Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Πετάω μάτια μου...



Πάντα το ονειρευόμουν. Ένα μαγικό σκουπόξυλο να με τριγυρνάει στους ουρανούς της νύχτας. Να πιάνω τ’ αστέρια στη χούφτα μου και να τα βάζω καρφίτσα στο στήθος. Να σηκώνονται τα φουστάνια μου ψηλά και να μπαίνει ο άνεμος ανάμεσα στα πόδια μου. Να τριγυρνάω πάνω από στέγες, να βουτώ σε ποτάμια και μουσκεμένη να δίνω μία και να στεγνώνω στα σύννεφα.


Μικρή αναδευόμουν και ένιωθα το αστρικό μου σώμα να φεύγει, να χώνεται ανάμεσα απ’ τις γρίλιες του παραθύρου μου και να πετάει στο μαύρο σύμπαν. Κι αν σκουπόξυλο το σώμα μου δεν είχε να πιαστεί, είχε τουλάχιστον την δύναμη της πεθυμιάς μου για το φεύγα. Και στο φεύγα ήμουν πάντα δυνατή. Τόσο δυνατή που φοβόμουν κάποιες φορές για το πώς είμαι φτιαγμένη. Αλλά μετά το αποδέχτηκα θαρρώ και συμφιλιώθηκα με την δεύτερη φύση μου. Και έγινα σκουπόξυλο εγώ.


Πετάω, μάτια μου. Πετάω κοντά σου όταν ανασαίνεις κάτω απ’ τα σκεπάσματά σου κι έρχομαι και σου φιλώ τα βλέφαρα. Χαϊδεύω τα ονείρατά σου και μαζεύω το δάκρυ που πάει να ξεφύγει απ’ το βλέμμα σου μη το δεις το πρωί και τρομάξεις. Προσεύχομαι στην θεότητα της σιωπής μη σε ξυπνήσει και σου χαλάσει το χαμόγελο. Μαγειρεύω μέλλον και το ποτίζω στάλες χαράς να στο στάξω στα χείλη. Κι όταν γυρίζεις πλευρό σε σκεπάζω μη μου κρυώσεις.


Φεύγω. Είναι καιρός που φεύγω από ότι υπήρξα κι ότι δεν θέλω να υπάρξω. Μα πώς μπορώ να ορίσω το μετά; Κανείς δεν ορίζει το μήκος του νήματός του. Μόνο διώχνει τη σκέψη πως ίσως υπάρχει τρόπος να δει την άκρη του. Κι όταν πετάω γυρνάω πάντα πίσω την τελευταία στιγμή φοβούμενη μην μου αρέσει αυτό που θα δω στο τέρμα.


Μια φαντασία δουλεμένη με λέξεις και αναστεναγμούς είναι τα ταξίδια στις θάλασσες και τα κύματά μου. Στις θάλασσες που πνίγονται κολυμβητές πριν η μοίρα τους ξεβράσει σε κάποια στεριά και πάρουν την άθλια ονομασία των ναυαγών. Καλύτερα βυθισμένοι σε καθάρια νερά και να λεν πως πάλεψαν με τον βρυχηθμό μου, παρά άθλια κουρέλια να περιφέρονται ψάχνοντας τρόπο να σπάσουν λόγους που θα τους κρατήσουν στη ζωή πίνοντας το δηλητήριό τους.


Έτσι μου είπες και συ. «Δεν το ’χεις καταλάβει πως το σκουπόξυλο είσαι εσύ;». Το ήξερες πως θα σου χαμογελούσα. Είμαι σίγουρη πως μου το είπες για να με κάνεις να ταξιδέψω για ακόμη μια φορά σε άστρα απάτητα. Απ’ αυτά που σκόνη γίνονται και τα λιώνεις σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Μονοκοπανιά σου λέω να τα πιεις. Για να λάμπει το βλέμμα σου.


Πετάω, μάτια μου. Με την ύπαρξη και την ανυπαρξία μου. Με την τόλμη και την φαντασία μου. Με την φύση και την μελαγχολία μου. Κι αν κανείς δεν καταλαβαίνει τον λόγο που θέλω αέρας να μπαίνει στα σκεπάσματά μου, τότε ανάξιος είναι να νιώσει τα συναισθήματά μου.


Μα...δεν με αφορούν όσοι δεν ξέρουν πώς να γεμίζουν το φεγγάρι στην φάση που πανσέληνο οι θνητοί το ονομάζουν. Κι ούτε εκείνοι που δεν γνωρίζουν πως τα αερικά φτιάχνουν ουτοπία για να ενσταλάζουν όραμα.


Θέλω εκείνους που μένουν σ’ ένα τώρα δρέποντας την αρχή της ανάσας μου πριν γίνει ατμός.


Πετάω, μάτια μου. Πετάω...



(σε σένα που γράφεις με τελείες. που χαμογελάς. που ελπίζεις. που ερωτεύεσαι. που αναζητάς. που αναρωτιέσαι αν ακόμα υπάρχουν παραμύθια. σε σένα που αποκοιμιέσαι όταν μετράς τα άστρα)


.