Να του μιλάς και να θέλει να σε φάει. Τα μάτια του στα χείλη σου και συ να κοιτάς τριγύρω. Ναι, το ξέρεις πως σε θέλει και τον παίζεις. Τινάζεις το μαλλί και φυσάς τον καπνό ψηλά. Κοιτάς που στροβιλίζεται γύρω σου και ξάφνου ρίχνεις το βλέμμα σου δήθεν τυχαία πάνω του. Καρφωμένος στο στήθος σου και συ να το προτάσσεις. Τρόπαιο και λάβαρο μιας μάχης που από πριν ξέρεις πως την έχεις κερδισμένη. Τη μάχη της επιβολής, αυτής της καριόλας έννοιας, που δεν ξέρεις πώς και με ποιόν τρόπο θα την ξεπεράσεις. Γιατί σου έμαθαν πως τα κοριτσάκια θα τα καρφώσουν οι άντρες με τις βαρβάτες τις ψωλές και συ ως αδύναμη μαθητριούλα δεν έχεις και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να υποκύψεις.
Και τώρα μετά από τόσο καιρό, τόσα χρόνια που της έδωσες την εντύπωση-ναι της μάνας σου- πως οι άλλοι σε εκμεταλλεύονται πάντα (άσε μας καλέ!), πως εσύ δεν είχες λόγο για τίποτα (σταμάτα επιτέλους!) και πως ακολουθούσες τα βήματα πάνω στα χνάρια (σκάσε σου λέω!), να θες να προτάξεις έναν εαυτό που δεν ξέρεις από πού σου ήρθε. Από πού στο διάολο ήταν κρυμμένος και από πού στα τρία κέρατα έκανε την εμφάνισή του.
Και το ωραίο είναι πως σ’ αρέσει. Πως τη βρίσκεις και το γουστάρεις. ΄Οχι, δεν πας με τον καθέναν και δεν πας κι εύκολα, μα δεν το δείχνεις καλή μου (τι μαλακισμένη λέξη!), μα και δεν δείχνεις και τι είσαι (τι μας λες;) γιατί σιχαίνεσαι να απολογείσαι. Κι αυτός άλλος ένας από κείνους με τις ετικέτες τις έτοιμες για πάσα χρήση. «Είσαι μεγάλη πουτάνα» σου λέει και σε κοιτάει με κείνο το βλέμμα που λέει πως «απόψε θα σε γαμήσω» και συ ξέρεις πως δεν θα τον αφήσεις να προχωρήσει παραπάνω απ’ όσο θέλεις. Μα αυτός δεν το ξέρει ακόμη(ναι, είσαι πουτάνα!).
΄Ενας ουρανός πιο κει κι ένα χαζό φεγγάρι να κάνουν κόλπα της νύχτας. Κι εσύ να κάθεσαι σταυροπόδι και να λες ιστορίες. Τις λες όμορφα κι ανάθεμά σε αν ο άλλος τις ακούει. Να σε γλύψει θέλει και στο λέει το κοίταγμά του. Και το νιώθεις και τραβιέσαι και σου λέει πως παίρνεις στάση άμυνας κι εσύ να του λες «μπα όχι εδώ ο χώρος είναι στενός και δεν μπορώ να καθίσω αλλιώς» κι απ’ την άλλη να δείχνεις πως απλώνεσαι κι είσαι άνετη ενώ μέσα σου ματώνεις. Για κείνον, για τον άλλον, για μια άυλη κι ανυπόστατη ύπαρξη που θα ’θελες εκείνη τη στιγμή να ήταν δίπλα σου και να σου ’δινε το φιλί του έτσι που λέει πως θα στο δώσει σαν βρεθείτε. Κι εσύ ξέρεις πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γι’ αυτό κι αυτή η νύχτα πρέπει να περάσει έστω κι έτσι, πνιγμένη σ’ ένα κόκκινο υγρό μ’ ένα κεράσι ψεύτικο.
