Ονειρεύθηκα χθες ένα δράκο. Από κείνους που έχουν μάτια φλόγες και σωθικά που σα προχωρούν παίζουν ταμπούρλο. Που με ένα βήμα τους βυθίζουν πολιτείες ολάκερες. Και μ’ ένα βρυχηθμό γυρνούν στροφές σε δώδεκα πλανήτες.
Είχε μαύρες φολίδες σε όλο του το σώμα κι έναν κεραυνό για ουρά. Έσερνε μαζί του ολάκερο, θαρρείς, το παραμύθι. Στάθηκε στα σκεπάσματά μου και ίσιωσε τις ζάρες. Ξεσκόνισε και ένα κόκκο ζάχαρης απ’ τα νυχτερινά μου πέρα δώθε.
Και άφησε δίπλα μου ένα πιατάκι λέξεις.
Ψιθύρισε έναν σκοπό, γιομάτος σιγουριά πως σα ξυπνήσω θα ξέρω τι να κάνω.
Έκτοτε, σα μεθυσμένη, σκαλίζω την αφρόκρεμα απ’ το χυμό των πικραμύγδαλων. Την ακουμπώ στα χείλη και ψελλίζω προσευχές. Και τάματα κάνω σ’ ένα ξέμπαρκο τοτέμ που μου γελάει κατάφατσα. Μια λέξη μου μένει ακόμη να στολίσω για στεφάνι κι απαλά να την αφήσω πριν χαθώ.
Της λείπουν όμως τα φτερά.
Κι ακόμη δε θέλω να ξυπνήσω...
.