Τρέμω. Τρομάζω και τραντάζομαι. Κουτρουβαλώ και χάνομαι. Σε μιαν άβυσσο χωρίς τέλος. Μες την άσπρη δίνη μιας άχρωμης πραγματικότητας, που φαντάζει τόσο χαώδης και κενή σαν τη ρουφήχτρα του κόκκινου άνεμου που σε σηκώνει και σε ταλαντώνει και σε κάνει να φωνάζεις και να χτυπιέσαι και να στριφογυρνάς χωρίς τέλος.
Στέλνω τη φωνή μου εκεί που δεν θα με ακούσουν. Γιατί δεν μπορώ να την στείλω εκεί που θα με ακούσουν. Γιατί δεν θέλω να με ακούσουν και αν τυχόν και μ ακούσουν πάλι θα φοβάμαι τι είναι αυτό που άκουσαν από μένα. Γι αυτό δεν θα τους κάνω τη χάρη να μάθουν τι χρώμα έχει η φωνή μου ούτε να ακούσουν τους ήχους που θα βγουν απ τις μωβ νότες που θα βγάλω. Πάντα μου έλεγες να μην μιλάω δυνατά και να μην φωνάζω μη τυχόν και μ ακούσουν και με δουν και μιλήσουν ύστερα για μένα και για τα κρυφά μου και τα απόκρυφά μου. Κι εγώ άκουγα και ήξερα πως πιεζόμουν και στένευαν τα όριά μου, τα όρια που είχα θέσει για τον εαυτό μου και που τώρα προσπαθώ να τα ανοίξω και να τα κάνω όσο πιο ελαστικά γίνεται μα και πάλι φοβάμαι πού μπορεί να πάει όλο αυτό και ποιος θα με δει και θα με γνωρίσει κι αν θα με αναγνωρίσει δεν θα θέλω να ξέρω τι θα σκεφτεί γι αυτό που θα δει.
Γι αυτό σιωπώ και βηματίζω, φωνάζω και τρέχω μες τη βροχή δίπλα απ τις γραμμές του τρένου περιμένοντας το σιδερένιο θεριό να περάσει και να μην μ ακούσουν που μιλάω, που παραμιλάω, που ουρλιάζω επειδή έφυγα και ίδια δεν θα γίνω και δεν θα ξαναείμαι αυτό που ήμουν αλλά θ αναρωτιέμαι γι αυτό που γίνομαι και αν μ αρέσει και αν το θες κι εσύ , αλλά δεν με νοιάζει τόσο για σένα πια κι ούτε για την άθλια τη γνώμη σου, αλλά αν θα το γουστάρω εγώ και κατά πόσο θα μπορώ να το δείχνω όπως και όποτε το θέλω.
Τρόμος συνεχής και σκέψεις ατέλειωτες, μες τη δίνη της ρουφήχτρας, αυτής της καθημερινής πραγματικότητας που με βουλιάζει και άπατη με πάει σε ορίζοντες μακρινούς και χαώδεις χωρίς επιστροφή, χωρίς γυρισμό και χωρίς μέλλον. Μέλλον για τι ; και με ποιον; Και πότε; Και με τι; ΄Εξω στο σύμπαν το καθάριο με τα δεκατέσσερα φεγγάρια και τους πέντε ουρανούς, εκεί στην άβυσσο της καυτής άμμου που αιωρείται και χύνεται και την πιάνω και φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου σαν το νερό απ τη βρύση που στάζει θάνατο. Τρόμος χωρίς τέλος και τρέμουλο και ρίγος στην καρδιά και στις αισθήσεις και συ να χάνεσαι σε μια ωμή φαντασίωση και χαίρομαι που δεν θέλω να γυρίσεις.