Και να γελάς δυνατά και να κάνεις το βλέμμα σου μισό γιατί έτσι σου βγαίνει (είσαι μεγάλη πουτάνα!) και να ανάβεις κι άλλο τσιγάρο και να τον ρωτάς για το πού πάει κι από πού έρχεται (και σιγά μην σ’ ενδιαφέρει). Κι αυτός να βάζει τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μπούτια σου (σιγά μη δεν το ’κανε) και να σε ρωτάει αν σ’ αρέσει. «Ναι, σ’ αρέσει και κοίτα τον κόσμο που κάνει τα δικά του κι εμείς εδώ στον κόσμο μας και γω να σου βάζω χέρι». Και να σκύβει πάνω σου και να σου ψιθυρίζει ξανά: «είσαι μεγάλη πουτάνα», νομίζοντας πως σε φτιάχνει. Και να δεις που θ’ αρχίσεις να το πιστεύεις και να σε κάνει να νιώσεις πως το ’χεις και μέσα σου. Κι ίσως ίσως αν βγεις με κάμποσους από δαύτους να σε κάνουν να το λες κι η ίδια, (ξέρεις, συν τοις άλλοις είμαι και πουτάνα).
Να θες να φύγεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μα να μένεις καρφωμένη εκεί. Σ’ έναν χρόνο που σου βγάζει τη γλώσσα και σε κάνει να δείχνεις μεγαλύτερη από ποτέ. Γιατί ξέρεις πως αυτό που ’χεις μέσα σου δεν πρόκειται να το δει κανείς γιατί κανείς δεν θέλει να μπει πιο μέσα. Παρά μόνο να σου βάζει χέρι κάτω απ’ το τραπέζι και να θέλει να σου σκίσει το καλσόν γιατί έτσι του είπαν πως κάνουν οι άντρες στις γυναίκες για να τις κάνουν να παραδίνονται.
«Πόσο χρόνο έχεις;» σε ρωτά και κάνει να πληρώσει. «Όσο θέλω», λες από μέσα σου, μα αυτό που σου βγαίνει είναι ένα απολογητικό ύφος του στιλ –πρέπει-να-είμαι-πίσω-ΤΩΡΑ-γιατί...γιατί...γιατί...και λες κάτι που ούτε καν το θυμάσαι μετά. Γιατί διαπιστώνεις πως ούτε αυτός είναι εκείνος που θα σε κάνει να δείξεις αυτό που είσαι (και τι είσαι νομίζεις;) μα ούτε κι αυτός που θα σε κάνει να γίνεις αυτό που θες (μεγάλη κουβέντα! Και χρειάζεσαι βοήθεια λες για να γίνεις;). Και δεν έχουν συνοχή οι σκέψεις σου και θες να βρεις όλες τις απαντήσεις τώρα αλλά ξέρεις πως απαντήσεις δεν θα πάρεις ποτέ, παρά μόνο συγκρατείς ένα αλήτικο δάκρυ που πάει να σου ξεφυτρώσει απ’ τις βαμμένες σου βλεφαρίδες. Κι ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου του για να μπεις μέσα και ξέρεις πως δεν θα τον ξαναδείς κι αυτός να ’χει το χέρι του στο πόδι σου επάνω (είσαι μεγάλη πουτάνα!) και να σταματάει στην στροφή και να σκύβει να σου δαγκώσει τα χείλη. Και συ να τον αφήνεις προς στιγμήν (ναι, μαμά!) και μετά να τραβιέσαι μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο-καλά που είναι νύχτα και δεν το βλέπει- μα εκείνος ίσως και να το νιώθει. Δεν σε νοιάζει όμως γιατί σε λίγο φτάνεις στα δυο στενά κάτω απ’ το σπίτι σου που θα του πεις πως μένεις γιατί δεν θέλεις να σε δει το αστέρι που κοιτάς πριν πας για ύπνο (σε βλέπει όμως εκείνο, χαζή, και το ξέρεις!) επειδή αυτή την ώρα θα το κοιτάζει κι εκείνος που στ’ αλήθεια θες ψιθυρίζοντας τ’ όνομά σου.
