Παραδομένη ξανά σε μια ουτοπία διαλυμένη. Ένα όνειρο που γνωρίζοντας πως το δημιουργώ άρχισε να με τρώει χωρίς να το καταλαβαίνω. Και ’γω πλέκοντας τον ιστό του, αράχνη και ζωύφιο μαζί, να θέλω να ελευθερωθώ και ολοένα να χώνομαι μέσα του περισσότερο.
Ποιος ο σκοπός και ποιο το νόημα αφού εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι το τέλος πλησιάζει; Και γιατί η απογοήτευση να είναι τόσο έντονη αφού την αισθανόσουν πως θα ’ρθει; ΄Ισως γιατί όταν αποφασίζει να έρθει τη στιγμή που δεν την ορίζεις και δεν την περιμένεις τότε να σου κακοφαίνεται. ΄Ισως επειδή όταν ο άλλος διαλέξει τι τίτλους θα της φορέσει και εσένα δεν σου κάνουν, γι’ αυτό και να χτυπιέσαι.
Κι όμως ξέρεις πολύ καλά πως στην ουσία όλα είναι τίποτα. Είναι στρόβιλος και κύμα και γαλάζιος κεραυνός που χτυπά απροειδοποίητα. Και συ θύτης και θύμα μένεις να τη βλέπεις να έρχεται πάνω σου και να σε παρασύρει ανήμπορος να κάνεις το παραμικρό για να την αποφύγεις. Είτε γιατί δεν έχεις τη δύναμη να το κάνεις, είτε επειδή έχεις αυτήν την μαζοχιστική τάση να τη δεις να σε διαλύει. Και να κάθεσαι ακούνητος, ακλόνητος μ’ ένα χαζό χαμόγελο περιμένοντάς τη. Να σε χτυπήσει και να σε τσακίσει. Να σε τσαλαπατήσει και να σε λιώσει. Να σε κάνει να υποφέρεις και να γίνεις ένα με το χώμα. Και να μην θες να σηκωθείς. Και να μη θες ν’ αναθαρρήσεις. Και σαν αρχίσεις κάποια στιγμή την διαδικασία του να σταθείς ξανά, να ξαναμπείς εν γνώσει σου στο ίδιο τρυπάκι για να νιώσεις και πάλι χαμένος και αδύναμος. Ελπίζοντας πως κάποτε θα γίνεις πέτρα, μα γνωρίζοντας πως αυτή η στιγμή δεν θα ’ρθει ποτέ…
Ποιος ο σκοπός και ποιο το νόημα αφού εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι το τέλος πλησιάζει; Και γιατί η απογοήτευση να είναι τόσο έντονη αφού την αισθανόσουν πως θα ’ρθει; ΄Ισως γιατί όταν αποφασίζει να έρθει τη στιγμή που δεν την ορίζεις και δεν την περιμένεις τότε να σου κακοφαίνεται. ΄Ισως επειδή όταν ο άλλος διαλέξει τι τίτλους θα της φορέσει και εσένα δεν σου κάνουν, γι’ αυτό και να χτυπιέσαι.
Κι όμως ξέρεις πολύ καλά πως στην ουσία όλα είναι τίποτα. Είναι στρόβιλος και κύμα και γαλάζιος κεραυνός που χτυπά απροειδοποίητα. Και συ θύτης και θύμα μένεις να τη βλέπεις να έρχεται πάνω σου και να σε παρασύρει ανήμπορος να κάνεις το παραμικρό για να την αποφύγεις. Είτε γιατί δεν έχεις τη δύναμη να το κάνεις, είτε επειδή έχεις αυτήν την μαζοχιστική τάση να τη δεις να σε διαλύει. Και να κάθεσαι ακούνητος, ακλόνητος μ’ ένα χαζό χαμόγελο περιμένοντάς τη. Να σε χτυπήσει και να σε τσακίσει. Να σε τσαλαπατήσει και να σε λιώσει. Να σε κάνει να υποφέρεις και να γίνεις ένα με το χώμα. Και να μην θες να σηκωθείς. Και να μη θες ν’ αναθαρρήσεις. Και σαν αρχίσεις κάποια στιγμή την διαδικασία του να σταθείς ξανά, να ξαναμπείς εν γνώσει σου στο ίδιο τρυπάκι για να νιώσεις και πάλι χαμένος και αδύναμος. Ελπίζοντας πως κάποτε θα γίνεις πέτρα, μα γνωρίζοντας πως αυτή η στιγμή δεν θα ’ρθει ποτέ…