΄Ηρθε στο γραφείο της. Νεοπροσληφθής. ΄Ιδια ειδικότητα μ’ εκείνη και θα τον ενημέρωνε σχετικά με τη δουλειά.
Τα βλέμματά τους φανέρωσαν την έλξη που ένιωσαν απ’ την πρώτη στιγμή. Του έδειχνε φυλλάδια και έγγραφα. Κι ένιωθε να τη γδύνει με τα μάτια. Κι εκείνη, του μίλαγε με τη γλώσσα του σώματος. Τίναγμα τα μαλλιά, ελαφρύ σκύψιμο προς το μέρος του, φωνή απαλή.
Μόλις ένα μήνα παντρεμένος και δέκα χρόνια μικρότερός της, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Μα αυτά είναι ψιλά. Εξάλλου εκείνη, με μικρότερους νταραβεριζόταν συνήθως. Κι απ’ τα βλέμματα και τα χαμόγελα, ήρθαν σιγά σιγά και τα βαθιά τα ντεκολτέ και οι στενές οι φούστες και τα διάφανα τα πουκάμισα και μια διάθεση χαλαρή για πειράγματα. Και κάτι ψιλοαγγίγματα, μερικά υπονοούμενα, τηλέφωνα σε ώρες άσχετες και ένα σωρό σημειώματα κρυμμένα στα συρτάρια της για να τα βρίσκει και να χαμογελά.
Την πρώτη φορά που την πήρε, ήταν στα όρθια πίσω απ’ την πόρτα μετά το σχόλασμα. Γρήγορος, καυτός, βίαιος, ανυπόμονος. Της έβγαλε το στήθος έξω απ’ το σουτιέν, χωρίς να της το ξεκουμπώσει, και το ’βαλε στο στόμα του. Τον κράταγε σφιχτά απ’ τους ώμους και τον δάγκωνε για να μη φωνάξει. Είχε μπήξει τα νύχια του πίσω της και τον ένιωθε να της δίνει τη δύναμη και τη λαχτάρα του.
΄Οταν του έδωσε τους σπασμούς της, ήταν σαν να ελευθέρωσε το ηφαίστειο που είχε μέσα της. Και τον τρέλανε. Με το πάθος και τη φλόγα της. Με τη γοητεία και την ευρηματικότητά της. Με την ικανότητα που είχε να κρατάει τη φαντασία του σε εγρήγορση.
Σ’ ένα χρόνο, ο εκπαιδευόμενος πήρε μετάθεση. Να είναι κοντά στη γυναίκα του που επρόκειτο να γεννήσει.
Πριν φύγει, το έκαναν οκτώ φορές.
Το σκορ της ήταν δώδεκα.
Ο μικρός είχε ακόμη να μάθει πολλά.
Αυτός έχασε...
.