Και γυρνάς και ξεντύνεσαι απ’ τα σκαλιά βγάζοντας και πετώντας τις μπότες σου και ξεσκίζοντας το καλσόν σου φέρνοντάς το στα δόντια σου πάνω. Και με την παλάμη σκουπίζεις τα χείλη σου να μην έχουν τη γεύση του και να θες να πλυθείς με καυτό νερό. Και να θες να βάλεις τις πιτζάμες σου, αυτές που σε κάνουν κοριτσάκι, αυτές τις φαρδιές με τα κουμπάκια τις δυο νούμερα μεγαλύτερές σου, να θες να ξαπλώσεις και να φέρεις το σεντόνι σου μέχρι το ύψος της μύτης σου, να θες να κλείσεις τα μάτια σου σφιχτά μα οι εικόνες να διαδέχονται η μια την άλλη, να σκέφτεσαι εκείνον που τόσο καλά γνωρίζεις μα συνάμα σου είναι τόσο άγνωστος (πώς να ’σαι από κοντά;) να θες να βάλεις το δάχτυλό σου εκεί χαμηλά και να νιώσεις την υγρή σου φωλιά που σε καίει και να θες να στην δροσίσει, να νιώθεις τα χέρια του πάνω σου και να ριγάς μα ξέρεις πως η στιγμή που θα γίνεις δικιά του θα γράφεται μόνο στο μυαλό σου και στο μυαλό του και να αναστενάζεις και τα δάκρυα να τρέχουν τώρα στα μάγουλά σου (είναι η πόρτα κλειστή;) και να ζουλάς το στήθος σου (μη με κοιτάς!) και ν’ αρχίζεις να νιώθεις τον πρώτο σου παλμό να θέλει να βγει και να ελευθερωθεί και ν’ ακούς τον άλλον «είσαι μεγάλη πουτάνα!» και να δαγκώνεις τη γλώσσα σου για να πονέσεις και να χώνεις το δάχτυλό σου ακόμη βαθύτερα και να θες να ξεσπάσει η λάβα στα σεντόνια σου και να χτυπιέσαι κι όταν επιτέλους έρχεται η στιγμή της λύτρωσης να χώνεις τη φωνή σου στο μαξιλάρι σου μέσα και να φωνάζεις με όλη σου τη φιμωμένη δύναμη «ναι, ρε.. ναι...είμαι...είμαι... μεγάλη...μεγάλη... πουτάνα...»
Και τώρα μετά από τόσο καιρό, τόσα χρόνια που της έδωσες την εντύπωση-ναι της μάνας σου- πως οι άλλοι σε εκμεταλλεύονται πάντα (άσε μας καλέ!), πως εσύ δεν είχες λόγο για τίποτα (σταμάτα επιτέλους!) και πως ακολουθούσες τα βήματα πάνω στα χνάρια (σκάσε σου λέω!), να θες να προτάξεις έναν εαυτό που δεν ξέρεις από πού σου ήρθε. Από πού στο διάολο ήταν κρυμμένος και από πού στα τρία κέρατα έκανε την εμφάνισή του.
Και το ωραίο είναι πως σ’ αρέσει. Πως τη βρίσκεις και το γουστάρεις. ΄Οχι, δεν πας με τον καθέναν και δεν πας κι εύκολα, μα δεν το δείχνεις καλή μου (τι μαλακισμένη λέξη!), μα και δεν δείχνεις και τι είσαι (τι μας λες;) γιατί σιχαίνεσαι να απολογείσαι. Κι αυτός άλλος ένας από κείνους με τις ετικέτες τις έτοιμες για πάσα χρήση. «Είσαι μεγάλη πουτάνα» σου λέει και σε κοιτάει με κείνο το βλέμμα που λέει πως «απόψε θα σε γαμήσω» και συ ξέρεις πως δεν θα τον αφήσεις να προχωρήσει παραπάνω απ’ όσο θέλεις. Μα αυτός δεν το ξέρει ακόμη(ναι, είσαι πουτάνα!).
