Θέλω τη μυρωδιά σου εδώ. Να μου θυμίζει. Να μου υπενθυμίζει. Να με κάνει να αγγίζω τα σεντόνια μου και να λικνίζομαι νωχελικά. Να ζουλάω το μαξιλάρι μου και να αναζητώ τη γεύση σου...
Ξαπλώνω και παρασύρομαι. Σύρομαι και φέρομαι σαν το κύμα του ανείπωτου, πηδώντας μέσα απ’ τον πυθμένα των σύννεφων και της αύρας του ονείρου. Γυμνή μες την παραζάλη μου, σου δίνω σώμα και ψυχή κι όσο θες απ’ τις στάλες μου να μεταλάβεις. Να με ρουφήξεις πιθαμή προς πιθαμή κι ύστερα να μ’ αρπάξεις απ’ όπου θες. Με δύναμη, με λαχτάρα, με αγριάδα. Με θυμό, με οργή, με αθωότητα. Να πνίξεις τη σιωπή μου και να μου δώσεις λόγο να φωνάξω...
Να ανακατευτώ με τους ψιθύρους σου, να αγγίξω τα σημάδια σου, να χωθώ στο αόρατό σου. Να ταξιδέψεις στο υπερφυσικό μου, να γίνεις ένα με το ορατό μου, να φανερώσεις την ουσία μου. Να σου βάλω να πιεις απ’ ότι πίνω κι ύστερα να σου τραγουδήσω το χρώμα που παίρνει η άμμος όταν πέφτει μέσα απ’ τα δάχτυλα των στεναγμών. Να σου φέρω έλεος για να μου δώσεις κύλισμα απ’ τον καταρράκτη του πόθου να πέσω με ορμή για να σου ενσταλάξω αγρύπνια...
Κι ύστερα...ύστερα να σου παραδοθώ για να σου δώσω ότι μου απέμεινε. Και να σου ανοίξω την αυλαία να σε φωτίσω πρωταγωνιστή σ’ ένα φλαμέγκο γύρω απ’ τη φωτιά. Με ήχους βιολιού να σκίζουν τον ορίζοντα. Με τα βήματά σου να χτυπούν στους ρυθμούς μου ανεβάζοντας τον τόνο μια σκάλα παραπάνω. Να οργώνεις με το δοξάρι σου τις πτυχές μου και να λιώνω στα αναφιλητά των χαμένων οδών μου περνώντας μέσα από αμπέλια ατρύγητα. Κι εσύ να τα ζουλάς να γίνονται μέθη που θα με κάνει να ανέβω στο ψηλότερο σημείο του τώρα μας. Να δέσω στην κλωστή του φεγγαριού το κόκκινο μαντίλι μου και να το ανεμίζω στο κάλεσμα του άπιαστου, του αξεπέραστου και του ιερού...
Και να εξουθενωθούμε μουσκεμένοι σ’ ένα σημείο μαχητές, ηττημένοι εραστές, κερδισμένοι παίχτες μιας ασχημάτιστης μορφής που θα φτιάξει σύμπαν για να χωρέσει την πνοή τη δική σου και την ανάσα του φθαρτού μου την ώρα που γεννάει έναν αλήτη έρωτα...
...φτιαγμένο με εκρήξεις από χίλια βλέμματα...
.