Το τέλος θα έρθει με τρόμο ή χωρίς και θα το χαρώ πέφτοντας και σκίζοντας τις σκέψεις μου, ξεσκίζοντας το περιτύλιγμα που κουβαλώ χρόνια και με κούρασε και με βαρέθηκε, διαλύοντας ένα τίποτα μέσα στην έννοια του κενού. Κι αν σχηματιστώ ξανά θα είναι μέσα από όνειρο, από άσπρες κλωστές γαλαξία και φως από το απέραντο του πουθενά ή του κάπου. Αλλά σχηματισμένη ξανά , φωνή δεν θα χω για να σου πω τον τρόμο τον καινούργιο που θα γεννηθεί μαζί μου, κι ίσως έτσι είναι καλύτερα γιατί ως δικαιολογία θα έχεις τον κρότο της σιωπής μου και γω θα πετώ γύρω σε όλα, κυκλωμένη ξανά και ξανά από το τρέμουλο του απόλυτου σκορπίσματος που θα είναι γύρω μου και μέσα μου και πάνω μου και θα μοιάζω ΄Ανοιξη μες τον Χειμώνα, έτσι παράταιρη και κόκκινη χωρίς την αίσθηση του κρύου ή του μόνου…
Στέλνω τη φωνή μου εκεί που δεν θα με ακούσουν. Γιατί δεν μπορώ να την στείλω εκεί που θα με ακούσουν. Γιατί δεν θέλω να με ακούσουν και αν τυχόν και μ ακούσουν πάλι θα φοβάμαι τι είναι αυτό που άκουσαν από μένα. Γι αυτό δεν θα τους κάνω τη χάρη να μάθουν τι χρώμα έχει η φωνή μου ούτε να ακούσουν τους ήχους που θα βγουν απ τις μωβ νότες που θα βγάλω. Πάντα μου έλεγες να μην μιλάω δυνατά και να μην φωνάζω μη τυχόν και μ ακούσουν και με δουν και μιλήσουν ύστερα για μένα και για τα κρυφά μου και τα απόκρυφά μου. Κι εγώ άκουγα και ήξερα πως πιεζόμουν και στένευαν τα όριά μου, τα όρια που είχα θέσει για τον εαυτό μου και που τώρα προσπαθώ να τα ανοίξω και να τα κάνω όσο πιο ελαστικά γίνεται μα και πάλι φοβάμαι πού μπορεί να πάει όλο αυτό και ποιος θα με δει και θα με γνωρίσει κι αν θα με αναγνωρίσει δεν θα θέλω να ξέρω τι θα σκεφτεί γι αυτό που θα δει.
Γι αυτό σιωπώ και βηματίζω, φωνάζω και τρέχω μες τη βροχή δίπλα απ τις γραμμές του τρένου περιμένοντας το σιδερένιο θεριό να περάσει και να μην μ ακούσουν που μιλάω, που παραμιλάω, που ουρλιάζω επειδή έφυγα και ίδια δεν θα γίνω και δεν θα ξαναείμαι αυτό που ήμουν αλλά θ αναρωτιέμαι γι αυτό που γίνομαι και αν μ αρέσει και αν το θες κι εσύ , αλλά δεν με νοιάζει τόσο για σένα πια κι ούτε για την άθλια τη γνώμη σου, αλλά αν θα το γουστάρω εγώ και κατά πόσο θα μπορώ να το δείχνω όπως και όποτε το θέλω.
Τρόμος συνεχής και σκέψεις ατέλειωτες, μες τη δίνη της ρουφήχτρας, αυτής της καθημερινής πραγματικότητας που με βουλιάζει και άπατη με πάει σε ορίζοντες μακρινούς και χαώδεις χωρίς επιστροφή, χωρίς γυρισμό και χωρίς μέλλον. Μέλλον για τι ; και με ποιον; Και πότε; Και με τι; ΄Εξω στο σύμπαν το καθάριο με τα δεκατέσσερα φεγγάρια και τους πέντε ουρανούς, εκεί στην άβυσσο της καυτής άμμου που αιωρείται και χύνεται και την πιάνω και φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου σαν το νερό απ τη βρύση που στάζει θάνατο. Τρόμος χωρίς τέλος και τρέμουλο και ρίγος στην καρδιά και στις αισθήσεις και συ να χάνεσαι σε μια ωμή φαντασίωση και χαίρομαι που δεν θέλω να γυρίσεις.
Το τέλος θα έρθει με τρόμο ή χωρίς και θα το χαρώ πέφτοντας και σκίζοντας τις σκέψεις μου, ξεσκίζοντας το περιτύλιγμα που κουβαλώ χρόνια και με κούρασε και με βαρέθηκε, διαλύοντας ένα τίποτα μέσα στην έννοια του κενού. Κι αν σχηματιστώ ξανά θα είναι μέσα από όνειρο, από άσπρες κλωστές γαλαξία και φως από το απέραντο του πουθενά ή του κάπου. Αλλά σχηματισμένη ξανά , φωνή δεν θα χω για να σου πω τον τρόμο τον καινούργιο που θα γεννηθεί μαζί μου, κι ίσως έτσι είναι καλύτερα γιατί ως δικαιολογία θα έχεις τον κρότο της σιωπής μου και γω θα πετώ γύρω σε όλα, κυκλωμένη ξανά και ξανά από το τρέμουλο του απόλυτου σκορπίσματος που θα είναι γύρω μου και μέσα μου και πάνω μου και θα μοιάζω ΄Ανοιξη μες τον Χειμώνα, έτσι παράταιρη και κόκκινη χωρίς την αίσθηση του κρύου ή του μόνου…