Τα μάτια του γαλάζια. «Είναι πιθανόν το πιο όμορφο που έχω πάνω μου» της είχε πει πριν τον δει. Και σαν τον είδε, καρφώθηκε στο βλέμμα του. Της θάλασσας και τ’ ουρανού όταν βρίσκονται σε ηρεμία. ΄Ηξερε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της πριν καν της προτείνει να κάνουν σχέση. Το έβλεπε στις κινήσεις του, στον τρόπο που της μιλούσε, στις σιωπές του, μα πιο πολύ το έβλεπε στα μάτια του. Δεν ήταν ανάγκη να της πει τίποτα. Ξεχείλιζαν έρωτα.
Βγήκαν για λίγες μέρες την πρώτη φορά γιατί εκείνος είχε ανέβει στην Αθήνα για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μόνο για κείνη. Μόνο για να την συναντήσει. Μόνο για να χαϊδέψει τις λέξεις που αγάπησε σ’ αυτήν. Κι έφυγε ξανά αφήνοντας πίσω του το βλέμμα του το γαλανό και πολλά ερωτηματικά. ΄Αρχισε η Ελένη να πλάθει όνειρα για το πιθανό ερωτικό τους σμίξιμο. Το φιλί του την είχε ταξιδέψει την προηγούμενη μέρα, μα οι κινήσεις του ήταν ελάχιστες. Γιατί; Να ’ταν άραγε τόσο συνεσταλμένος; Γοητευτικό αυτό για έναν άντρα, σκέφτηκε.
Μετά από δυο μήνες ο Μανώλης ανέβηκε στην Αθήνα ξανά. Πάλι για χάρη της. Πάλι για να την δει. Και πάλι για ελάχιστο διάστημα. Λέξεις, ανάσες, αγγίγματα, μνήμες απ’ το πριν του ενός κι απ’ το πριν του άλλου. Σκέψεις για το μέλλον του ενός και το μέλλον του άλλου. Κρυφή συνωμοσία, μυστική σχεδόν, για δική τους κοινή πορεία. Ως εραστές. Ως κάτι από ζευγάρι. Ως μοίρασμα του χρόνου τους. Ο Μανώλης δεν είχε οικογένεια. Εκείνη όμως είχε. Με τον άντρα της ήταν στα χωρίσματα βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούσε να του διαθέσει τη ζωή της ολάκερη. Κι αυτός, δεν είχε κανένα πρόβλημα σ’ αυτό. ΄Εμοιαζε να μην τον νοιάζει καθόλου. Γιατί το μόνο που σκεφτόταν, ήταν οι στιγμές που θα βρισκόταν μαζί της. Στιγμές που η Ελένη ήξερε να τις κάνει μοναδικές.
Στην επαρχία που εκείνος ήταν μεγαλωμένος είχε μια ζωή μισή. Ανολοκλήρωτη. Με σκέψεις και νυχτερινά δάκρυα. Προβληματισμούς που δεν είχε μοιραστεί ποτέ με κανέναν. Γιατί κανείς δεν ήθελε να ξέρει ό,τι τον βασάνιζε. ΄Ηταν απ’ τους άντρες ο Μανώλης που οι γυναίκες πάντα τον έβλεπαν και τον βλέπουν σαν φίλο. Κι αν κάποια φαινόταν να ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν τότε κάτι γινόταν και ξαφνικά σταμάταγε. Αναίτια; Ποιος ξέρει; Και δεν έχει σημασία άλλωστε. Η Ελένη του έγινε έμμονη ιδέα όταν διαπίστωσε πως και κείνη ενδιαφέρεται για την ψυχή του. Γιατί ήταν απ’ τις γυναίκες που δίνουν νόημα στην λέξη «ψυχή». ΄Ετσι, μια νυχτιά, αποφάσισε κι έφυγε απ’ το πατρικό του που ζούσε όλα του τα χρόνια, άφησε τη δουλειά του και μετακόμισε στην Αθήνα. Για να νιώθει την ανάσα της κοντά του. Για να έχει την ελπίδα πως θα την βλέπει περισσότερο. Για να αρχίσει να νιώθει κι αυτός επιτέλους ανεξάρτητος.
Και τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Μόνο που μετά από λίγο η Ελένη σαν ήταν κοντά του, άρχισε να γίνεται απόμακρη. ΄Αρχισε να γίνεται το είδος της γυναίκας που το ήξερε πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια και που δεν το άντεχε άλλο. Που τον βάραινε. Που του σπάραζε την ψυχή. «Η γυναίκα φίλη». Γιατί; Τι έγινε ξαφνικά; Δεν ήταν άξιος των προσδοκιών της; Δεν ήταν άξιος του επιπέδου της; Δεν ήταν άξιος να μοιράζεται τον αέρα που ανέπνεε κι εκείνη; Αφού όλα έδειχναν πως θα μπορούσε να προχωρήσει κι άλλο... κι άλλο...κι άλλο...
