Ένα κουτί με κίτρινα χάπια. Ένα μισοτελειωμένο ποτό. Ένας απόηχος κάποιου τρένου που σφυρίζει. Ένα ταξίδι για το πουθενά. Μια στάλα αίμα ξεψυχισμένο.
.
.
.
Δυο ξενύχτια χωρίς άρωμα. Μια νότα χωρίς ρυθμό. Μια άνοστη καταιγίδα. Ένα χρώμα φλύαρο. Μια σκέψη δίχως ηλεκτρισμό. Ένα σπασμένο υπόγειο. Τρεις σκουριασμένες αλυσίδες γύρω απ’ το λαιμό. Μια βρισιά χωρίς νόημα. Ένα βλέμμα σκοτεινό. Δυο χείλη κάτασπρα. Μια βλεφαρίδα λερωμένη. Μια άνοιξη πεταμένη.
.
.
.

Ένας σταθμός χωρίς διαβάτες. Μια λέξη δίχως φωνήεντα. Ένας λαβύρινθος στο πέλαγο. Ένα πανί χωρίς καράβι. Μια άμμος έξω απ’ την έρημο. Ένα αγρίμι χωρίς φωνή. Ένα ασήμι χωρίς ουρανό. Δυο φτερά χωρίς σώμα. Μια καρδιά σ’ ένα μαχαίρι. Μια πηγή που ξέχασε να στάξει χρόνο. Μια βροχή μονότονη.
.
.
.
Ένας έρωτας. Χωρίς αντίκρισμα.



.
.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Εκατό α(συ)ναρτήσεις!





Εκατό εκατόμβες εκατέρωθεν των εκάστων και καθεκάστων.
.
Εκατό γριές ωχριούν σε εκατό γεφύρια αναθεματίζοντας εκατοστάρικων ξεχασμένεςόψεις εκατοντάχρονων αρχαίων ιπποτών που έχασαν την εκατοντάτροχη εκείνη άμαξα που θα τους έδειχνε τα εκατό ξεχασμένα βασίλεια.
.
Εκατό κεριά αναμμένα σε τάφους πολίτικους με αναθυμιάσεις εκατομμυριούχων εκατόνταρχων σαπισμένων σε εκατό εκατοστά ξεχασμένου χώματος.


Εκατό χαλασμένα στομάχια ξερνάνε σε ε-κατουρημένες ποδιές παρθένων κορασίδων τρέχοντας ε-κατοστάρια μη τους βρουν μετέπειτα οι εκατό παραμελημένοι στρατιώτες που ζητούν κάποια ε-κατοσταράκια ξινισμένο μηλόξιδο μπας και στρώσει των εκατό τους βημάτων η πορεία.


Εκατό πουτανιές ξεγυρισμένες σε ντέρτικα αραλίκια σπιτιών με λάμπες εκατοστάρες που ρίχνουν απόκοσμο φως σε εκατό ανήμπορους φαλλούς οσιομαρτύρων μιας
ε-καταστραμένης ρημάδας παλιοκενωνίας.


Εκατό σέρτικα κωλοτσίγαρα στριμμένα με φύλλο συκιάς δίνουν απόκοσμες οσμές και εικόνες ριγμένες σε εκατό ξεσαλωμένα σαλόνια νωχελικών αφημένων φουγάρων κάτι ξέμπαρκων ναυαγίων.



Εκατό στημένοι σταυροί έτοιμοι να υποδεχθούν εκατονταδάχτυλους μελλοντικούς σωτήρες κεντημένοι με βελόνι οξιάς και αλειμμένοι με εκατόβουλες κατάρες απ’ τα βάθη μιας πνιγηρής εξουσίας.


Εκατοντάφυλλα τρίφυλλα ανθίζουν σε εκατοντάφυλλες ανέκδοτες εκδόσεις θεωρώντας ως λόγο ύπαρξης τα τυχόν τους δηλητηριώδη εκατό σταμνάγκαθα. Εκατό
πο(υ)σταρισμένα β(λ)ήματα σκορπάν ανορεκτικούς οργασμούς αφορίζοντας στο πυρ το εξώτερο την κοτρόνα του σκανδάλου.


Εκατό γραμμένες λέξεις ορίζουν ένα ακόμη ερωτηματικό μιας αμφίβολης ύπαρξης που σίγουρα δεν θα φτάσει τα εκατό συμβατικά χρονάκια σ’ έναν κόσμο αμφιβόλου αν-ηθικής παρασέρνοντας στο διάβα της αν-υποψιασμένους διαβάτες.


Εκατό
βρόχινα θα ρίχνω πάντα γιατί έτσι είμαι φτιαγμένη. Κι εκατό βλεφαρίσματα σε όσους αφήνουν απ’ έξω την ομπρέλα. Γιατί εκατό στάλες αρκούν για να γίνει κάποιος μούσκεμα...




.