΄Ηπιε την άνοιξη γιατί ποτέ δεν την χώνεψε. Δεν ήθελε να την βλέπει γιατί του έριχνε ήλιο στα μάτια. Και αυτός τον ήλιο τον μισούσε. Η αύρα η ψυχρή που έπνεε το χάραμα τον έκανε να θυμάται πως ακόμα υπάρχει. Μα σαν σουρουπώνει, τότε είναι που ανασταίνεται και πάλι. Γιατί πλησιάζοντας η νύχτα φέρνει μαζί της τον χιτώνα που της άφησε απ’ τα χθες. Και λυτρωτικά τον φοράει, τον ντύνεται, τον κουμπώνει και τον αφήνει να τον μεταμορφώσει σ’ αυτό που μόνο εκείνος ξέρει πως είναι. ΄Ενας ξεχασμένος ήρωας του σκότους, ένας ζητιάνος της μαυρίλας, ένας εξερευνητής του μυστηρίου και της σαγήνης. Και με την φορεσιά του απλώνεται στα στενά και φωνάζει χωρίς τους ήχους να ακούγονται και να προδίδουν την ύπαρξή του. Μόνο τα πλάσματα που τον νιώθουν μπορούν να τον πλησιάσουν μα κι εκείνα δεν είναι πάντα τόσο τολμηρά. Γιατί η φρόνηση τα κάνει να σκέφτονται και δυο και τρεις φορές πως με την καταιγίδα παίζει κανείς δύσκολα παιχνίδια όταν εκείνη αποφασίζει να δείξει τη δύναμή της. Κι αυτός φοράει την καταιγίδα και σκορπίζεται χωρίς να υπολογίζει θεούς και δαίμονες. ΄Υστερα, με μια υποψία χαμόγελου να σκάει στο πρόσωπό του και μετά από ώρες περιπλάνησης που ούτε καν θυμάται τι μπορεί να έχει κάνει, γυρνάει την σελίδα του και νομίζει πως μπορεί να υπάρξει και αλλού. Μάταια όμως γιατί είναι καταδικασμένος να φορά παντού και πάντα τη νύχτα πάνω του…