Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται εδώ μέσα, μου είπε γουρλώνοντας τα μάτια της. Άντρες, άντρες, άντρες. Κοντοί, ψηλοί, μελαχρινοί, ξανθοί. Πρασινομάτηδες, γαλανομάτηδες, σκουρόχρωμοι, ανοιχτόχρωμοι. Άντρες κάθε ηλικίας. Μικροί, μεγάλοι, τεκνά, μεσήλικες, προβληματισμένοι και απροβλημάτιστοι. Μα τι γίνεται μ’ εσένα τέλος πάντων; Δεν σου έχω πει να κατασταλάξεις κάπου ώστε να βγαίνουν πιο ξεκάθαρα τα σχέδια;
Την Μπέσυ την ξέρω καιρό. Χαρτορίχτρα στο επάγγελμα και καφετζού πρώτης. Τώρα τι εννοώ με το «πρώτης»; Αυτό ως γνωστόν είναι θέμα υποκειμενικό. Εγώ το λέω με την έννοια ότι πλασάρει αυτό που κάνει με ύφος περισπούδαστο, πότε σκύβοντας και πότε πηγαίνοντας την πλάτη προς τα πίσω επιδεικνύοντας άλλοτε έκπληξη κι άλλοτε σιγουριά. Πότε γουρλώνει τα μάτια, πότε κάνει παύσεις, περισυλλογάται, σμίγει τα φρύδια και πότε μιλάει ακατάπαυστα χωρίς ανάσα. Κάτι φορές σταματάει και πίνει με το καλαμάκι μια γουλιά νερό από ένα γυάλινο μπουκάλι που έχει δίπλα της. Δεν ξέρω γιατί το κάνει αυτό. Για να μη ξεραίνεται το στόμα της απ’ το μπλα μπλα ή για να καταλαγιάζει την κάψα της μ’ αυτά που βλέπει στο χαρτί ή στο φλυτζάνι μου;
Μερικές φορές σταματάει την αγόρευση και με κοιτάει. Αυτό το κραγιόν είναι πολύ σκούρο για σένα. Κόκκινο να φοράς. Σου πάει. Γουστάρω το μωβ, της λέω και φυσάω τον καπνό μου στο πρόσωπό της για σπάσιμο. Κάνει μια κίνηση για να διώξει το σύννεφο από πάνω της καρφώνοντάς με επικριτικά. Μη καπνίζεις εδώ μέσα.Θα μου βρομίσουν οι κουρτίνες. Χέστηκα, της λέω. Για κοίτα παρακάτω. Αυτό το Ν που είδες τι σόι πράμα είναι;
Δεν ξέρω ακόμη τι θα γίνει μ’ αυτόν, μου λέει αργά κάνοντας το φλυτζάνι κύκλους, γιατί τον βλέπω μέσα σε μια ομίχλη και γύρω του έχει μια μάντρα. Προβλήματα, μοιάζει να τον τριγυρίζουν, μα πιο κάτω υπάρχει ένα άνοιγμα. Θα τη σπάσει την μάντρα, να δεις, και τότε θα σε πλησιάσει. Και μάλιστα το βλέπω να γίνεται πολύ σύντομα. Πιο σύντομα απ’ ότι φαντάζεσαι. Ρε συ είναι κι ωραίο παιδί. Ψηλότερός σου, ε; Και με όμορφο χαμόγελο. Ασταθής τύπος όμως. Χμμμ...Πάντως ένα σου λέω. Πουτσαράς πρώτης!
Α, τη γουστάρω τη Μπέσυ. Δεν πάω εκεί για να μου πει τα μελλούμενα. Άλλωστε όλα σ’ αυτό το σύμπαν είναι ρευστά. Κουνιέται ο Δίας και κλάνει ο Ποσειδώνας. Αναστενάζει η Αφροδίτη και γαμιέται ο Ερμής. Χασμουριέται ο Άρης και ρεύεται η Σελήνη. Με λίγα λόγια, αν τα άστρα θέλουν να στην κάνουν την κουτσουκέλα, σιγά μη σε ρωτήσουν. Θα στην φέρουν από πίσω χωρίς καν να το καταλάβεις. Εγώ πηγαίνω εκεί για να την βλέπω να κάνει τις κινήσεις της. Με φτιάχνει να την παρατηρώ να βάζει τα χαρτιά στη σειρά και να τα γυρνάει ένα ένα. Το πριν, το τώρα, το μετά. Αν δε, έχει την πόρτα του θανάτου κάπου κοντά να παραμονεύει, ναι μεν σε πιάνει ένα σύγκρυο, όμως μετά αναθαρρεύεις. Έλα μωρέ, για κάποιον μακρινό σου είναι. Και γκλουπ, κατεβάζει άλλη μια γουλιά νερό.
