Τον κοιτώ να παίζει την κιθάρα του στα βότσαλα καθισμένος κι οι νότες σκορπίζονται τριγύρω. Δίπλα η θάλασσα κι ένα φεγγάρι κόκκινο, αλήτικο, να κοιτά αυθάδικα. Σαν να ξέρει πως όλα είναι στιγμές. Στιγμές που ξεθυμαίνουν, φεύγουν και χάνονται.
Χάνονται; Όχι φεγγάρι μου. Δεν χάνονται κι ας γελάς. Ξέρω να γελάω κι εγώ όσο δεν το πιστεύεις. Και ξέρω πως μπορώ να σου τη φέρω. Μα δεν θα σου πω πώς. Δεν θα στο πω. Μόνο εκεί, συνωμότη θα σε κάνω σ’ ενός έρωτα τη βραδιά. Και θα κοιτάς και θα θυμάσαι.
Θα θυμάσαι γιατί δεν θα σ’ αφήσω να ξεχάσεις πως στιγμές αλήθειας δεν εξαφανίζονται στο άχαρο, στο σκόρπιο και στο μηδέν. ΄Εχεις μάθει να σε χαζεύουν κι εσύ να στέκεσαι ακλόνητο σ’ έναν μαύρο ουρανό και νομίζεις πως κάτι κάνεις. Θα σε μάθω λοιπόν πώς είναι να υπάρχεις.
Πώς είναι να υπάρχεις έστω και για μια στιγμή χωρίς να παίζεις θέατρο. Να δείχνεις και να αναστατώνεις. Να χορεύεις και να μεθάς. Να ακούς και να πάλλεσαι. Να βγάζεις ήχους και να απογειώνεσαι. Να με βλέπεις να πετώ τα ρούχα μου και να μη θέλεις να πάρεις το βλέμμα σου. Να λάμπεις απόψε μόνο σε κείνα τα βότσαλα. Πουθενά αλλού.
Πουθενά αλλού, γιατί μόνο έτσι θα καταλάβεις πως σαν κάποιες νότες παίζουν μόνο για σένα τότε μπορείς να γίνεις οτιδήποτε. Να υπάρχεις στο τώρα και στο μετά. Να δίνεις νόημα και στο πριν. Κι απόψε θα το μάθεις. ΄Η θα το ξαναθυμηθείς. Και θα στο δείξω εγώ. Γιατί κάποιοι το μόνο που κάνουν είναι να σε κοιτούν. Και μερικοί ίσως να σου μιλούν. Λίγοι όμως κάνουν τον κόπο να σου δείχνουν.
Να σου δείχνουν πώς είναι η ένωση, το πάθος, η ένταση, η μετουσίωση, η φλόγα όταν γεννιέται κι όταν θεριεύει. Κι ύστερα όταν καταλαγιάζει κι αργεί να σβήσει. Και σαν έρθει το κύμα και την πάρει, οι νότες να μένουν. Να μένουν και να σου ξεκουφαίνουν τ’ αυτιά και να ζητάς απεγνωσμένα το ταίρι το δικό σου.
Το ταίρι το δικό σου που λάμπει σ’ άλλον ουρανό και στάζει δάκρυ σε θάλασσα άγνωστη. Γιατί θυμάται νότες. Νότες παιγμένες σε βότσαλα καυτά. Κι ίσως κάποια στιγμή σου δείξω πού είναι. Γιατί ξέρω πού μπορείς να το βρεις. Και θα πάμε μαζί.
Μαζί. Μόνο, άσε με αυτή τη βραδιά να κοιτώ τα μάτια τα δικά του. Μη μου σφραγίζεις τα όνειρα και τις ευχές για να τ’ απευθύνω μόνο σε σένα. Και δώσε μου μια στιγμή. Λούσε με απόψε με γαλήνη κι άσε με να γίνω αυτή που κάποια στιγμή θα είμαι.