΄Ενας ουρανός πιο κει κι ένα χαζό φεγγάρι να κάνουν κόλπα της νύχτας. Κι εσύ να κάθεσαι σταυροπόδι και να λες ιστορίες. Τις λες όμορφα κι ανάθεμά σε αν ο άλλος τις ακούει. Να σε γλύψει θέλει και στο λέει το κοίταγμά του. Και το νιώθεις και τραβιέσαι και σου λέει πως παίρνεις στάση άμυνας κι εσύ να του λες «μπα όχι εδώ ο χώρος είναι στενός και δεν μπορώ να καθίσω αλλιώς» κι απ’ την άλλη να δείχνεις πως απλώνεσαι κι είσαι άνετη ενώ μέσα σου ματώνεις. Για κείνον, για τον άλλον, για μια άυλη κι ανυπόστατη ύπαρξη που θα ’θελες εκείνη τη στιγμή να ήταν δίπλα σου και να σου ’δινε το φιλί του έτσι που λέει πως θα στο δώσει σαν βρεθείτε. Κι εσύ ξέρεις πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γι’ αυτό κι αυτή η νύχτα πρέπει να περάσει έστω κι έτσι, πνιγμένη σ’ ένα κόκκινο υγρό μ’ ένα κεράσι ψεύτικο.
Και να γελάς δυνατά και να κάνεις το βλέμμα σου μισό γιατί έτσι σου βγαίνει (είσαι μεγάλη πουτάνα!) και να ανάβεις κι άλλο τσιγάρο και να τον ρωτάς για το πού πάει κι από πού έρχεται (και σιγά μην σ’ ενδιαφέρει). Κι αυτός να βάζει τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μπούτια σου (σιγά μη δεν το ’κανε) και να σε ρωτάει αν σ’ αρέσει. «Ναι, σ’ αρέσει και κοίτα τον κόσμο που κάνει τα δικά του κι εμείς εδώ στον κόσμο μας και γω να σου βάζω χέρι». Και να σκύβει πάνω σου και να σου ψιθυρίζει ξανά: «είσαι μεγάλη πουτάνα», νομίζοντας πως σε φτιάχνει. Και να δεις που θ’ αρχίσεις να το πιστεύεις και να σε κάνει να νιώσεις πως το ’χεις και μέσα σου. Κι ίσως ίσως αν βγεις με κάμποσους από δαύτους να σε κάνουν να το λες κι η ίδια, (ξέρεις, συν τοις άλλοις είμαι και πουτάνα).
Να θες να φύγεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μα να μένεις καρφωμένη εκεί. Σ’ έναν χρόνο που σου βγάζει τη γλώσσα και σε κάνει να δείχνεις μεγαλύτερη από ποτέ. Γιατί ξέρεις πως αυτό που ’χεις μέσα σου δεν πρόκειται να το δει κανείς γιατί κανείς δεν θέλει να μπει πιο μέσα. Παρά μόνο να σου βάζει χέρι κάτω απ’ το τραπέζι και να θέλει να σου σκίσει το καλσόν γιατί έτσι του είπαν πως κάνουν οι άντρες στις γυναίκες για να τις κάνουν να παραδίνονται.
