Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Σαν αμαρτία...





Θα ήθελα να ήμουν βιβλίο. Χιλιοδιαβασμένο, να σέρνω τις σελίδες μου ξεφτισμένο στις άκρες. Πολυσέλιδο και πολύπλοκο. Πολύτιμο και πολυσήμαντο.

Θα ήθελα να ήμουν αίσθηση. Πρωτόγνωρη και ανυπέρβλητη. Παλιά κι ανεξερεύνητη. Καινούργια και ατίθαση. ΄Εντονη και προκλητική. Σαγηνευτική κι αμαρτωλή.

Θα ήθελα να ήμουν λέξη. Περίτεχνη, απλοϊκή, ευχάριστη και διασκεδαστική. Μελαγχολική ή επιθετική.

Θα ήθελα να ήμουν μνήμη. Θλιβερή και ποιητική. Ζωηρή και άταφη. Βίαιη, ιερή και άναρχη. Μισητή κι αγαπημένη. Σταυρωμένη και αναστημένη.

Θα ήθελα να ήμουν έμπνευση. Η διαδικασία, το αποτέλεσμα κι ο αποδέκτης. ΄Ενα και πολλά.

Θα ήθελα να ήμουν μούσα. Μα δεν είμαι. Γιατί δεν το τόλμησα. ΄Η γιατί δεν μπόρεσα. ΄Η γιατί τρόμαξα. ΄Η γιατί διάλεξα να μην είμαι.

Κι αν κάτι πρέπει να είμαι...ας είμαι...
«...η γραφή...
...αγία και πρόστυχη...
...ιερή και βέβηλη...
...αθώα και σατανική...

...ή μια ανήμπορη πένα...
...λευκή παρθένα σελίδα ,διακορευμένη από λέξεις φαλλούς....»







(εμπνευσμένο απ’ το «mon petit peche», μιας και έχω αφιέρωση προσωπική...)



Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Την προσοχή σας παρακαλώ






Ακουγόταν το Sweet little angel. Αυτό το τραγούδι πάντα κάτι της έκανε. ΄Ισως γιατί είχε και λίγο απ’ τ’ όνομά της μέσα. Λίγο. Πάντα κάτι λίγο...

΄Εστρωσε την φράντζα απ’ το μαλλί κι έβαλε λίγο τζελ. Κάτι την έκανε να ξινίσει τη μούρη. Πήρε το ψαλίδι και έκοψε τη μισή. ΄Εβαλε στα δυο δάχτυλα λίγο τζελ ξανά και το άπλωσε σε ότι είχε απομείνει απ’ το τσουλούφι. Με μια κίνηση το έστρωσε κατά πάνω. Πήρε το πιστολάκι και το στέγνωσε εκεί. Να δείχνει τόξο στο κάπου. Στο εκεί. Στο πέρα. Εκεί που θα πήγαινε σε λίγο. Σε λίγο...

Ακουγόταν το Sweet little angel. Blues for ever. ΄Οπως κι αυτή. Μα αυτή δεν ήταν για πάντα. Τίποτα δεν είναι για πάντα. Μισόκλεισε τα μάτια και κοίταξε ανάμεσα απ’ το κενό. Ναι, είναι ακόμη πορτοκαλί. Και λίγο από κόκκινο. Ναι, λίγο...

Τους φανταζόταν που θα την κοιτούσαν καθισμένη απέναντί τους στα χαλάσματα που τους είχε δώσει ραντεβού. Εκείνη φορώντας το τριμμένο και ξεσκισμένο στα γόνατα τζιν και το κοντό μπλουζάκι- αυτά τα ρούχα δεν τα ’βγαζε με τίποτα- και οι άλλοι φορώντας το άθλιο βλέμμα της έκπληξης. Πήρε τα κλειδιά του σπιτιού και τα ’βαλε στην κολότσεπη. Σε λίγο θα τα πέταγε απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου. Σε λίγο...

