Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Φθινοπωριάτικη συν-ουσία





Κατέβηκε τις σκάλες την ώρα που έπεφταν οι πρώτες στάλες. Απόψε αποφάσισε να βγει χωρίς προορισμό. Χωρίς ώρα επιστροφής. Με δυο γουλιές μεθυσμένο χρόνο για να ξεγελάσει τα συμπαντικά ρολόγια. Με μια κλεμμένη νότα στα χείλη. Μ’ αχτένιστα μαλλιά και γεύση από δάκρυ. Με βλέμμα σκοτεινό. Σα νύχτα που ξέχασαν να της ανάψουν τ’ άστρα.

Σκέφτηκε πως δεν χρειάζεται να σκέφτεται τόσο. Μα ξέρει πως κι αυτό μια σκέψη ακόμα είναι. Έπαιξε μ’ έναν ψίθυρο και χαμογέλασε. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά κι άνοιξε τα μάτια διάπλατα. Άφησε την βροχή να της μιλά. Να κυλά μέσα της και να την γαργαλά. Να την καίει και να την δροσίζει μαζί. Να της ανακατεύει τις αισθήσεις. Να κοροϊδεύει τους φόβους της. Να της προστατεύει τα όνειρα.

Προχώρησε. Είδε κάτι να γυαλίζει. Τερτίπια του νερού στην άσφαλτο. Μια μορφή να βγαίνει απ’ τα φυλλώματα του νου. Η μορφή του. Χαμογέλασε ξανά. Σχεδόν πονηρά. Μερικές γυναίκες δεν θέλουν να μεγαλώσουν ποτέ, έτσι;
Αναπόλησε ένα χάδι. Θυμάται, άραγε,τη γεύση του φιλιού μου; ρώτησε μια σκιά κι εκείνη εξαφανίστηκε.

Άνεμος. Ανάσα. Κι ένα βήμα ξυπόλυτο. Οκτώβρης...


Νεράιδα της βροχής


Άλλαξε πλευρό. Του κάκου όμως. Ο Μορφέας αποφάσισε να κάνει απεργία (και) απόψε. Σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω σαν να μην ήταν δικός του ο χώρος που τον περιέβαλλε. Είχε πιάσει να νυχτώνει. Να νυχτώνει απ’ τις επτά; αναρωτήθηκε. Μα το καλοκαίρι είχε τελειώσει. Του το θύμιζε η πόλη. Ο γλυκά μουντός καιρός.

Έστρεψε αργά το βλέμμα προς τα έξω. Οι πρώτες απαλές σταγόνες είχαν αρχίσει να πέφτουν. Άνοιξε το παράθυρο κι έψαχνε αυτή τη μυρωδιά...Μέσα στην πόλη είχε σχεδόν εκλείψει. Κι όμως...η φύση κέρδισε και πάλι. Χαμογέλασε. Η βροχή, του την θύμιζε. Ειδικά όταν νύχτωνε. Άραγε εκείνη με τι τον είχε συνδέσει; Δεν ήταν θλιμμένο το χαμόγελό του. Ήταν ένα χαμόγελο παιδικό, ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης ότι το έζησε κι αυτό. Και μετά σκανταλιάρικο, βγάζοντας τη γλώσσα στον εαυτό του. Οι άντρες άλλωστε δεν μεγαλώνουν ποτέ, έτσι;
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα μπουκάλι διαλεχτό κόκκινο κρασί και γέμισε δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Ύστερα άναψε ένα κερί βανίλια και περίμενε. Περίμενε λίγο...μέχρι να δυναμώσει η βροχή. Και μετά, έφερε το ένα ποτήρι κοντά στο άλλο...τα τσούγκρισε...ήπιε αργά το δικό του και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

Ξεχύθηκε στους δρόμους...δίχως να τον ενδιαφέρουν τα ονόματά τους. Αφού σε βρήκα μια φορά, δεν έχει σημασία να περάσω από τα στέκια μας. Αφού με βρήκες μια φορά, δεν έχει σημασία να μου πεις πού είσαι.
Χαμογέλασε περισσότερο όταν χάθηκε μέσα στους ίσκιους. Οκτώβρεψε...


SideWalker


.