Είναι λένε, κάποιες σκιές που σε έρωτα μεταμορφώνονται. Κι αγρυπνούν στη φλέβα του λαιμού, στολίζοντας δροσοσταλίδες τους παλμούς. Κι ύστερα χύνονται σε στήθη καυτά από ιδρώτα και πόθο. Χορεύουν χορούς αλήτικους σε ξυπόλητες φωτιές ανάμεσα στα δέντρα. Κι ύστερα πέφτουν σα πυγολαμπίδες στα ερωτηματικά. Χάνονται με το πρώτο φως της ημέρας και γίνονται σκόνη.
Είναι λένε, κάποιες πεθυμιές που χαϊδολόγημα φέρνουν. Σε ανάστατα κορμιά που αποζητούν το διότι. Που αναμένουν επαφή με ρίμα. Που διαδέχονται τους χρόνους χωρίς να σέρνουν ξοπίσω τους αποκαΐδια. Κι αυτές οι πεθυμιές σα λατρευτούν, γίνονται ηφαίστειο έτοιμο να λαβώσει τους ευτελείς παράγοντες του ασύνδετου. Χαλάλι φωνάζουν οι φωνές στη γνώση της συνοχής.
Είναι λένε και κάποιες οπτασίες που γδύνονται οραμάτων. Που επαφίενται στη χάρη του μυστικού. Του ασύμφωνου. Και του υπέρτατου. Που εξανεμίζονται ανάμεσα απ’ τη φωτιά των σωθικών και βγάζουν φτερά προς το φευγιό. Μετά, πεταρίζουν στο φυσικό εκείνο περιβάλλον που ξέρει να δέχεται την έμπνευση. Και γίνονται καρδιές. Πεταλούδες. Κόκκινες κορδέλες σε μαλλιά. Χρυσόσκονη σε βλεφαρίδες που στάζουν μύρο.
Κι όλοι οι μύθοι, λες και συγκλίνουν στο να φτιαχτεί ξανά και ξανά μέσα από το ανελέητο, το απείθαρχο και το αναγκαστικό, καινούργιο ξεδίψασμα που έρχεται μ’ ένα απαλό αγέρι μέσα από του ασυνείδητου το θέλω. Και γίνεται φωτοστέφανο που ραίνει βροχή υφαίνοντας μανδύα συνενοχής σ’ ένα καινούργιο όνειρο.
Έτσι είναι, καινούργιε αγαπημένε. Ασπάζομαι τον ερχομό σου και ιχνηλατώ τα πρέπει σου.
Παρα-δίδομαι!
(δικό σου. δικό σου. δικό σου)