Ήταν χωμένος στην απομόνωση σαράντα τέσσερις μέρες τώρα. Είχε προσπαθήσει ξανά να βγει απ’ το μπουντρούμι που ήταν κλεισμένος τα οκτώ τελευταία χρόνια της ζωής του. ΄Εκανε το λάθος όμως κι εκεί που κόντευε να λυγίσει τα κάγκελα, ν’ αρχίσει να γελάει και να φωνάζει τρανταχτά.
Η τιμωρία του ήταν τώρα δυο πατώματα κάτω απ’ το έδαφος. Μόνος.
Τιμωρία; Μόνος ήταν χίλιες φορές καλύτερα. Κείνες οι φωνές όμως δεν τον άφηναν ήσυχο. Τώρα, έρχονταν ακόμα κι όταν κοιμόταν. Αν κοιμόταν. Και του ψιθύριζαν και λέξεις άγνωστες, πρωτόγνωρες. Τις ψέλλιζε σκαλίζοντας τις πέτρες που είχε για τοίχο: «καταιγισμός», «πανώριο», «ομοβροντία», «κεκρωπία».
Μια νύχτα, ονειρεύτηκε πως ήταν καβαλάρης κι αντί για μαστίγιο είχε μια πένα με φτερό. Την βούταγε στα μαύρα σύννεφα κι έγραφε ποιήματα με οδηγό την τρέλα του. Κάλπασμα στην έρημο. Μα έρημος ποτέ. Είχε πια για παρέα τις λέξεις.
Και μια μέρα, όταν τον γύρισαν ξανά στο φως, έκλαψε για ώρα. Το άλογό του ζούσε μόνο στο σκοτάδι. Είχε μάθει όμως να σκαλίζει γράμματα στα μαύρα κάγκελα...
Η τιμωρία του ήταν τώρα δυο πατώματα κάτω απ’ το έδαφος. Μόνος.
Τιμωρία; Μόνος ήταν χίλιες φορές καλύτερα. Κείνες οι φωνές όμως δεν τον άφηναν ήσυχο. Τώρα, έρχονταν ακόμα κι όταν κοιμόταν. Αν κοιμόταν. Και του ψιθύριζαν και λέξεις άγνωστες, πρωτόγνωρες. Τις ψέλλιζε σκαλίζοντας τις πέτρες που είχε για τοίχο: «καταιγισμός», «πανώριο», «ομοβροντία», «κεκρωπία».
Μια νύχτα, ονειρεύτηκε πως ήταν καβαλάρης κι αντί για μαστίγιο είχε μια πένα με φτερό. Την βούταγε στα μαύρα σύννεφα κι έγραφε ποιήματα με οδηγό την τρέλα του. Κάλπασμα στην έρημο. Μα έρημος ποτέ. Είχε πια για παρέα τις λέξεις.
Και μια μέρα, όταν τον γύρισαν ξανά στο φως, έκλαψε για ώρα. Το άλογό του ζούσε μόνο στο σκοτάδι. Είχε μάθει όμως να σκαλίζει γράμματα στα μαύρα κάγκελα...