Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Τα μέσα έξω




Αφού είναι εκεί. Μέσα. Αυτά τα πράγματα είναι μέσα. Όσο και να θες να μην τα ορίζεις. Είναι στιγμές που σε ορίζουν εκείνα. Σε περιορίζουν. Σε αφομοιώνουν. Σε χτυπούν. Και σε ξεσκίζουν.


Ντύνεσαι. Μια ελαφριά στρώση απ’ το αγαπημένο σου κραγιόν. Κι άλλη μια. Για έντονο ξέσπασμα του χρώματος στις ράγες των χειλιών. Εκεί που αν στάξει κάτι δεν θες να το φρενάρεις. Εκεί που νιώθεις να χύνεται το «εδώ». ΄Ενα φερμουάρ πάνω. Κι ένα κουμπί πιο κάτω. Μέσα σου σκοινί. Δεμένο σφιχτά. Με κόμπους δυο.


Και μια ανάσα στο απόγευμα. Αφού θα νυχτώσει σε λίγο. Μη βιάζεσαι. Δώσε την αναπνοή σου σαν δώρο για ένα ακόμη σήμερα. Δεν είναι κακό. Μερικές φορές, ξέρεις, δεν είναι και τόσο τρομερό να γελάς με την καρδιά σου. Μερικές φορές δεν είναι και τόσο κακό να αποζητάς την απόδραση στα στενά που δεν έχουν προορισμό. Μερικές φορές μη σκέφτεσαι πως ντε και καλά θα φας τα μούτρα σου σε μια ακόμη στροφή.


Ένα αγέρι παγωμένο. Και μια άνοιξη στο ένα τρίτο. Πάλι φοβάσαι. Σε τρώει ξανά. Θες να ξεχαστείς για μια ακόμη φορά. Μα δε μπορείς. Βασανίζεσαι. Πότε θα πάψεις να βασανίζεσαι;


Μα έτσι είσαι. Έτσι θα είσαι. Είδες ξανά στον ύπνο σου τον τύπο με το δρεπάνι να σου γελά. Αυτή τη φορά πρόλαβες και του το είπες όμως. Πρόλαβες. Και το χάρηκες. Θα φοράω κόκκινα, του είπες. Κι εκείνος γύρισε την πλάτη. Ξέρεις όμως ότι σε άκουσε. Και πήρες μια ανάσα.


Γδύσου τώρα. Έλα και μείνε γυμνή για ακόμη μια φορά. Και βούλωσε τ’ αυτιά σου στις φωνές. Στις φωνές που λένε πως θέλουν να σε αγγίξουν. Μα εσύ δε θες να σ’ αγγίξει κανείς. Στις φωνές που σου λένε πως σε σκέφτονται και θέλουν να χαϊδέψουν το χρώμα σου. Μα συ ξέρεις πως χαϊδεύουν άλλο χρώμα. Κι αναρωτιέσαι. Μα μέσα σου ξέρεις. Ξέρεις πως θέλεις να χαρίσεις λίγη φωτιά ακόμη. Βρόχινη φωτιά. Αυτή που ρέει. Και που όλοι λένε πως θέλουν να καούν με δαύτην. Μα δεν το πιστεύουν. Και που λένε πως γουστάρουν να καίγονται. Μα δεν το εννοούν.


Και τελικά πού τη χαρίζεις; Ξέρεις. Στο χτικιό που είναι μέσα σου και...


...δεν θα πάψει να σε κατασπαράζει ποτέ...






.