Κι έφτιαξε μια φωτιά μεγάλη. Ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλα τα σπίτια. Έχουν έθιμο εκεί, κάθε επιτάφιο να ανάβουν πυροστιά. Με φλόγες ίσαμε τον ουρανό. Κι όποιο σπίτι φτιάξει τη μεγαλύτερη, να πηδούν οι νέοι πάνω της. Και μέσα της. Και γύρω της. Έτσι και φέτο. Το σπίτι απέναντι απ’ την εκκλησιά έφτιαξε μια τεράστια. Που τη ζηλεύαν όλοι. Ξύλα, προσανάμματα, κληματαριές. Αχ, και μυρωδικά. Ναι, μυρωδικά! Με λίγο κανελόξυλο και κάτι γαρούφαλα ξερά. Και κάτω στη γης, μισά κεραμίδια που μέσα τους έκαιγαν λιβάνια. Λίγο καθόσουν εκεί και νόμιζες πως έβλεπες οράματα. Το χριστό τον ίδιο να υποφέρει κι ύστερα να ανασταίνεται. Την Παναγιά να κλαίει κι ύστερα να της σκουπίζει το δάκρυ ένα χελιδόνι. Και κάτι καρφιά πεταμένα να γίνονται τριαντάφυλλα και να σκορπίζουν άνοιξη.
Κι είχα μια φούστα κόκκινη που είπα να τηνε βάλω. Στενή στη μέση με ζώνη υφασμάτινη και με σκισίματα απ’ τους γοφούς και κάτω. Κι ένα μπλουζί εφαρμοστό που μου τόνιζε το στήθος. Και τα μαλλιά μου λυτά μ’ ένα αγριολούλουδο για στολίδι. Τα ξέρεις τα μοσχομπίζελα; Είχα κι ένα τέτοιο δεμένο στο λαιμό για άρωμα απ’ του αγρού τη γέννα. Η αγαπημένη μου μυρωδιά. Πέταξα τα τακούνια μακριά κι έβαλα τα χαμηλά μου τα παπούτσια. Και πλησίασα στα παιδιά κοντά. Σε κείνα που χαμογέλαγαν κάτω απ’ τα αστέρια. Καλός ο καιρός φέτος για όσους αγαπούν τα ήπια. Γλυκιά βραδιά τη λεν οι πιο παλιοί, ίσως και οι πιο ρομαντικοί. Εγώ τη λέω ήσυχη. Μα ευτυχώς που υπάρχουν κι οι φωτιές για να ερεθίζονται κάτι νύχτες.
Τους έβλεπα για ώρα και τους χαιρόμουν. Να πηδάει πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Να βλέπω κόκκινα μάγουλα και χείλια δαγκωμένα. Ιδρώτες ανάμεσα απ’ τα στήθια και χαμόγελα πλατιά. Ο καπνός απ’ το λιβάνι μου έδειχνε πρόσωπα να με καλούν και λέξεις να στροβιλίζονται γύρω μου. ΄Ανοιγε μυστικά παράθυρα και μου έφτιαχνε γέφυρες για να πατήσω. Και μου έδινε αιτίες για να ξεχνώ τους εφιάλτες κι άλλες τόσες για να πλάθω όνειρα. Κι έβλεπα τον εαυτό μου να γίνεται ένα με τη φωτιά. Να σταματάω στη μέση της εστίας και να μη περνάω απέναντι. Να γίνομαι φλόγα και να λικνίζω το κορμί μου. Να σπάω τη μέση μου κι ύστερα να υψώνω το κεφάλι μου στον ουρανό. Να σηκώνω τα χέρια και να στροβιλίζομαι. Να μεταμορφώνομαι σε άυλη ύπαρξη με μάτια φεγγάρια κι έναν κρίνο για στόμα.
Έφυγαν κι έμειναν τα κάρβουνα μες τη σιγαλιά. Ήθελα να νιώσω το αχ! στα πόδια μου και να το φωνάξω. Σκέφτηκα το κάλεσμα απ’ του αόρατου τα μέρη και τις φωνές που με προστάζουν έλα! Κι έδωσα μια και πάτησα ξυπόλυτη στη μέση μιας δύναμης που δίνει το χρώμα, το πάθος και τους αντικατοπτρισμούς της εδώ και αιώνες. Και ψιθύρισα με σφιγμένα λόγια δυο προσευχές. Τόσες άντεξα. Ίσως αν έμενα κι άλλο, να μου ’φευγε και μια κατάρα μα δεν ήθελα να ακουστεί εκείνη ειδικά τη νύχτα απ’ το στόμα μου κακό. Κι ύστερα πάτησα στο χώμα. Κι ένιωσα σαν η φωτιά να μπήκε μέσα μου. Κι έγινε κομμάτι της ψυχής μου.
Γύρισα μετά την κόκκινη γιορτή κι άνοιξα το παραθύρι μου. Μπήκε ο άνεμος και χάιδεψε τις ζωγραφιές μου. Σήκωσε κι ένα κύμα απαλό στο ποτάμι που κυλάει στο σαλόνι μου - δώρο από κάποιον ταιριαχτό. Έκαναν ντιν και δυο καμπανούλες που κρέμονται απ’ το ταβάνι. Τσούγκρισα και ένα αυγό με το χαμόγελο του καθρέφτη. Με πονούν οι φουσκάλες που έχω στα πόδια μου. Και θα πονούν για καιρό. Μα καμιά δοκιμασία δεν περνά ανώδυνα. Αυτό όμως που με καίει πιο πολύ κι απ’ τα εγκαύματά μου είναι πλέον η φωτιά που...
...καίει στα σωθικά μου...
.