Και πίστεψε πως εκείνος έφταιγε. Εξ’ αιτίας ενός γεγονότος που κατά τη γνώμη του δεν έπρεπε να είχε γίνει. Γιατί δεν ήταν ο εαυτός του τότε. ΄Η ίσως και να ήταν. ΄Η ίσως έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Για τον εαυτό του. Για χάρη της. Για τους δυο τους. ΄Ενα γεγονός που θα τον σημαδεύει (νομίζει) στην υπόλοιπη ζωή του. Και η γη γκρεμίστηκε κάτω απ’ τα πόδια του. Και σαν ν’ άνοιξε την αγκαλιά του και να την άφησε να φύγει. Σαν,ίσως, να ήταν αδύνατον για μέρες να κάνει κάτι για να επανορθώσει. Μα δεν γίνονται όλα όπως τα θέλουμε. Κι όταν είδε την Ελένη να κλαίει δίπλα του τον έπιασε πανικός. Κι εκείνη του είπε μια κουβέντα που δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Δεν έχει σημασία το τι ακριβώς. Αλλά ο τρόπος της, ήταν ίσως...άδικος. ΄Ετσι σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. ΄Ετσι σκεφτόταν και μετά. Κι η θάλασσα, ξεχείλιζε απ’ τα μάτια του για μέρες...
Πίστεψε πως δεν θα την ξανάβλεπε μα εκείνη του είπε πως θα βλέπονται. Φιλικά. ΄Η και με κάτι παραπάνω. Κάτι το ελάχιστο παραπάνω που του δίνει την ελπίδα πως ίσως κάτι γίνει στο μέλλον που θα τον κάνει να χαμογελάει ξανά ή του δίνει την ελπίδα πως έστω κι έτσι θα συνεχίσει να την βλέπει. Γιατί δεν θέλει να την βγάλει απ’ τη ζωή του ποτέ.
«Πες μου πώς με θέλεις να γίνω κι εγώ θα γίνω», της είπε μια μέρα κι εκείνη τον κοίταξε χαμογελώντας φυσώντας τον καπνό απ’ το τσιγάρο της πάνω του. Κούνησε το κεφάλι της και καρφώθηκε στο βλέμμα του το γαλάζιο που τώρα ήταν υγρό. Τι να του πει; Να του πει τι; Πως αυτά δεν γίνονται; Πως δεν μπορείς να υποδείξεις σε κάποιον πώς τον θέλεις; Πως αυτό που είμαστε βγαίνει και στην παραμικρή μας κίνηση; Δεν χωράνε προσπάθειες εύκολα σ’ αυτό. Δεν μπορείς να πεις του άλλου ν’ αλλάξει το σύννεφό του για χάρη σου. Γιατί αυτό δεν γίνεται. ΄Οσες προσπάθειες κι αν κάνεις. ΄Οση θέληση κι αν έχεις. ΄Οσο χρόνο κι αν αφιερώσεις σ’ αυτόν τον σκοπό.
«Για τον εαυτό σου ήρθες στην πόλη μου», του ψιθυρίζει κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί επιτέλους έπρεπε να σταθείς στα πόδια σου», κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί έτσι θα γίνεις πιο δυνατός», κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί....», κι εκείνος δεν την αφήνει να συνεχίσει παρά σκύβει και την φιλά. «Ελένη...», την προσφωνεί με τ’ όνομά της και σταματά. «Δεν με νοιάζει τίποτα», συνεχίζει. « Κι ας υπάρχουν στιγμές που πληγώνομαι. Κι ας υπάρχουν στιγμές που δακρύζω. Κι ας υπάρχουν στιγμές που υποφέρω. Μένω για τις στιγμές που με κάνεις να χαμογελώ. Κι αυτές θα κρατήσω».
Εκείνη είναι μουδιασμένη. Κάθε φορά που βρίσκονται μαζί είναι μουδιασμένη. Προσπαθεί να μην του δίνει λάθος μηνύματα. Προσπαθεί να του υπενθυμίζει το γιατί και το πώς. Προσπαθεί να του υπενθυμίζει όσα έχουν πει. Αλλά αυτός δεν το καταλαβαίνει. Ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει. Γιατί ξέρει πως θα συνεχίσει να ελπίζει. Γιατί θα συνεχίζει να μένει πάντοτε εκείνο το παιδί απ’ την επαρχία που όταν ξαπλώνει στα σεντόνια του σκέφτεται το άρωμά της που τον αγγίζει στον ώμο και δεν θέλει να το βγάλει από πάνω του. Εκείνο το παιδί που το βλέμμα του μοιάζει με της θάλασσας και τ’ ουρανού όταν βρίσκονται σε ηρεμία μα μέσα του έχει την φουρτούνα. Εκείνο το παιδί που ήρθε στην Αθήνα για χάρη μιας γυναίκας που δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει ποτέ...