«Πόσο χρόνο έχεις;» σε ρωτά και κάνει να πληρώσει. «Όσο θέλω», λες από μέσα σου, μα αυτό που σου βγαίνει είναι ένα απολογητικό ύφος του στιλ –πρέπει-να-είμαι-πίσω-ΤΩΡΑ-γιατί...γιατί...γιατί...και λες κάτι που ούτε καν το θυμάσαι μετά. Γιατί διαπιστώνεις πως ούτε αυτός είναι εκείνος που θα σε κάνει να δείξεις αυτό που είσαι (και τι είσαι νομίζεις;) μα ούτε κι αυτός που θα σε κάνει να γίνεις αυτό που θες (μεγάλη κουβέντα! Και χρειάζεσαι βοήθεια λες για να γίνεις;). Και δεν έχουν συνοχή οι σκέψεις σου και θες να βρεις όλες τις απαντήσεις τώρα αλλά ξέρεις πως απαντήσεις δεν θα πάρεις ποτέ, παρά μόνο συγκρατείς ένα αλήτικο δάκρυ που πάει να σου ξεφυτρώσει απ’ τις βαμμένες σου βλεφαρίδες. Κι ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου του για να μπεις μέσα και ξέρεις πως δεν θα τον ξαναδείς κι αυτός να ’χει το χέρι του στο πόδι σου επάνω (είσαι μεγάλη πουτάνα!) και να σταματάει στην στροφή και να σκύβει να σου δαγκώσει τα χείλη. Και συ να τον αφήνεις προς στιγμήν (ναι, μαμά!) και μετά να τραβιέσαι μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο-καλά που είναι νύχτα και δεν το βλέπει- μα εκείνος ίσως και να το νιώθει. Δεν σε νοιάζει όμως γιατί σε λίγο φτάνεις στα δυο στενά κάτω απ’ το σπίτι σου που θα του πεις πως μένεις γιατί δεν θέλεις να σε δει το αστέρι που κοιτάς πριν πας για ύπνο (σε βλέπει όμως εκείνο, χαζή, και το ξέρεις!) επειδή αυτή την ώρα θα το κοιτάζει κι εκείνος που στ’ αλήθεια θες ψιθυρίζοντας τ’ όνομά σου.
Και γυρνάς και ξεντύνεσαι απ’ τα σκαλιά βγάζοντας και πετώντας τις μπότες σου και ξεσκίζοντας το καλσόν σου φέρνοντάς το στα δόντια σου πάνω. Και με την παλάμη σκουπίζεις τα χείλη σου να μην έχουν τη γεύση του και να θες να πλυθείς με καυτό νερό. Και να θες να βάλεις τις πιτζάμες σου, αυτές που σε κάνουν κοριτσάκι, αυτές τις φαρδιές με τα κουμπάκια τις δυο νούμερα μεγαλύτερές σου, να θες να ξαπλώσεις και να φέρεις το σεντόνι σου μέχρι το ύψος της μύτης σου, να θες να κλείσεις τα μάτια σου σφιχτά μα οι εικόνες να διαδέχονται η μια την άλλη, να σκέφτεσαι εκείνον που τόσο καλά γνωρίζεις μα συνάμα σου είναι τόσο άγνωστος (πώς να ’σαι από κοντά;) να θες να βάλεις το δάχτυλό σου εκεί χαμηλά και να νιώσεις την υγρή σου φωλιά που σε καίει και να θες να στην δροσίσει, να νιώθεις τα χέρια του πάνω σου και να ριγάς μα ξέρεις πως η στιγμή που θα γίνεις δικιά του θα γράφεται μόνο στο μυαλό σου και στο μυαλό του και να αναστενάζεις και τα δάκρυα να τρέχουν τώρα στα μάγουλά σου (είναι η πόρτα κλειστή;) και να ζουλάς το στήθος σου (μη με κοιτάς!) και ν’ αρχίζεις να νιώθεις τον πρώτο σου παλμό να θέλει να βγει και να ελευθερωθεί και ν’ ακούς τον άλλον «είσαι μεγάλη πουτάνα!» και να δαγκώνεις τη γλώσσα σου για να πονέσεις και να χώνεις το δάχτυλό σου ακόμη βαθύτερα και να θες να ξεσπάσει η λάβα στα σεντόνια σου και να χτυπιέσαι κι όταν επιτέλους έρχεται η στιγμή της λύτρωσης να χώνεις τη φωνή σου στο μαξιλάρι σου μέσα και να φωνάζεις με όλη σου τη φιμωμένη δύναμη «ναι, ρε.. ναι...είμαι...είμαι... μεγάλη...μεγάλη... πουτάνα...»