Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Ψυχή μου...






Είχα βάλει το λευκό μου το μαγιό τότε. Χρώμα που ουδέποτε μου έκανε κέφι, αλλά την είχα δει ηλιοκαμένη και ήθελα να παίξω με το μαύρο του κορμιού μου. ΄Οταν έβγαινα απ’ τη θάλασσα κολλούσε πάνω μου απ’ το αλμυρό το νερό και μου διαγράφονταν τα πάντα. Ε, και; Σε λίγο θα τα ρούφαγε ο ήλιος.


Δεκαεννιά ήμουν κι εκείνος δεκάξι. Τα βλέμματα έχουν ηλικίες; Όχι, δεν έχουν. Ήμουν στο ντουζ της παραλίας και ήρθε προς το μέρος μου. Τίναξα προς τα πίσω τα μαλλιά κι έσταζαν οι στάλες πάνω μου. Έμεινε να με κοιτά και να χαμογελά. Δεν είπε λέξη. Τον έκανα χάζι. Του χαμογέλασα.


Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια. Και την επόμενη. Με ακολουθούσε, καθόταν πιο πέρα και με κοίταγε. Όμορφο το βλέμμα του. Γελούσαν και τα μάτια του. Έκτοτε, τον έβλεπα συνεχώς μπροστά μου. Κάτω απ’ δωμάτιο που νοίκιαζα, στην βόλτα, στα μπαράκια, στην πλατεία του νησιού. Του νησιού των διακοπών μου. Του νησιού του.


Κάθε καλοκαίρι εκεί. Η επικοινωνία μας έγινε πιο στενή, χωρίς να έχουμε προχωρήσει σε σχέση. Ένα διαρκές φλερτ. Ένα διαρκές μούδιασμα. Ένα διαρκές άγγιγμα. Λέξεις, όνειρα, επιθυμίες, δάκρυα, γέλια.΄Ηρθε και σπούδασε στην πόλη μου. Τέλειωσε κι ήθελε να με πάρει μαζί του. Έμεινα πίσω. Ήθελα άλλα μονοπάτια.


Ζωές παράλληλες. Ο ένας χρόνος πίσω απ’ τον άλλον. Πάντα ήξερα πως είναι εκεί. Πάντα ήξερε πως είμαι εδώ. Για ότι μου συμβεί. Για ότι εκείνος χρειαστεί. Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα του ανεκπλήρωτου που δυναμώνει κάτι ή απλά είναι εκείνη η ασημένια κλωστή που ενώνει δυο ψυχές σαν βρεθούν σε κάποιο σταυροδρόμι. Δεν ξέρω τα γιατί και τα πώς και τα πότε που κάνουν δυο ανθρώπους να παραμένουν ο ένας στη ζωή του άλλου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κι ούτε θέλω και να τα εξηγήσω.


Αυτό που ξέρω είναι πως του έστειλα ένα μήνυμα προχθές. Μοναχά τρεις τελίτσες... «Μ’έπιασε» αμέσως κι ας είχαμε καιρό να τα πούμε. Πολύ καιρό μάλιστα. Έβγαλε εισιτήριο. Θα ’ρθει για αγκαλιά. Θα μου χαϊδέψει και τα μαλλιά, το ξέρω. Θα με φιλήσει και στα χείλη απαλά. Θα τον κάνω να μου πει και τα δικά του, το ξέρω. Θα τον κοιτάξω και στα μάτια. Κι ύστερα, θα φύγει ξανά.


΄Ενα τίναγμα του μαλλιού πίσω απ’ τον ώμο είναι τα χρόνια που περνούν. ΄Ενας ψίθυρος βροχής σταλμένης από ένα ταξιδιάρικο σύννεφο. Ο απόηχος του ρίγους ανάμεσα σε δυο αναστεναγμούς.


Ακόμη τον νιώθω να με κοιτά όπως εκείνη τη φορά στο ντουζ με το λευκό μου το μαγιό. Κι ας μην τον βλέπω συχνά. Κι ας ξέρω πως σκορπάει τη μουσική του όπου κι αν πηγαίνει. Κι ας ξέρει πως σκορπώ τις λέξεις μου όπου κι αν είμαι. Ναι, ακόμη με κοιτά. Ακόμη του χαμογελώ...


...κι ας είναι φορές που φεύγουν τα βλέμματά μας και πάνε πιο κει...μόνο και μόνο για να μην μπουν ανάμεσα κι άλλα ερωτηματικά...
.