΄Εφτασε πριν απ’ τους άλλους, όπως το είχε σχεδιάσει και άναψε τσιγάρο. Στη σκέψη της το Sweet little angel. Εικόνες περνούσαν διαδοχικά απ’ το μυαλό της. Σε ότι είχε απομείνει από μυαλό. Σε ότι είχε απομείνει απ’ αυτή τη μικρή μάζα που πάλλεται και που τα τελευταία χρόνια ένιωθε πως θα έσκαγε μέσα στο κεφάλι της. Σκέψεις ασύνδετες και φωνές ανακατωμένες. Σε λίγο τέρμα επιτέλους. Σε λίγο...

Τους είδε από μακριά να έρχονται έναν έναν. Τους αναγνώριζε απ’ το περπάτημα. Ο καθένας και το δικό του. Χαμογέλασε ειρωνικά. ΄Ιδιοι έμειναν. Ίδιοι. Η στάχτη απ’ το τσιγάρο να κρέμεται και ο καπνός γύρω της. Κι εκείνοι να ’ρχονται με βήματα αργά. Για κοίτα τους. Οι άντρες της ζωής της σε σειρά ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Λίγοι; Πολλοί; Έχει σημασία; Για κείνην πάντα κάτι ήταν λίγο. Λίγο...

Ούτε που τους ρώτησε γιατί ήρθαν. Ούτε που τους ρώτησε αν μεταξύ τους μίλησαν στη διαδρομή μέχρι τα χαλάσματα όταν συναντιόντουσαν στις διασταυρώσεις του έρημου τοπίου. Και γιατί να το κάνει; Μήπως εκείνοι είχαν αναρωτηθεί το «γιατί» της; Τώρα όμως θα το μάθαιναν. Τώρα...

Κάθισε απέναντί τους με τα πόδια ανοιχτά. Τους κοίταξε αυθάδικα. Ο καθένας κρατούσε κι από έναν ίδιο φάκελο. Με τους στίχους του Sweet little angel. Γραμμένους με τον δικό της ιδιόμορφο χαρακτήρα και στο τέλος το σημείο συνάντησης και την ημερομηνία. Και κάτω κάτω στο χαρτί, αυτό που τους έκανε να αποφασίσει ο καθένας για τους δικούς του λόγους να έρθουν: ΄Ενα «ΩΣ ΕΔΩ» γραμμένο με μαύρα έντονα γράμματα. ΄Ηξεραν πως σαν αποφάσιζε να το γράψει, θα ήταν και το τέλος. Το τέλος...

Τους έκανε χάζι. «Την προσοχή σας παρακαλώ», τους πέταξε νωχελικά καρφώνοντάς τους στα μάτια. Δίπλα ήταν το όπλο της. ΄Ολοι ήξεραν πως το είχε για προστασία, ύστερα από κείνο το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή της πριν πολλά χρόνια. Το γεγονός που την έκανε να σταματήσει να κοιτά τ’ αστέρια και να βλέπει πάντα φοβισμένη τις γωνιές. Τότε που...Δεν έχει σημασία. Δεν έχει πια...

«Ξέρετε γιατί ήρθατε εδώ απόψε», ξεστόμισε ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμη. « Να με δείτε να φεύγω οριστικά. Μιας και κανείς σας δεν αποφάσισε ποτέ να φύγει οριστικά από μένα, θα το κάνω εγώ. Το περιμένατε άλλωστε πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Ακόμη μια φορά θα αποδειχθώ η πιο δυνατή». ΄Επαιζε με το όπλο στο χέρι της και τους κοιτούσε με την άκρη του ματιού της. Διασκέδαζε με την αμηχανία τους. ΄Η με την αναποφασιστικότητά τους. Την αναποφασιστικότητά τους...

«Sweet little angel», προσφώνησε έναν έναν δίνοντάς τους κι από ένα φιλί στα χείλη χωρίς να τους κοιτάζει. ΄Υστερα κάθισε ξανά απέναντί τους. ΄Εφερε το όπλο στον κρόταφο ενώ το σούρουπο έδινε τη θέση του στην νύχτα. Στη νύχτα που μέσα της μεγάλωσε. Στη νύχτα που την περπάταγε. Στη νύχτα που την έλουζε. Στη νύχτα...