Βγήκαν για λίγες μέρες την πρώτη φορά γιατί εκείνος είχε ανέβει στην Αθήνα για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μόνο για κείνη. Μόνο για να την συναντήσει. Μόνο για να χαϊδέψει τις λέξεις που αγάπησε σ’ αυτήν. Κι έφυγε ξανά αφήνοντας πίσω του το βλέμμα του το γαλανό και πολλά ερωτηματικά. ΄Αρχισε η Ελένη να πλάθει όνειρα για το πιθανό ερωτικό τους σμίξιμο. Το φιλί του την είχε ταξιδέψει την προηγούμενη μέρα, μα οι κινήσεις του ήταν ελάχιστες. Γιατί; Να ’ταν άραγε τόσο συνεσταλμένος; Γοητευτικό αυτό για έναν άντρα, σκέφτηκε.
Μετά από δυο μήνες ο Μανώλης ανέβηκε στην Αθήνα ξανά. Πάλι για χάρη της. Πάλι για να την δει. Και πάλι για ελάχιστο διάστημα. Λέξεις, ανάσες, αγγίγματα, μνήμες απ’ το πριν του ενός κι απ’ το πριν του άλλου. Σκέψεις για το μέλλον του ενός και το μέλλον του άλλου. Κρυφή συνωμοσία, μυστική σχεδόν, για δική τους κοινή πορεία. Ως εραστές. Ως κάτι από ζευγάρι. Ως μοίρασμα του χρόνου τους. Ο Μανώλης δεν είχε οικογένεια. Εκείνη όμως είχε. Με τον άντρα της ήταν στα χωρίσματα βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούσε να του διαθέσει τη ζωή της ολάκερη. Κι αυτός, δεν είχε κανένα πρόβλημα σ’ αυτό. ΄Εμοιαζε να μην τον νοιάζει καθόλου. Γιατί το μόνο που σκεφτόταν, ήταν οι στιγμές που θα βρισκόταν μαζί της. Στιγμές που η Ελένη ήξερε να τις κάνει μοναδικές.
Στην επαρχία που εκείνος ήταν μεγαλωμένος είχε μια ζωή μισή. Ανολοκλήρωτη. Με σκέψεις και νυχτερινά δάκρυα. Προβληματισμούς που δεν είχε μοιραστεί ποτέ με κανέναν. Γιατί κανείς δεν ήθελε να ξέρει ό,τι τον βασάνιζε. ΄Ηταν απ’ τους άντρες ο Μανώλης που οι γυναίκες πάντα τον έβλεπαν και τον βλέπουν σαν φίλο. Κι αν κάποια φαινόταν να ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν τότε κάτι γινόταν και ξαφνικά σταμάταγε. Αναίτια; Ποιος ξέρει; Και δεν έχει σημασία άλλωστε. Η Ελένη του έγινε έμμονη ιδέα όταν διαπίστωσε πως και κείνη ενδιαφέρεται για την ψυχή του. Γιατί ήταν απ’ τις γυναίκες που δίνουν νόημα στην λέξη «ψυχή». ΄Ετσι, μια νυχτιά, αποφάσισε κι έφυγε απ’ το πατρικό του που ζούσε όλα του τα χρόνια, άφησε τη δουλειά του και μετακόμισε στην Αθήνα. Για να νιώθει την ανάσα της κοντά του. Για να έχει την ελπίδα πως θα την βλέπει περισσότερο. Για να αρχίσει να νιώθει κι αυτός επιτέλους ανεξάρτητος.
Και τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Μόνο που μετά από λίγο η Ελένη σαν ήταν κοντά του, άρχισε να γίνεται απόμακρη. ΄Αρχισε να γίνεται το είδος της γυναίκας που το ήξερε πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια και που δεν το άντεχε άλλο. Που τον βάραινε. Που του σπάραζε την ψυχή. «Η γυναίκα φίλη». Γιατί; Τι έγινε ξαφνικά; Δεν ήταν άξιος των προσδοκιών της; Δεν ήταν άξιος του επιπέδου της; Δεν ήταν άξιος να μοιράζεται τον αέρα που ανέπνεε κι εκείνη; Αφού όλα έδειχναν πως θα μπορούσε να προχωρήσει κι άλλο... κι άλλο...κι άλλο...