Κατά τη διάρκεια της πρόβλεψης, έχουν χτυπήσει κάμποσες φορές τα δυο κινητά και το ένα σταθερό της. Κάτσε να δω στο ημερολόγιο πότε έχω κενό, λέει συνέχεια, και σημειώνει τα ραντεβού. Όταν κλείνει, μου λέει. Αχ αυτός ο κύριος Θανάσης. Μεσήλικας και τρελαμένος με μια μικρούλα. Έρχεται εδώ και με ρωτάει αν θα την καταφέρει. Θα την καταφέρει; Μου ξεφεύγει η χαζή ερώτηση. Αντί για απάντηση με κοιτάει στα χείλη. Να πούμε και την τράπουλα της Κατίνας; Αυτή θα στα βρει όλα.
Και δε τη λέμε;
Στην επιστροφή προχωράω χαμογελαστή. Όχι, δεν μου έκανε σκόντο ούτε αυτή τη φορά. Μα έχω μια διάθεση ανάλαφρη. Απαλλαγμένη από σκέψεις. Από προβληματισμούς. Από ερωτηματικά. Ο Δίας χαμογελάει και η Αφροδίτη κάνει αφρόλουτρο με ροδοπέταλα. Ο Ερμής χαϊδεύει τους μηρούς του και ο ΄Αρης βάζει το σκουλαρικάκι που μου αρέσει. Το φεγγάρι μου κλείνει το μάτι και το πρώτο άστρο της νύχτας χώνεται στο στήθος μου και με γαργαλάει. Μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Η πασχαλιά μου στέλνει το άρωμά της και με μεθάει. Με ζαλίζει και μου φέρνει οράματα. Μου έρχεται να τραγουδήσω έναν σκοπό. Τινάζω πίσω τα μαλλιά και κοιτάω τριγύρω. Η φύση συνωμοτεί να με κυριεύσει. Και θέλω να την αφήσω ετούτη τη φορά. Θέλω να τη νιώσω σε κάθε μου κύτταρο. Θέλω να τη ρουφήξω μέχρι την τελευταία της σταγόνα.
Δεν με νοιάζει αν ο Ν σπάσει την μάντρα, ούτε κι αν τον έχει δυο μέτρα. Σκοτίστηκα αν ο Α ξεπεράσει τις φοβίες του κι έρθει να με βρει. Δεν δίνω σέντσι αν ο Μ μου προτείνει έξοδο και σκάσει μύτη με ξεκούμπωτο πουκάμισο. Δε καίγομαι διόλου για το αν η Λ με ποθεί ακόμα και με ξαναπάρει τηλέφωνο τα ξημερώματα. Δε πα να με διώξουν κι απ’ τη δουλειά. Θα βρω άλλη στο πιτς φιτίλι. Η αισιοδοξία που σου δίνει ένας καφές κι ένα τσιγάρο σπάζοντας πλάκα με το σύμπαν, είναι η καλύτερη μαστούρα.
Ξεκλειδώνω και πετάω τη φούστα μου στον αέρα. Η μια μου γόβα στο σαλόνι η άλλη στο διάδρομο. Η μπλούζα μου στο πολύφωτο, αρνείται να κατέβει. Θέλω να χωθώ στην μπανιέρα μου για δυο ώρες και να μη σκέφτομαι τίποτα. Μπορεί να μην χάφτω τις προβλέψεις, δεν απαξιώνω όμως τη δύναμη του νου να φτιάχνει σενάρια. Κι αυτή τη φορά πήρα λίγη έμπνευση ακόμη για να χωθώ στα χρωματιστά μου σύννεφα και να πετάξω στο αλλού.
Λίγο πριν βγάλω το εσώρουχό μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Ν που με τη ζεστή του τη φωνή μου λέει καλησπέρα. Χάθηκες, λέω νωχελικά και δήθεν αδιάφορα. Ναι, μου απαντά. Είχα κάτι προβλήματα. Έπεσα με τη μηχανή. Ευτυχώς δεν χτύπησα, αλλά έκανα ζημιά σε μια μάντρα...
...θαρρώ την έσπασα...
.