«Θα με προσέξετε τώρα;»

.................

«Παρακαλώ;»

..................

..................................................................................................


Δεν μίλησε κανείς. Τι να πουν άλλωστε;










Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Έρημος ποτέ



Ήταν χωμένος στην απομόνωση σαράντα τέσσερις μέρες τώρα. Είχε προσπαθήσει ξανά να βγει απ’ το μπουντρούμι που ήταν κλεισμένος τα οκτώ τελευταία χρόνια της ζωής του. ΄Εκανε το λάθος όμως κι εκεί που κόντευε να λυγίσει τα κάγκελα, ν’ αρχίσει να γελάει και να φωνάζει τρανταχτά.

Η τιμωρία του ήταν τώρα δυο πατώματα κάτω απ’ το έδαφος. Μόνος.

Τιμωρία; Μόνος ήταν χίλιες φορές καλύτερα. Κείνες οι φωνές όμως δεν τον άφηναν ήσυχο. Τώρα, έρχονταν ακόμα κι όταν κοιμόταν. Αν κοιμόταν. Και του ψιθύριζαν και λέξεις άγνωστες, πρωτόγνωρες. Τις ψέλλιζε σκαλίζοντας τις πέτρες που είχε για τοίχο: «καταιγισμός», «πανώριο», «ομοβροντία», «κεκρωπία».

Μια νύχτα, ονειρεύτηκε πως ήταν καβαλάρης κι αντί για μαστίγιο είχε μια πένα με φτερό. Την βούταγε στα μαύρα σύννεφα κι έγραφε ποιήματα με οδηγό την τρέλα του. Κάλπασμα στην έρημο. Μα έρημος ποτέ. Είχε πια για παρέα τις λέξεις.

Και μια μέρα, όταν τον γύρισαν ξανά στο φως, έκλαψε για ώρα. Το άλογό του ζούσε μόνο στο σκοτάδι. Είχε μάθει όμως να σκαλίζει γράμματα στα μαύρα κάγκελα...


Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Τι θα περίμενες...





Τι θα περίμενες
Να ζήσω εγώ χωρίς εσένα;
Να ξαναβρώ κάτι από μένα;
Να μεγαλώσω και να σώσω ότι μπορώ;
Να σε αφήσω και να ζήσω σε χωριό;
Πες τι περίμενες;

Τι θα περίμενες
Να σου θυμώσω και να φύγω;
Να σ’ ανταλλάξω μ’ ότι λίγο;
Να σε ξεχάσω και να ανοίξω τα φτερά;
Να ψάξω πέρα από σένα τη χαρά;
Πες τι περίμενες;

Τι θα περίμενες;
Να ψάξω σύμπαν να χωρέσει
Ότι σ’ αρέσει και μ’ αρέσει
Κι ύστερα να’ μαστε σαν όλους που φοράν
Τον έρωτά τους δαχτυλίδι και γερνάν
Πες τι περίμενες;

Τι θα περίμενες
Να σου φωνάξω «γύρνα πίσω»;
Χωρίς εσένα δε θα ζήσω;
Εγώ έχω μέσα μου τα μάτια σου να κλαιν
Δεν είναι νούμερο για μένα το μηδέν
Πες τι περίμενες;



Κυριακή 6 Απριλίου 2008

ΦΤΑΝΕΙ



Κυριακή 6 Απριλίου 2008
ΦΤΑΝΕΙ

Δεν θέλω άλλο τη ζέστη και το κρύο. Δεν θέλω πότε το γέλιο και πότε το κλάμα. Δεν θέλω ν’ ακούσω ξανά τη σοβαρή σου τη φωνή . Δεν θέλω να δω ξανά το ειρωνικό σου χαμόγελο. Δεν θέλω να καθίσω απέναντί σου. Ποτέ ξανά.