Και πίστεψε πως εκείνος έφταιγε. Εξ’ αιτίας ενός γεγονότος που κατά τη γνώμη του δεν έπρεπε να είχε γίνει. Γιατί δεν ήταν ο εαυτός του τότε. ΄Η ίσως και να ήταν. ΄Η ίσως έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Για τον εαυτό του. Για χάρη της. Για τους δυο τους. ΄Ενα γεγονός που θα τον σημαδεύει (νομίζει) στην υπόλοιπη ζωή του. Και η γη γκρεμίστηκε κάτω απ’ τα πόδια του. Και σαν ν’ άνοιξε την αγκαλιά του και να την άφησε να φύγει. Σαν,ίσως, να ήταν αδύνατον για μέρες να κάνει κάτι για να επανορθώσει. Μα δεν γίνονται όλα όπως τα θέλουμε. Κι όταν είδε την Ελένη να κλαίει δίπλα του τον έπιασε πανικός. Κι εκείνη του είπε μια κουβέντα που δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Δεν έχει σημασία το τι ακριβώς. Αλλά ο τρόπος της, ήταν ίσως...άδικος. ΄Ετσι σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. ΄Ετσι σκεφτόταν και μετά. Κι η θάλασσα, ξεχείλιζε απ’ τα μάτια του για μέρες...
Πίστεψε πως δεν θα την ξανάβλεπε μα εκείνη του είπε πως θα βλέπονται. Φιλικά. ΄Η και με κάτι παραπάνω. Κάτι το ελάχιστο παραπάνω που του δίνει την ελπίδα πως ίσως κάτι γίνει στο μέλλον που θα τον κάνει να χαμογελάει ξανά ή του δίνει την ελπίδα πως έστω κι έτσι θα συνεχίσει να την βλέπει. Γιατί δεν θέλει να την βγάλει απ’ τη ζωή του ποτέ.
«Πες μου πώς με θέλεις να γίνω κι εγώ θα γίνω», της είπε μια μέρα κι εκείνη τον κοίταξε χαμογελώντας φυσώντας τον καπνό απ’ το τσιγάρο της πάνω του. Κούνησε το κεφάλι της και καρφώθηκε στο βλέμμα του το γαλάζιο που τώρα ήταν υγρό. Τι να του πει; Να του πει τι; Πως αυτά δεν γίνονται; Πως δεν μπορείς να υποδείξεις σε κάποιον πώς τον θέλεις; Πως αυτό που είμαστε βγαίνει και στην παραμικρή μας κίνηση; Δεν χωράνε προσπάθειες εύκολα σ’ αυτό. Δεν μπορείς να πεις του άλλου ν’ αλλάξει το σύννεφό του για χάρη σου. Γιατί αυτό δεν γίνεται. ΄Οσες προσπάθειες κι αν κάνεις. ΄Οση θέληση κι αν έχεις. ΄Οσο χρόνο κι αν αφιερώσεις σ’ αυτόν τον σκοπό.
«Για τον εαυτό σου ήρθες στην πόλη μου», του ψιθυρίζει κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί επιτέλους έπρεπε να σταθείς στα πόδια σου», κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί έτσι θα γίνεις πιο δυνατός», κι εκείνος της χαμογελάει. «Γιατί....», κι εκείνος δεν την αφήνει να συνεχίσει παρά σκύβει και την φιλά. «Ελένη...», την προσφωνεί με τ’ όνομά της και σταματά. «Δεν με νοιάζει τίποτα», συνεχίζει. « Κι ας υπάρχουν στιγμές που πληγώνομαι. Κι ας υπάρχουν στιγμές που δακρύζω. Κι ας υπάρχουν στιγμές που υποφέρω. Μένω για τις στιγμές που με κάνεις να χαμογελώ. Κι αυτές θα κρατήσω».
Εκείνη είναι μουδιασμένη. Κάθε φορά που βρίσκονται μαζί είναι μουδιασμένη. Προσπαθεί να μην του δίνει λάθος μηνύματα. Προσπαθεί να του υπενθυμίζει το γιατί και το πώς. Προσπαθεί να του υπενθυμίζει όσα έχουν πει. Αλλά αυτός δεν το καταλαβαίνει. Ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει. Γιατί ξέρει πως θα συνεχίσει να ελπίζει. Γιατί θα συνεχίζει να μένει πάντοτε εκείνο το παιδί απ’ την επαρχία που όταν ξαπλώνει στα σεντόνια του σκέφτεται το άρωμά της που τον αγγίζει στον ώμο και δεν θέλει να το βγάλει από πάνω του. Εκείνο το παιδί που το βλέμμα του μοιάζει με της θάλασσας και τ’ ουρανού όταν βρίσκονται σε ηρεμία μα μέσα του έχει την φουρτούνα. Εκείνο το παιδί που ήρθε στην Αθήνα για χάρη μιας γυναίκας που δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει ποτέ...