Τρόμος συνεχής και σκέψεις ατέλειωτες, μες τη δίνη της ρουφήχτρας, αυτής της καθημερινής πραγματικότητας που με βουλιάζει και άπατη με πάει σε ορίζοντες μακρινούς και χαώδεις χωρίς επιστροφή, χωρίς γυρισμό και χωρίς μέλλον. Μέλλον για τι ; και με ποιον; Και πότε; Και με τι; ΄Εξω στο σύμπαν το καθάριο με τα δεκατέσσερα φεγγάρια και τους πέντε ουρανούς, εκεί στην άβυσσο της καυτής άμμου που αιωρείται και χύνεται και την πιάνω και φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου σαν το νερό απ τη βρύση που στάζει θάνατο. Τρόμος χωρίς τέλος και τρέμουλο και ρίγος στην καρδιά και στις αισθήσεις και συ να χάνεσαι σε μια ωμή φαντασίωση και χαίρομαι που δεν θέλω να γυρίσεις.

Το τέλος θα έρθει με τρόμο ή χωρίς και θα το χαρώ πέφτοντας και σκίζοντας τις σκέψεις μου, ξεσκίζοντας το περιτύλιγμα που κουβαλώ χρόνια και με κούρασε και με βαρέθηκε, διαλύοντας ένα τίποτα μέσα στην έννοια του κενού. Κι αν σχηματιστώ ξανά θα είναι μέσα από όνειρο, από άσπρες κλωστές γαλαξία και φως από το απέραντο του πουθενά ή του κάπου. Αλλά σχηματισμένη ξανά , φωνή δεν θα ’χω για να σου πω τον τρόμο τον καινούργιο που θα γεννηθεί μαζί μου, κι ίσως έτσι είναι καλύτερα γιατί ως δικαιολογία θα έχεις τον κρότο της σιωπής μου και γω θα πετώ γύρω σε όλα, κυκλωμένη ξανά και ξανά από το τρέμουλο του απόλυτου σκορπίσματος που θα είναι γύρω μου και μέσα μου και πάνω μου και θα μοιάζω ΄Ανοιξη μες τον Χειμώνα, έτσι παράταιρη και κόκκινη χωρίς την αίσθηση του κρύου ή του μόνου…


Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Μη μου κλαις



Είχε αγοράσει μια κόκκινη λάμπα και την έβαζε στο φωτιστικό του δωματίου του όταν εκείνη πήγαινε να τον επισκεφθεί.
Της έβαζε και μουσική να ακούγεται απ’ το lap top του που το ’χε πάνω στο μοναδικό του τραπεζάκι.



Είχε μάθει να ανοίγει και σαμπάνια. Είδε στο ίντερνετ οδηγίες. Είχε αγοράσει και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Για να πίνουν μαζί όταν εκείνη αποφάσιζε να ανέβει τα σκαλιά του διαμερίσματός του.


Απόψε του ’χε πει πως θα ’ρχόταν. Και κείνος έτρεμε. Μη κάνει κάτι λάθος και της χαλάσει τη διάθεση. Μη πει κάτι που εκείνη το παρεξηγήσει και σηκωθεί να φύγει. Κι αντί για τη ζέστη της του δώσει την ψυχράδα της. Πόσο καλά ήξερε να τα κάνει και τα δυο. Εκείνος όμως ήξερε το γιατί και την δικαιολογούσε. Πάντα την δικαιολογούσε.


Ακόμη και όταν το τηλέφωνό του χτύπησε και του ’πε να μην την περιμένει...
Επειδή απόψε έβρεχε... Κι ήθελε να περπατήσει στη βροχή. Μόνη...


Ξεβίδωσε την κόκκινη λάμπα και την έκρυψε στο συρτάρι του για ακόμη μια φορά. Χώθηκε στα σκεπάσματά του. Θα την περίμενε όταν εκείνη το αποφάσιζε.


Πόσο πια να κρατάει μια βροχή;